Στην καταδίκη της απόφασης του Ισραήλ να διπλασιαστεί ο πληθυσμός του προσαρτημένου Γκολάν προχώρησε με ανακοίνωσή του το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας.
«Καταδικάζουμε αυστηρά την απόφαση του Ισραήλ να επεκτείνει τους παράνομους οικισμούς στο υψίπεδο του Γκολάν που κατέχει από το 1967. Η εν λόγω απόφαση αποτελεί μια νέα φάση στο στόχο του Ισραήλ να επεκτείνει τα σύνορά του δια της κατοχής», δήλωσε το υπουργείο.
«Οι σημερινές ενέργειες του Ισραήλ βλάπτουν σοβαρά τις προσπάθειες που έχουν στόχο να εγκαθιδρυθεί η ειρήνη και η σταθερότητα στη Συρία και αυξάνουν περαιτέρω τις εντάσεις στην περιοχή. Η διεθνής κοινότητα οφείλει να αντιδράσει», πρόσθεσε.
Στο ίδιο μήκος και η Γερμανία, η οποία κάλεσε κι αυτή σήμερα την ισραηλινή κυβέρνηση να εγκαταλείψει το σχέδιο για τον διπλασιασμό του πληθυσμού του τμήματος των συριακών υψιπέδων του Γκολάν που έχουν προσαρτηθεί από το Ισραήλ.
Τονίζοντας ότι «από πλευράς διεθνούς δικαίου, το έδαφος αυτό που τελεί υπό τον έλεγχο του Ισραήλ ανήκει στην Συρία», εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών δήλωσε ότι το Βερολίνο καλεί την ισραηλινή κυβέρνηση να εγκαταλείψει το σχέδιο που υιοθέτησε μόλις χθες.
Το σχέδιο του Μπενιαμίν Νετανιάχου αφορά «την δημογραφική ανάπτυξη των κοινοτήτων του Γκολάν και της πόλης Κατσρίν (…) υπό το φως του πολέμου και του νέου μετώπου στην Συρία και της επιδίωξης του διπλασιασμού του πληθυσμού του Γκολάν», αναφέρεται σε ανακοίνωση.
Το Βερολίνο τονίζει ότι «είναι πολύ σημαντικό σε αυτήν την φάση της πολιτικής αναταραχής στην Συρία, όλοι οι παράγοντες στην περιοχή να λάβουν υπ’ όψιν στην εδαφική ακεραιότητα της Συρίας και να μην την θέτουν υπό αμφισβήτηση».
Η ισραηλινή κυβέρνηση ενέκρινε χθες, Κυριακή, ένα σχέδιο που έχει στόχο να διπλασιασθεί ο πληθυσμός στο τμήμα του συριακού Γκολάν που έχει προσαρτηθεί από το Ισραήλ, όμως λέει πως δεν έχει κανένα συμφέρον να έρθει σε σύγκρουση με τη Συρία αφού, μετά την πτώση του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ, πήρε τον έλεγχο της ζώνης ασφαλείας που επιτηρείται από τον ΟΗΕ.
Το Ισραήλ κατέκτησε ένα τμήμα του Γκολάν, στη νοτιοδυτική Συρία, στη διάρκεια του αραβοϊσραηλινού πολέμου του 1967 και το 1981 προσάρτησε το έδαφος αυτό. Μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναγνωρίσει την προσάρτηση αυτή το 2019, επί κυβερνήσεως του Ντόναλντ Τραμπ.
Τούρκοι διασώστες στη φυλακή της Σεντνάγια
Οι διασώστες της τουρκικής Υπηρεσίας Διαχείρισης Καταστροφών (AFAD) αρχίζουν σήμερα, Δευτέρα, έρευνες για να βρουν ανθρώπους που μπορεί να κρατούνται σε υπόγεια μπουντρούμια της φυλακής της Σεντνάγια στη Συρία, δήλωσε σήμερα στο Γαλλικό Πρακτορείο εκπρόσωπος της AFAD.
«Ο πρόεδρός μας Οκάι Μεμίς θα δώσει συνέντευξη Τύπου γύρω στις 13:30 (τοπική ώρα) μπροστά στη φυλακή της Σεντνάγια και θα κάνει γνωστές λεπτομέρειες για τις έρευνες που διεξάγονται», διευκρίνισε ο υπεύθυνος Τύπου της AFAD Κουμπιλάι Οζιούρτ.
Σχεδόν 80 διασώστες της AFAD, εξοπλισμένοι «με προηγμένες συσκευές έρευνας», θα αρχίσουν να εργάζονται στη φυλακή για να βρουν τους κρατουμένους οι οποίοι μπορεί να είναι ακόμα αποκλεισμένοι σ’ αυτή, μετέδωσε το τουρκικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu.
Το συγκρότημα της φυλακής ενδέχεται να έχει πολλά υπόγεια επίπεδα, γεγονός που τροφοδοτεί τις υποψίες ότι μπορεί να υπάρχουν εκεί υπόγεια μπουντρούμια που δεν έχουν ακόμα ανακαλυφθεί.
Η Ένωση Κρατουμένων και Εξαφανισμένων της Φυλακής της Σεντνάγια (ADMSP) θεωρεί πάντως αβάσιμες τις φήμες αυτές.
Χιλιάδες κρατούμενοι, μερικοί από τους οποίους βρίσκονταν από τα χρόνια του 1980 σ’ αυτή τη φυλακή της βόρειας Δαμασκού που η Διεθνής Αμνηστία χαρακτήρισε «ανθρώπινο σφαγείο», απελευθερώθηκαν από τους Σύρους αντάρτες.
Οι εικόνες αποστεωμένων φυλακισμένων, μερικοί από τους οποίους μεταφέρονταν από συγκρατουμένους τους επειδή ήταν πολύ αδύναμοι για να βγουν από τα κελιά τους, έκαναν το γύρο του κόσμου.
Το συγκρότημα της φυλακής ερευνήθηκε από Σύρους διασώστες της οργάνωσης Λευκά Κράνη, που ανακοίνωσαν την περασμένη Τρίτη το τέλος των επιχειρήσεών τους χωρίς να βρουν κρατουμένους.
Η ADMSP εκτιμά ότι από το 2011 ως το 2018 περισσότεροι από 30.000 κρατούμενοι εκτελέσθηκαν μέσα στη φυλακή ή έχασαν εκεί τη ζωή τους από βασανιστήρια, λόγω έλλειψης φροντίδας ή τροφής.