Την εξιστόρηση των περιπετειών και του διαρκούς ξεριζωμού του ποντιακού ελληνισμού του Καυκάσου έβαλε στο… χαρτί ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Νίκος Κωνσταντινίδης. Το ιστορικό μυθιστόρημα Δακρυσμένα χώματα παρουσιάστηκε το βράδυ του Σαββάτου στο Κιλκίς, στην Καπναποθήκη της Αυστροελληνικής.
Πρόκειται για την πορεία από την Αργυρούπολη του Πόντου στο Καρς και από εκεί στο Βατούμ, στην Ελλάδα, στους τόπους της εξορίας και της μετανάστευσης, στην Ανατολική Ευρώπη για τους πολιτικούς πρόσφυγες και στη Σουηδία για τους οικονομικούς μετανάστες.
Όπως ανέφερε –μεταξύ άλλων– ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Κιλκίς Γιάννης Χατζηαποστόλου, είναι «ένα έργο, γεμάτο εικόνες, ήχους και συναισθήματα. Με λυρικότητα και ακρίβεια ο συγγραφέας καταφέρνει να αποτυπώσει την οδύνη της απώλειας αλλά και τη δύναμη της ελπίδας. Χτίζει χαρακτήρες ζωντανούς, με αναπτυγμένο αξιακό κώδικα και μέσα από τις αληθινές, τις περισσότερες φορές, ιστορίες τους, ανακαλύπτουμε τη δύναμη της μνήμης και τη σημασία της ταυτότητάς μας».
Η φιλόλογος και συγγραφέας Αγγελική Παμπουκίδου σημείωσε ότι «οι χαρακτήρες του έργου ζυμώνονται και πλάθονται μέσα από τις δυστοκίες της ζωής ενός πρόσφυγα που συχνά διασώζεται ως εκ θαύματος από βέβαιο όλεθρο, για να ξαναβρεθεί σε ένα νέο κολαστήριο της ζωής και πάλι από την αρχή. Η Γενοκτονία, η Έξοδος, η προσφυγιά, ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος, η Κατοχή, ο εμφύλιος, η εξορία, το νέο προσφυγικό κύμα στις ανατολικές χώρες και η μετανάστευση, είναι οι δήμιοι-βασανιστές της ζωής των ηρώων».
Αναφερόμενος στα Δακρυσμένα χώματα ο συγγραφέας εξήγησε ότι ο τίτλος «αντανακλά στο δάκρυ που πότισε χώματα και μνήματα σε Πόντο και Καύκασο και κατόπιν εδώ στην Ελλάδα, στα χρόνια της αντίστασης και του Εμφυλίου. Το δάκρυ είναι κι απόσταγμα της πληγωμένης και της ματωμένης σκέψης. Ό,τι πιο καθαρό αναβλύζει μέσα από τις ρωγμές της ψυχής. Είμαστε η χώρα της οποίας και οι θεοί δακρύζουν».
Την εκδήλωση παρουσίασης διοργάνωσε ο Δήμος Κιλκίς σε συνεργασία με τον Ποντιακό Πολιτιστικό Σύλλογο Χωρυγίου και τις εκδόσεις Αφοί Κυριακίδη ΑΕ. Ποντιακό ήχο έδωσε η λύρα του Θοδωρή Κοτίδη.