Η Θεσσαλονίκη την περίοδο της Κατοχής «χόρτασε» από βομβαρδισμούς και ο πόνος περίσσεψε στις οικογένειες που θρήνησαν δικούς τους ανθρώπους. Η πόλη αποτέλεσε στόχο όχι μόνο για τους Γερμανούς αλλά και τους συμμάχους που προσπαθούσαν να πλήξουν τις γραμμές των εχθρών. Συχνά όμως οι Σύμμαχοί μας έκαναν «λάθη» και αντί να αποδεκατίζουν τις γερμανικές και τις ιταλικές δυνάμεις έστελναν στον τάφο αμάχους, πολλοί από τους οποίους ήταν πρόσφυγες Πόντιοι, Μικρασιάτες και Αρμένιοι. Περιστατικά αιματοβαμμένων λαθών στην κατοχική Θεσσαλονίκη έχουν καταγραφεί από ιστορικούς και ντόπιους λογοτέχνες, που βίωσαν από πρώτο χέρι τέτοια γεγονότα ή τα άκουσαν από συγγενείς τους οι οποίοι ήταν αυτόπτες μάρτυρες ή και θρήνησαν αγαπημένα τους πρόσωπο.
Η νύχτα της Κυριακής 5 Δεκεμβρίου 1943 κέρδισε μια θέση στην ελληνική ιστορία για αυτόν ακριβώς το λόγο: Βάφτηκε με αίμα αθώων πολιτών στα προσφυγικά της Θεσσαλονίκης που βομβαρδίστηκαν ανηλεώς με εγγλέζικες βόμβες.
Η μεγαλύτερη τραγωδία καταγράφηκε στις Συκιές όπου αρκετοί πέθαναν στα κρεβάτια τους, άλλοι ενώ προσπαθούσαν να βγουν από τις παράγκες και να τρέξουν και ορισμένοι ενώ γλεντούσαν σ’ έναν ποντιακό γάμο σε ταβέρνα της περιοχής. Για τον βομβαρδισμό αυτό είχε γράψει με γλαφυρό τρόπο στο βιβλίο του Ψυχή μπλέ και κόκκινη (Βιβλιοπωλείον της Εστίας) ο 91χρονος, σήμερα, λογοτέχνης, ποιητής, πεζογράφος και πρώην στρατιωτικός γιατρός Περικλής Σφυρίδης.
Αρχικά οι κάτοικοι δεν ανησύχησαν καθώς για αυτούς ήταν καθημερινότητα οι βομβαρδισμοί. Μάλιστα χάρηκαν γιατί οι Εγγλέζοι θα χτυπούσαν τους Γερμανούς. «Θα τους αλλάξουνε τα φώτα», είπε ο πατέρας του, προσθέτοντας πως «θα ρημάξουν τα τρένα και το λιμάνι». Μάλιστα η φωνή του είχε μια δόση χαράς ή θριάμβου. Ωστόσο η χαρά δεν κράτησε πολύ. Οι βόμβες άρχισαν να πέφτουν δίπλα τους και έτσι ο πατέρας πήρε τη σύζυγο και τον γιο και έτρεξαν σ’ ένα παλιό καταφύγιο.
«Αυτό το πανδαιμόνιο θα κράτησε κάνα εικοσάλεπτο, όταν ένα αεροπλάνο, σφυρίζοντας πάνω από τα κεφάλια μας, έριξε μια υπέρλαμπρη φωτοβολίδα που έκανε τη νύχτα μέρα, κι αμέσως, ως δια μαγείας, σταμάτησε ο βομβαρδισμός κι απομακρύνθηκαν τα συμμαχικά αεροπλάνα αφήνοντας πίσω τους κόλαση. Εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι η φωτοβολίδα βοήθησε τους πιλότους να αντιληφθούν το λάθος τους και να συνεχίσουν τον βομβαρδισμό στο λιμάνι, που βρίσκεται κοντά στο κέντρο της πόλης.
»Το πρωί ξυπνήσαμε νωρίς από τα κλάματα, το θρήνο μιας ολόκληρης γειτονιάς. “Ευτυχώς που οι Πόντιοι έλειπαν“, είπε ο πατέρας και αναφερόταν στους γείτονές μας, όπου το καταφύγιο στην αυλή και η βόμβα που έσκασε σύρριζα στο σπίτι τους και μας γέμισε λάσπη και σουβάδες. “Είχαν γάμο κι ύστερα τραπέζι σε ταβέρνα στις Συκιές“, τον πληροφόρησε η μάνα, αλλά σε λίγο ακούστηκαν σπαραχτικές φωνές από τα απέναντι σπίτια των Ποντίων, γιατί μια οβίδα έσκασε πάνω στη συγκεκριμένη ταβέρνα όπου γλεντούσαν κι έπεσε η πλάκα, η οροφή, και σκότωσε πολλούς, τους περισσότερους από τους θαμώνες, μαζί με τη νύφη και το γαμπρό.
»Ανάμεσα στα θύματα ήταν κι η Σεβαστή με την αδελφή της Ανθούλα, δυο ψηλές και γεμάτες κοπέλες, που όταν ήμουν μικρός, αλλά και αργότερα, με έπαιρναν συχνά αγκαλιά στα αφράτα τους μπράτσα. Είχε σωθεί μόνο ο αδελφός τους ο Αντρέας, που μαζί με άλλους προσπαθούσαν όλη νύχτα, με κασμάδες και φτυάρια, να ξεθάψουν τους πλακωμένους. Όταν έφεραν τα κορίτσια στο σπίτι πάνω σ’ ένα κάρο, ο Αντρέας δεν ξεκολλούσε από πάνω τους, έκλαιγε, χτυπιόταν και καταριόταν τους Εγγλέζους, αυτός που μισούσε τους Γερμανούς και ξέραμε ότι ήταν οργανωμένος και τους πολεμούσε. Οι γονείς τους γέρασαν ξαφνικά μεμιάς, δυο χούφταλα που μαράθηκαν πάνω σε δυο σκαμνιά, δίπλα στα φέρετρα που εν τω μεταξύ κάποιοι είχαν φέρει, και έκρυβαν το πρόσωπό τους με τα χέρια κι άλλοτε τραβούσαν τα μαλλιά τους.
»Οι δικοί μου όλοι είχαν αμέσως τρέξει στο σπίτι της Σεβαστής και της Ανθούλας για να συμπαρασταθούν στους επιζήσαντες. Έτσι βρήκα εγώ την ευκαιρία να βγω έξω για να δω τι είχε γίνει, τη συμφορά με τα δικά μου μάτια. Θυμάμαι ότι ήταν ένα πρωινό με ήλιο, έναν ήλιο που δάγκωνε, αφού το κρύο ήταν τσουχτερό και υπήρχαν λίγα χιόνια στις παρυφές του δρόμου. Τράβηξα προς τις Συκιές για να βρω την ταβέρνα που έγινε ομαδικός τάφος.
»Στην άκρη του δρόμου υπήρχαν κάποια πτώματα, οι νεκροί που δεν τους είχαν ακόμη αναγνωρίσει ή μαζέψει οι δικοί τους. Μα πιο πολλά, ανατριχιάζω ακόμα και τώρα που το γράφω, ήταν τα σκόρπια μέλη, χέρια και πόδια, αφού οι συγγενείς τους σήκωσαν τα πτώματα, αλλά ήταν νύχτα ή χρόνος χαμένος για να ψάξουν για τα μέλη που έλειπαν. Τη μνήμη μου καίει ακόμα ένα ποδαράκι που φορούσε ένα καινούργιο παιδικό παπούτσι. Παρότι ήμουν συνηθισμένος από νεκρούς, όπως άλλωστε κι όλα τα παιδιά της Κατοχής, που είχαμε δει αρκετούς σκοτωμένους ή πεθαμένους από πείνα, αυτή η μαζική δολοφονία – τι τραγικό, από λάθος!», γράφει στο βιβλίο του ο Περικλής Σφυρίδης.
Ο ίδιος μιλώντας πριν από λίγα χρόνια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ είχε πει ότι «Οι νεκροί θάφτηκαν άρον-άρον…Λίγες μέρες μετά τελέστηκε μνημόσυνο τους στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Παρέστη μάλιστα και ο Γερμανός διοικητής της πόλης που συλλυπείται –σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής –τους οικείους των νεκρών και μιλά για…”αχρείους δολοφόνους…” Τόσο θράσος…”».
• Πηγή: Περικλής Σφυρίδης, Ψυχή μπλέ και κόκκινη, σελ. 93-94 Βιβλιοπωλείον της Εστίας.