Ο Νικόλαος, γόνος πλούσιας οικογένειας χριστιανών, γεννήθηκε περί το 270 στα Πάταρα της Λυκίας. Πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του αντλούμε κατά κύριο λόγο από τις μεταγενέστερες αγιολογικές πηγές. Σε νεαρή ηλικία διδάχθηκε τα ιερά γράμματα και λίγο αργότερα έγινε δεκτός στους κόλπους της Εκκλησίας ως κληρικός. Χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια ιερέας.
Κατά την περίοδο της βασιλείας των Διοκλητιανού (284-305) και Μαξιμιανού (286-305, 307-308) ανήλθε στη μητροπολιτική έδρα των Μύρων.
Την ίδια περίοδο, στο πλαίσιο των διωγμών που διεξήγαγαν οι δύο αυτοκράτορες εναντίον των χριστιανών, ο Νικόλαος συνελήφθη και οδηγήθηκε στη φυλακή. Όταν ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Κωνσταντίνος Α’ (304/324-337), αποφυλακίστηκε και επανήλθε στο εκκλησιαστικό του αξίωμα. Πέθανε περί το 330 στα Μύρα. Κατά μία άποψη, την οποία πλέον αμφισβητούν οι περισσότεροι ερευνητές, ο Νικόλαος απεβίωσε το έτος 343, την 6η Δεκεμβρίου, ημερομηνία που εορτάζεται η μνήμη του από την Εκκλησία.
Ο βίος και η πολιτεία του αγίου Νικολάου
Ο άγιος Νικόλαος Μύρων είναι από τους λαοφιλέστερους και γνωστότερους αγίους σε όλο τον χριστιανικό κόσμο. Πλήθος κειμένων, εγκωμίων, συναξαριών καταγράφουν τη ζωή του και υμνούν την ιεροσύνη και την ευσέβεια της μορφής του.
Ωστόσο, παρά τον μεγάλο αριθμό των κειμένων, η μορφή του παραμένει αινιγματική.
Ο Βίος του1 αντλεί πολλά στοιχεία από το Βίο ενός άλλου αγίου Νικολάου, του αρχιμανδρίτη της μονής Σιώνος, που έζησε τον 6ο αιώνα, και πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου 564 κοντά στα Μύρα. Θαύματα, γεγονότα και συμβάντα της ζωής του δεύτερου εμπλούτισαν τη σχετικά «φτωχή» ζωή του αγίου Νικολάου Μύρων, στα κείμενα του Βίου του που συντάχθηκαν μετά τον 9ο αιώνα.
Η ιστόρηση της γέννησής του, του θανάτου του, καθώς και η περιγραφή ενός αριθμού θαυμάτων –όπως η κοπή του δαιμονισμένου δένδρου στην κωμόπολη των Πλακωμιτών και η σωτηρία ναυτικών από τη φουρτουνιασμένη θάλασσα–, αποτελούν δάνεια από το Βίο του αγίου Νικολάου Σιωνίτη.2
Λίγο πριν από τον 10ο αιώνα τα πρόσωπα των δύο αγίων, που έζησαν σε διαφορετικές εποχές, ενώθηκαν από τη φιλολογική γραμματεία της εποχής και άρχισαν να παρουσιάζονται ως ένα. Στην καθιέρωση της αγιολογικής παράδοσης συνέβαλαν ο άγιος Ανδρέας Κρήτης (8ος αι.), ο άγιος Μεθόδιος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (9ος αι.), και ο Συμεών ο Μεταφραστής (10ος αι.).
Η λατρεία
Η απόδοση τιμής στον άγιο Νικόλαο Μύρων στα παράλια της Λυκίας, όπου αργότερα οργανώθηκε το ναυτικό θέμα των Κιβυρραιωτών, αποτέλεσε έναν από τους παράγοντες διαμόρφωσης στη συνείδηση των πιστών της ιδιότητας του αγίου Νικολάου ως θαλασσινού αγίου, προστάτη των ναυτικών, καθώς οι ναυτικοί της περιοχής ήταν εκείνοι που υιοθέτησαν πρώτοι το πρόσωπο του αγίου ως προστάτη τους.
Τον 8ο αιώνα η λατρεία του αγίου εξαπλώθηκε στη Δύση, ενώ μόλις τον 9ο αιώνα καθιερώθηκε στην περιφέρεια της Κωνσταντινούπολης.
Την ίδια περίοδο παρατηρείται η συγγραφή μεγάλου αριθμού ύμνων και εγκωμίων, καθώς και η ανέγερση ναών προς τιμήν του. Από τον 11ο αιώνα και στο εξής ο άγιος Νικόλαος τιμόταν σε όλη τη βυζαντινή επικράτεια αλλά και πέραν αυτής, στη Δύση και στη Ρωσία. Το 1087 το λείψανό του, που βρισκόταν στη μητρόπολη της πόλης των Μύρων, μεταφέρθηκε από Νορμανδούς εμπόρους στο Μπάρι της Ιταλίας, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Η μετακομιδή του λειψάνου του αγίου Νικολάου Μύρων εορτάζεται από την εκκλησία την 20ή Μαΐου.
Η απεικόνιση του αγίου στην τέχνη
Η μορφή του αγίου Νικολάου Μύρων, λόγω της ιδιαίτερης θέσης που κατείχε στη συνείδηση του χριστιανικού κόσμου ως θαυματουργού αγίου και ιεράρχη, απεικονίστηκε σε όλες τις μορφές έκφρασης της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης. Η πρώτη σωζόμενη απεικόνισή του βρίσκεται σε δίπτυχη εικόνα που προέρχεται από τη μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά και χρονολογείται τον 7ο-8ο αιώνα, ενώ η παλιότερη γνωστή απεικόνιση στη μνημειακή ζωγραφική βρίσκεται στο ναό της Santa Maria Antiqua της Ρώμης και χρονολογείται στο διάστημα 757-767.
Μετά τον 11ο αιώνα οι παραστάσεις του αγίου Νικολάου, τόσο στα έργα μικροτεχνίας και στις φορητές εικόνες όσο και στη μνημειακή ζωγραφική, πολλαπλασιάζονται σε ολόκληρο τον βυζαντινό κόσμο.
Την ίδια περίοδο στην εικονογραφία του αγίου, που παρουσιάζεται πάντα με τη μορφή επίσκοπου-ιεράρχη, προστίθενται οι μορφές του Χριστού και της Παναγίας, που του προσφέρουν το Ευαγγέλιο και το ωμοφόριο αντίστοιχα, ενώ παράλληλα έχουμε την πρώτη σωζόμενη απεικόνιση σκηνών του βίου του και των θαυμάτων του σε ένα τρίπτυχο της μονής Σινά.
Από τον 12ο αιώνα ο άγιος Νικόλαος απεικονίζεται και στην αψίδα του ιερού των ναών ως συλλειτουργών ιεράρχης, θέση την οποία καταλαμβάνει και σε ναούς της Μικράς Ασίας.