Όταν οι Τσέτες, τον Αύγουστο του 1921, έβαλαν φωτιά για να κάψουν το Πελιτάντων, στους πρόποδες του Αγιού Τεπέ της Σαμψούντας, κανείς από τους εναπομείναντες κατοίκους του χωριού δεν πίστευε ότι θα γλιτώσουν.
Όμως η φωτιά σταμάτησε στο γυναικωνίτη της Υπαπαντής της Θεοτόκου και έτσι σώθηκαν τα γυναικόπαιδα που έφυγαν προς τα δάση. Εκεί ήταν οι Πόντιοι αντάρτες και οι άνδρες του χωριού που σε κάποια κείμενα αναφέρεται ως Πελίτογλου ή Πολίτογλου.
Πληροφορίες για το χωριό υπάρχουν στο βιβλίο Η Έξοδος. Τόμος Ε’. Μαρτυρίες από τον Δυτικό Παράλιο Πόντο και την Παφλαγονία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.
≈
Ο οικισμός Πελιτάντων ή Πελίτογλου (και Πολίτογλου1 , κατά την επίσημη ονομασία του) ταυτίζεται πιθανότατα με τον οικισμό Pelidoglou που σημειώνεται στον χάρτη του Kiepert2, σε πλαγιά, σε απόσταση 23 χλμ. Ν. της Σαμψούντας και 12 χλμ. Ν-ΝΑ της Τέκκιας.
Διοικητικά ανήκε στο μουτεσαριφλίκι της Σαμψούντας και στο βαληλίκι της Τραπεζούντας. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Αμάσειας.
Ο ελληνικός πληθυσμός του οικισμού ανερχόταν στους 320 κατοίκους3, οι οποίοι είχαν μετοικήσει παλαιότερα από την περιοχή της Ματσούκας και μιλούσαν ποντιακά.
Διατηρούσαν μεγάλη εκκλησία, αφιερωμένη στην Υπαπαντή της Θεοτόκου4, η οποία καταστράφηκε το 1921. Σε μικρή απόσταση από την εκκλησία βρισκόταν και το τετρατάξιο5 σχολείο της περιοχής.
Η οικονομία του οικισμού βασιζόταν στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Το μοναδικό προϊόν που εμπορεύονταν οι κάτοικοι του Πελιτάντων στην αγορά της Σαμψούντας ήταν τα καπνά της περιοχής. Συχνότερα προμηθεύονταν τα απαραίτητα από την αγορά της γειτονικής Τέκκιας.