Ο Δεκέμβριος πλησιάζει στα μισά του, οι μέρες για τις γιορτές των Χριστουγέννων ολοένα και λιγοστεύουν, και ο ένας μετά τον άλλον οι ποντιακοί σύλλογοι ανά την Ελλάδα (και όχι μόνο) ετοιμάζονται να αναβιώσουν τα έθιμα του Δωδεκαημέρου.
Και ποιο είναι το δημοφιλέστερο όλων; Μα φυσικά οι Μωμόγεροι, που με τη φασαριόζικη πομπή τους ξεσηκώνουν πόλεις και χωριά, μικρούς και μεγάλους!
Το δρώμενο αναβιώνει σε διάφορες παραλλαγές, στην ολοκληρωμένη του μορφή όμως, όπως διασώθηκε στη Λιβερά της Ματσούκας, ο θίασος αποτελείται από τον Κορυφαίο, τη χορευτική ομάδα, τη θεατρική ομάδα που αναλαμβάνει τους αυτοσχέδιους διαλόγους, και τους μουσικούς – συνήθως λυράρηδες και τουλουμτζήδες.
Σε μια παραλλαγή της Άνω Ματσούκας, ο αρχηγός των Μωμό’ερων μπαίνοντας στην αυλή του κάθε σπιτιού λέει, απευθυνόμενος στον νοικοκύρη:
Ποίος είμαι; Κανείς ’κ’ είμαι!
’Σ ση κοσμί την τσάρχαν κείμαι.
Όθεν έρχουμ’ εκεί πάω
κι ίντιαν έν γραφτόν εφτάω.
Τ’ όνομα μ’ αν θέλτ’ς να παίρτ’ς,
αδελφό μ’ έτον οπέρτ’ς!
Έρθα εγώ κι ακούω οφέτος
κι έχω ημέρας με το μέτρος.
Και το τραγούδι, στην εκδοχή που ακούμε από τη φωνή και τη λύρα του Ηλία Υφαντίδη (περιλαμβάνεται σε ένα εορταστικό CD που κυκλοφόρησε το 2010 από την Ένωση Ποντίων Δροσιάς Αττικής, μαζί με κάλαντα που τραγουδά η χορωδία του σωματείου), συνεχίζει ως εξής:
Οφέτος και τα Κάλαντα
θ’ ευτάμε Μωμοέρι͜α,
νασάν εκείνον που θα ζει
σ’ άλλα τα καλοκαίρι͜α
Τα Κάλαντα οι Μωμοέρ’,
τα Φώτα οι ποπάδες.
Ν’ αηλί τη μαυρομάναν ατ’
π’ έχ̌’ έμορφους νυφάδες.
Τα Μωμοέρ’ εξέβανε
τα Φώτα τ’ Αγιαννί’
ν’ αηλί τη μαυρομάναν ατ’
εμάς που ’κί θ’ ανοί͜ει.
Εδώ είμαι Μωμόερος,
πασ̌κείμ’ πάντα θα είμαι;
Θα πλύσκουμαι, θα νίφκουμαι,
σ’ εγκαλιόπο σ’ θα κείμαι.
Ανάθεμά σε, νε κουτσ̌ή,
πώς είσαι πελιαλίσσα!
Μετ’ εμέν τον μωμόερον
εξέβες σεβνταλίσσα.
[Παραγωγή βίντεο: pontosnews.gr]