Αρχαία αντικείμενα που χρονολογούνται από τους γεωμετρικούς (1100-750 π.Χ.) έως τους ελληνιστικούς χρόνους (μέχρι 31 π.Χ.) εντοπίστηκαν συσκευασμένα σε παλιά χαρτοκιβώτια, σε κατάστημα που διαχειρίζεται η Εθνική Πινακοθήκη, στο Μέγαρο του Κληροδοτήματος Αλεξάνδρου Σούτσου, επί της οδού Σταδίου 33 και Πεσμαζόγλου 3, στην Αθήνα.
Το σύνολο σχεδόν των αρχαίων αντικειμένων εντοπίστηκε σε δυσπρόσιτο υπόγειο χώρο, προσβάσιμο από καταπακτή στο δάπεδο του ισογείου. Ορισμένα εξ αυτών ήταν τυλιγμένα σε εφημερίδες της δεκαετίας του 1940, όταν έγινε και η πρώτη εκμίσθωση του ακινήτου, προκειμένου να λειτουργήσει ως κατάστημα πώλησης κοσμημάτων πάσης φύσεως, ωρολογίων, έργων τέχνης και παντός συναφούς είδους.
Οι αρχαιότητες και άλλα κινητά μνημεία, που εμπίπτουν στις διατάξεις της αρχαιολογικής νομοθεσίας, εντοπίστηκαν κατά τη διαδικασία εκτέλεσης αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για την απομάκρυνση των πρώην μισθωτών του καταστήματος.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού, κατά τον εντοπισμό των αρχαίων αντικειμένων τον Φεβρουάριο του 2024, ο αρμόδιος εκπρόσωπος της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλέξανδρου Σούτσου (ΕΠΜΑΣ) ενημέρωσε άμεσα το υπουργείο Πολιτισμού για τα ευρήματα.
Αρχαιολόγοι από τη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών (ΔΤΠΠΑ) και το Νομισματικό Μουσείο πραγματοποίησαν αυτοψία στον χώρο και κατέγραψαν 102 αρχαία αντικείμενα που χρονολογούνται στους γεωμετρικούς μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους (κύλικες, κάνθαροι, λεκανίδες, λήκυθοι, σκύφοι, ειδώλια κ.α.), 36 αντικείμενα θρησκευτικού χαρακτήρα μεταβυζαντινών χρόνων (εικόνες, ασημένιες επενδύσεις, αρχιερατική ράβδος και άλλα εκκλησιαστικά αντικείμενα), καθώς και 3.247 νομίσματα, μετάλλια, σφραγιδόλιθοι, σταθμία, μολυβδόβουλα που χρονολογούνται από τους αρχαίους έως τους νεώτερους χρόνους.
Τα αντικείμενα μεταφέρθηκαν προς φύλαξη σε αποθηκευτικούς χώρους της Εφορείας Πόλεως Αθηνών και στο Νομισματικό Μουσείο, μέχρι να ολοκληρωθεί η διερεύνηση της υπόθεσης από τις αρμόδιες εισαγγελικές Αρχές. Μετά τη συντήρησή τους θα αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης από ειδική επιστημονική επιτροπή, βάσει της γνωμοδότησης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, η οποία θα αποφανθεί για τη χρηματική αξία τους.