Καλοκαίρι του 1962 και οι Μίκης Θεοδωράκης και Μάνος Χατζιδάκις κονταροχτυπιούνται θεατρικά επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Ο πρώτος με τη λυρική Όμορφη πόλη, ο δεύτερος με την πολυεπίπεδη –και με πολύ δυνατό δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης– Οδό ονείρων. Η θεατρική Αθήνα της εποχής βιώνει ένα πανέμορφο καλοκαίρι· νικητής στον… πόντο αναδεικνύεται ο Χατζιδάκις.
Αρχές της δεκαετίας του 1980. Η εποχή, η χώρα και ο πλανήτης έχουν αλλάξει ριζικά. Ο Μάνος Χατζιδάκις, έχοντας μόλις παραιτηθεί από τη θέση του ως διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος της ΕΡΤ, εκφράζει την επιθυμία να δοκιμαστεί εκ νέου στον θεατρικό λόγο.
Ο «Μουσικός Αύγουστος» (Κρήτη) και οι «Αγώνες Τραγουδιού» (Κέρκυρα, Καλαμάτα) που έχει ιδρύσει έχουν αξιόλογη απήχηση, όμως ο πάντα ανήσυχος συνθέτης έχει ήδη οραματιστεί το επόμενο καλλιτεχνικό του εγχείρημα: μεγαλεπήβολο, λαμπερό, απαιτητικό.
Ένα εγχείρημα που μολονότι φιλοδοξούσε να αποτελέσει ένα ακόμη «ορόσημο» στη σύγχρονη θεατρική Αθήνα, βαδίζοντας στα χνάρια της Οδού ονείρων, αποδείχθηκε πως είχε εξαρχής στηθεί πάνω σε σαθρό έδαφος.
Έναν μύθο θα σας πω
Τίτλος του: Πορνογραφία. Ιδιαιτέρως τολμηρός για τα μέτρα της εποχής και με βασική φιλοσοφία την ονειροπόληση στο χθες και στο σήμερα μέσα από τη μουσική, τον έρωτα, τον κινηματογράφο.
Σαφώς κύριο μέλημα του δημιουργού ήταν και η πολιτική-κοινωνική σάτιρα, με καυστικές αναφορές και ιδιότυπη απόδοση.
Για έναν χρόνο χτίζεται ο μύθος της Πορνογραφίας. Γράφανε, γράφανε, γράφανε. Μέχρι και ότι ανάμεσα στους πρωταγωνιστές θα ήταν η Μελίνα Μερκούρη και ο Γιάννης Φλωρινιώτης! Και δεν ήταν η μόνη υπερβολή που είχε γραφεί. Μέχρι και ότι θα έκανε πρεμιέρα στον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο Κρήτης.
Από την άλλη, θέλοντας να προλάβει εγκαίρως την έναρξη της θεατρικής σεζόν, ο Μάνος Χατζιδάκις ξεκινά άμεσα την αναζήτηση για την κατάλληλη «στέγη» που θα φιλοξενούσε το νέο θεατρικό του όραμα, αλλά και για τον σκηνοθέτη που θα αναλάμβανε να ηγηθεί του συνολικού πρότζεκτ.
Λίγο μετά τη συμφωνία του με γνωστό θέατρο της εποχής, η επιχείρηση χρεοκοπεί και κλείνει εσπευσμένα, ενώ και ο Αλέξης Σολωμός που είχε αρχικά επιλεγεί να σκηνοθετήσει αποχωρεί αμέσως μετά τις πρώτες πρόβες. Το ίδιο και ο Κώστας Καρράς που συμπεριλαμβανόταν στον αρχικό θίασο. Παράλληλα είχε γραφτεί και το όνομα της Μαρίας Αλιφέρη, που όμως δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα.
Οι κακοί οιωνοί είχαν ήδη κάνει αισθητή την παρουσία τους πάνω από το έργο. Συν ότι η πρεμιέρα έπεσε μέσα στις κρίσιμες για τη χρονιά δημοτικές εκλογές.
Τέλος, όσον αφορά τη «χρόνια προετοιμασία» της παράστασης, αποδείχθηκε ότι το έργο στη μορφή που ανέβηκε γράφτηκε μέσα σε ένα καλοκαίρι. Μάλιστα, πολλές από τις αρνητικές κριτικές της εποχής βασίστηκαν στο συγκεκριμένο γεγονός και απέδωσαν μέρος της εμπορικής του αποτυχίας στις μέτριες συνθέσεις και στους προχειρογραμμένους –και σκόπιμα προκλητικούς– διαλόγους.
Οι άγιοι των Πατησίων
Έδρα της παράστασης έγινε το «Σούπερ Σταρ», στη συμβολή των οδών Αγίου Μελετίου και Πατησίων. Έτερο φάουλ, καθώς το εν λόγω θέατρο δεν προσφερόταν για μια τέτοια παράσταση. (Θα μου πεις, μια πετυχημένη παράσταση μπορεί να λειτουργήσει παντού.)
Ο Μάνος Χατζιδάκις αποφασίζει να αναλάβει, εκτός από τη μουσική επιμέλεια, και τη σκηνοθεσία του έργου, ενώ εμπιστεύεται τα κείμενα στους νεαρούς τότε Άρη Δαβαράκη, Μιχάλη Παπαγγελή, Δημήτρη Ρίζο, Γιάννη Βικέλα και Αντώνη Κυριακούλη, οι οποίοι συνυπέγραψαν μαζί του.
Η σύμπραξη του «νέου αίματος» με τους έμπειρους και καταξιωμένους καλλιτέχνες ήταν από την αρχή επιθυμία του Χατζιδάκι στη συγκεκριμένη παράσταση.
Για το λόγο αυτό, πρωταγωνίστρια όρισε μια ιδιαίτερη φιγούρα, τη Σαπφώ Νοταρά, και την πλαισίωσε με νεαρούς, ικανότατους ηθοποιούς, πολλοί από τους οποίους διέγραψαν μετέπειτα σπουδαία πορεία στο θέατρο. Μερικοί από αυτούς ήταν ο Χρήστος Ευθυμίου, η Μαρία Κανελλοπούλου, ο Σπύρος Μπιμπίλας, ο Χάρης Ρώμας, η Ελένη Τζώρτζη, αλλά και ο Κωνσταντίνος Τζούμας.
Η Πορνογραφία έκανε πρεμιέρα καθυστερημένα, στις 17 Οκτωβρίου του 1982, έπειτα από αναβολές και μεγάλη διαφημιστική προώθηση. Το πρόγραμμα χωριζόταν σε δύο πράξεις και περιλάμβανε άφθονη μουσική, πρόζα και χορευτικά σύνολα.
Τα τραγούδια της παράστασης ερμήνευσαν η Μαίρη Δαλάκου, ο Ηλίας Λιούγκος, η Γιάννα Κατσαγιώργη και η Μαριάννα Ευστρατίου. Πολλοί χαρακτήρισαν την Πορνογραφία θεατρική επιθεώρηση, αν και δεν ήταν αυτό το είδος της.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, αλλά και τον Τύπο της εποχής, τα «παρατράγουδα» ξεκίνησαν ήδη από την πρεμιέρα, η οποία παρά τα μεγαλόπνοα σχέδια δεν κατάφερε να γίνει sold out. Παράλληλα, στο νούμερο με τίτλο «Προυστ και 17%», όπου η Σαπφώ Νοταρά φλέρταρε το νεαρό ΚΝίτη Γιώργο Πολυχρονίδη, προέκυψαν αποδοκιμασίες από το κοινό, μέρος του οποίου φώναζε «Αίσχος!» και αποχώρησε από το θέατρο στα μισά της παράστασης. Ήταν το νούμερο που προσέφερε το περισσότερο γέλιο.
Άνθρωποι που είχαν δει τις πρώτες παραστάσεις ανέφεραν ότι υπήρχε και ένα αρκούντως προκλητικό νούμερο, το «Σφάξε με πασά μου να αγιάσω», που καυτηρίαζε την τάση των Νεοελλήνων για ηρωισμό έστω και με το στανιό. Όπως είχε γραφτεί στα… ψιλά των εφημερίδων, ένα βράδυ μια ομάδα ακροδεξιών δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα.
Ούτως ή άλλως το εν λόγω νούμερο κόπηκε, όπως και κάποια άλλα, προκειμένου το έργο να γίνει πιο «σφιχτό», ενώ ο θίασος έφτασε σύντομα στο σημείο να παίζει ενώπιον 40 και 50 ανθρώπων.
«Κάνει κρύο»
Το αποκορύφωμα των ατυχιών ήρθε στα μέσα του Νοεμβρίου, όταν ο επιχειρηματίας του θεάτρου, αντιλαμβανόμενος πως δεν πρόκειται να έχει κανένα οικονομικό όφελος, έδωσε εντολή να μην χρησιμοποιείται θέρμανση εντός της πλατείας, με αποτέλεσμα οι ελάχιστοι θεατές να παρακολουθούν την παράσταση φορώντας παλτό, ενώ ακόμη και οι ίδιοι οι ηθοποιοί σε ορισμένες σκηνές όπου εμφανίζονταν ημίγυμνοι έπαιζαν τρέμοντας από το κρύο.
Η ύπαρξη ορχήστρας για ζωντανή μουσική θεωρήθηκε πια πολυτέλεια και έδωσε τη θέση της στο play back. Ακόμα και οι ηλεκτρολόγοι αποχωρούσαν στα μισά της παράστασης κατ’ εντολή του επιχειρηματία, αφήνοντας τους ηθοποιούς έκθετους, να συνεχίσουν το έργο μόνο με τα φώτα της πλατείας!
Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε κάνει τότε λόγο σε συνέντευξή του για «γκανγκστερισμό»: «Ήταν μια κατάσταση τρομακτική, άγγιζε τα όρια του γκραν γκινιόλ. Τέτοιος γκανγκστερισμός δεν ξέρω αν υπάρχει στο Λας Βέγκας».
Όταν μετά το άδοξο τέλος της παράστασης του ζητήθηκε να κάνει τον δικό του απολογισμό και να αναζητήσει τα αίτια της αποτυχίας, ανέφερε: «Η Πορνογραφία απέτυχε γιατί δεν έλαβε υπόψη της πως δεν υπάρχει σήμερα στην Αθήνα γνήσιος αστικός πληθυσμός για να υπερασπιστεί την αξιοπρέπεια, το ήθος και το επίπεδο μέσα στο οποίο κινήθηκε αυτό το θεατρικό εγχείρημα. Κι ακόμα απέτυχε, διότι θέλησε να παίξει με ευγένεια, τη στιγμή που τα μόνα παιχνίδια που ισχύουν στην πόλη αυτή, στα σπίτια και στις προσωπικές μας σχέσεις είναι το φτύσιμο, η ύβρις και η βία».
Παρά τις αρχικές φιλοδοξίες, τα όνειρα και το κλίμα ενθουσιώδους συνεργασίας μέσα στο οποίο γεννήθηκε, η παράσταση έριξε πρόωρα αυλαία στις 8 Δεκεμβρίου 1982.
Όπως αποδείχθηκε, το καλλιτεχνικό, κοινωνικό αλλά και πολιτικό περιβάλλον της εποχής δεν έμοιαζε σε τίποτα με εκείνο της Οδού ονείρων, ούτε διέθετε το κατάλληλο πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί ένα έργο παρόμοιου διαμετρήματος.
Η «πράσινη» εποχή που είχε ανατείλει για τη χώρα δεν ήταν πια η αθώα, μα καλλιτεχνικά ανήσυχη και διψασμένη εποχή των ’60s. Ίσως αυτή να ήταν και η καταλυτική λεπτομέρεια, το σημείο-κλειδί που δεν είχε εκ των προτέρων υπολογίσει ο Μάνος Χατζιδάκις.
Ας μείνουν τα τραγούδια
Παρ’ όλη την εμπορική της αστοχία, η Πορνογραφία μάς άφησε αξιόλογα μουσικά κομμάτια ως παρακαταθήκη, μεταξύ των οποίων: η «Μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων» και το «Έλα σε μένα» σε πρώτη εκτέλεση από τον Βασίλη Λέκκα, και η «Παναγία των Πατησίων» από τη Γιάννα Κατσαγιώργη.
Ερμηνεία-σταθμός και αυτή της Σαπφώς Νοταρά, η οποία στο κομμάτι «Στην οδό του Μπλαμαντό» απαγγέλλει στίχους από το ομώνυμο ποίημα του Ζαν-Πολ Σαρτρ σε απόδοση του Αλέξη Σολωμού.
Το άλμπουμ είναι όχι μόνο κλασικό, αλλά για πολλούς το καλύτερο του συνθέτη στα ’80s.
Και φυσικά γνώρισε διαχρονική επιτυχία. Η τελευταία έκανε πολλούς στη διάρκεια των χρόνων να μιλήσουν για ένα νέο ανέβασμα της παράστασης υπό άλλες συνθήκες. Μόνο που εδώ ο Χατζιδάκις μέχρι το τέλος της ζωής του δεν ήθελε ούτε να το ακούσει – σαν ένα λάθος που το απέφευγε ή σαν κάτι αδικημένο που τον πλήγωνε.
Σπύρος Δευτεραίος