Ως «αγνώστου ετύμου» παραθέτει ο Άνθιμος Παπαδόπουλος το σουρμενίτικο ουσιαστικό εδέρος στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, οι συνεχιστές του όμως (Δ.Ε. Τομπαΐδης & Χ.Π. Συμεωνίδης), στο Συμπλήρωμα στο ΙΛΠΔ, εντοπίζουν τη ρίζα του στο αρχαιοελληνικό δέρρις.
Δέρρις (και ιδιαίτερα στον πληθυντικό, «δέρρεις») ήταν τα δερμάτινα παραπετάσματα που κρεμούσαν στα πολεμικά πλοία για να τα προστατεύουν από τα εχθρικά βέλη.
Με την έννοια της προστασίας χρησιμοποιούνταν και η λέξη εδέρος στην ποντιακή διάλεκτο, με μια παραλλαγή ωστόσο, καθώς έτσι αποκαλούνταν το μέρος όπου καταφεύγει κάποιος για να προστατευτεί από τη βροχή.
Υπάρχει επίσης και η εκδοχή το νεδέρο, ενώ το ρήμα είναι εδεράγομαι.