Ο Γεώργιος Λαμπάκης υπήρξε ο πρώτος Έλληνας βυζαντινολόγος. Γεννήθηκε το 1854 στην Αθήνα και είχε καταγωγή από την Τήνο. Φοίτησε στη Ριζάρειο Σχολή και σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Συνέχισε τις σπουδές του με αντικείμενο την Χριστιανική Αρχαιολογία στα Πανεπιστήμια Μονάχου, Λειψίας, Βερολίνου και Ερλάγγης. Μάλιστα από το τελευταίο Πανεπιστήμιο ανακηρύχθηκε διδάκτορας με θέμα της διδακτορικής του διατριβής σχετικό με τις χριστιανικές αρχαιότητες της αττικής γης.
Το 1885 διορίστηκε έφορος χριστιανικών αρχαιοτήτων και ήταν πρωτεργάτης στην ίδρυση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1884). Με εντολή του υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης μετέβη στην Κωνσταντινούπολη αλλά και σε άλλες περιοχές με σκοπό την καταγραφή και διάσωση των βυζαντινών αρχαιοτήτων.
«Η Ελλάς, μήτηρ πάσης σοφίας και τέχνης, εστί το δια παντών των αιώνων μέγα Μουσείον του ενιαίου αθανάτου πνεύματος της ελληνικής φυλής. Παρθενών και Αγία Σοφία μια διάνοια εν δυσί τύποις» λόγια του ιδίου του βυζαντινολόγου που ως Έλληνες του οφείλουμε πολλά!
Οι περιηγήσεις του Γεωργίου Λαμπάκη ξεκινούν το 1891 και τελειώνουν το 1909. Σε αυτά τα 18 χρόνια ο ακάματος βυζαντινολόγος οργώνει στην κυριολεξία τον σημερινό ελλαδικό χώρο (μεγάλο μέρος του ήταν τότε υπό ξένη κατοχή), την Ιταλία, τους Αγίους Τόπους και τη Μικρά Ασία αφήνοντας παρακαταθήκη ένα μεγάλο έργο.
Το αρχείο της οικογένειας Λαμπάκη (ΑΟΛ), μια πολύ σημαντική πηγή για επιστημονική έρευνα, είναι ανοιχτό για κάθε ερευνητή, φοιτητή, επιστήμονα ή ιδιώτη.
Αν και αυτές οι περιηγήσεις δεν περιλάμβαναν τον Πόντο, ενδιαφέρον έχουν δύο σπάνιες φωτογραφίες από το ιερότερο μέρος της πεφιλημένης γης των παππούδων και των γιαγιάδων μας, την Παναγία Σουμελά! Δεν γνωρίζουμε πώς έφτασαν στα χέρια του, ίσως κάποιος που ήξερε το ενδιαφέρον του να του τις παρέδωσε ή του τις έστειλε ταχυδρομικώς.
Το γεγονός όμως είναι πως μας δίνουν μια γεύση από το μεγαλείο της κραταιής Σταυροπηγιακής και Πατριαρχικής Μονής, το ενδιαίτημα των Μεγαλοκομνηνών και καμάρι των Ποντίων.
Στην πρώτη φωτογραφία διαστάσεων 13,7×19,1 εκ. απεικονίζεται η μοναχική συνοδεία της Μονής έξω από το ιερό του ναού της Παναγίας Σουμελά στον Πόντο, δίπλα στο μέρος που τα τελευταία χρόνια ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος τελεί τη Θεία Λειτουργία ανήμερα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Στη μέση της φωτογραφίας διακρίνουμε έναν δεσπότη (με την ποιμαντική ράβδο και τον μανδύα) που εικάζουμε πως είναι ο μητροπολίτης Χαλδίας Γερβάσιος Σουμελίδης από την Βαρενού της Χαλδίας, που κατά την τελευταία συνοδική του θητεία τού αποδόθηκε ο τίτλος του «υπερτίμου και εξάρχου Ελενοπόντου» (έτη ποιμαντορίας: 1864-1905).
Εάν οι υποθέσεις μας ευσταθούν, λαμβάνοντας υπόψη την γκρίζα γενειάδα του δεσπότη που δεν είχε ασπρίσει εντελώς, η φωτογραφία πρέπει να χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. Στα δεξιά της φωτογραφίας μετά τον διάκο διακρίνονται νεαροί που κρατούν στα χέρια τους τα εξαπτέρυγα και το σταυρό λιτανείας της ιστορικής μονής-σύμβολο.
Από τον ήλιο που καταυγάζει τα πρόσωπα των ιερέων εικάζουμε πως η φωτογραφία είναι τραβηγμένη κατά το θέρος. Είναι πρωί γιατί ο ήλιος είναι ακόμα χαμηλά, από τις σκιές που σχηματίζονται στον τοίχο του ιερού (το οποίο στην ορθόδοξη βυζαντινή ναοδομία έχει κατεύθυνση πάντα στην ανατολή). Από την επισημότητα του τελετουργικού μπορούμε να πούμε –με επιφύλαξη πάντα– πως πρόκειται για την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Είναι συγκλονιστικό που μια φωτογραφία μας μεταφέρει τόσα χρόνια πίσω και γινόμαστε και εμείς ένα με το χριστεπώνυμο πλήθος που έχουν απέναντί τους οι ιερείς, ενώ οι καμπάνες από το καμπαναριό της Παναγίας Σουμελά –το οποίο φαίνεται στο δεξιό τμήμα της φωτογραφίας– χτυπούν χαρμόσυνα και μεταδίδουν τη χαρά της Ρωμιοσύνης τιμώντας την Κυρά μας Ποντία Παναγιά!
Η δεύτερη φωτογραφία διαστάσεων 13×8 εκ. είναι τραβηγμένη στο προαύλιο της μονής, αριστερά από τη σκεπαστή σκάλα που ξεκινούσε από την είσοδό της. Σε πρώτο πλάνο διακρίνεται η μοναστική αδελφότητα να περιβάλλει πιθανόν έναν επίσκοπο, εάν λάβουμε υπόψη την ενδυμασία και το νεαρό της ηλικίας του. Στη μεσαία ζώνη διακρίνουμε οπλισμένους ζίπκαλήδες και μουσικούς.
Το γεγονός πως υπάρχουν οπλισμένοι άντρες μέσα στο μοναστήρι την εποχή που απαγορεύονταν στους χριστιανούς να οπλοφορούν δεν θα πρέπει να μας προβληματίζει. Υπήρχε μια ολόκληρη κοινότητα κρυπτοχριστιανών, με πολυπληθέστερη ομάδα αυτή των Κρωμναίων που προστάτευαν από τους ληστές το μοναστήρι.
«Κρωμέτες σκύλ’ υιός είμαι, κανέναν ‘κί φοούμαι, σή Σουμελά την Παναγιάν, θα πάγω στεφανούμαι» λέει το δίστιχο. Επίσης να μην ξεχνάμε και την ομάδα των Σανταίων που δεν παράδωσαν ποτέ τα όπλα μέχρι να ανέβουν στα πλοία για να έρθουν στην Ελλάδα.
Στην ίδια σειρά με τους ενόπλους, στα αριστερά της φωτογραφίας πίσω από τη χαρακτηριστική πέτρινη κολόνα, διακρίνουμε τον λυριτζή και δίπλα του τον ταουλτζή. Η παρουσία των μουσικών είναι σαφής ένδειξη ότι μετά τη Λειτουργία θα ακολουθούσε γλέντι με μουσική και χορό, δηλαδή το μοναστήρι γιόρταζε.
Στο κέντρο της μεσαίας ζώνης διακρίνουμε έναν άντρα καθήμενο που φέρει μεγάλο σταυρό αναρτημένο στο στήθος και κρατάει με το δεξί του χέρι ένα μικρών διαστάσεων ιερό αντικείμενο, μια εικόνα ή ένα ευαγγέλιο. Με ύφος προσευχητικό κοιτάζει κατευθείαν στο φακό του φωτογράφου. Η εικόνα του «παράξενου» αυτού άντρα ανάμεσα στους ενόπλους αντικαθρεφτίζει το πνεύμα των Ποντίων που με όπλο την πίστη τους και τα λιγοστά τους πολεμοφόδια σήκωσαν στους ώμους τους το βάρος της Ρωμιοσύνης.
Στην τρίτη και ανώτερη ζώνη ο λαός, οι προσκυνητές της Παναγίας Σουμελά. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά ντυμένοι είτε με παραδοσιακές φορεσιές της υπαίθρου, είτε με ρούχα ευρωπαϊκού συρμού, στέκονται πλάι-πλάι με καμάρι δείγμα της εκδημοκρατισμένης κοινωνίας των Ποντίων, και ακούνε τις οδηγίες του φωτογράφου για να αποτυπωθεί αυτή η στιγμή στην αιωνιότητα.
Ταις πρεσβείαις της Παναγίας Σουμελά, Σώτερ ανάπαυσον αυτούς.
Αλεξία Ιωαννίδου