Την 60ή επέτειο του ενοριακού ναού της γιόρτασε η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Albury και Περιχώρων (Greek Orthodox Community of Albury and District – GOCAD) στη Νέα Νότια Ουαλία.
Η κοινότητα, που μετρά 80 χρόνια παρουσίας στην Αυστραλία, εγκαινίασε το ναό των Ταξιαρχών και Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ στις 7 Νοεμβρίου 1964, και πλέον αποτελεί ζωντανή απόδειξη της ανθεκτικότητας και του πνεύματος των Ελλήνων μεταναστών της Νέας Νότιας Ουαλίας σε βάθος έξι δεκαετιών.
Με αφορμή τη διπλή επέτειο, η κοινότητα οργάνωσε χορό στην Εμπορική Λέσχη (Commercial Club) του Albury, ο οποίος προσέλκυσε πάνω από 200 άτομα και στη συνέχεια ακολούθησε παραδοσιακό γεύμα στην αίθουσα της εκκλησίας.
Στη διάρκεια των εκδηλώσεων, το μέλος της κοινότητας Τζέιμς Βενέρης εκφώνησε ομιλία στην οποία ανέδειξε σημαντικές προσωπικότητες στην ιστορία της, συμπεριλαμβανομένων των πρώτων εποίκων, όπως ο Παύλος Καλλίγερος, που πιστεύεται ότι ήταν ο πρώτος Έλληνας στο Albury στις αρχές του 1900.
Ειδικότερα, ο Π. Καλλίγερος έφτασε από απλός μετανάστης να είναι ιδιοκτήτης πολλών καφετεριών, ενώ μέχρι τη δεκαετία του 1930, ο Γιώργος Σαμψών, ένας ακόμη Έλληνας πρωτοπόρος, είχε αναδειχθεί σε εξέχουσα προσωπικότητα της κοινότητας και εξελέγη πρώτος πρόεδρός της.
Η ιστορία του ναού
Όπως δήλωσε ο Τζέιμς Βενέρης στην ομογενειακή εφημερίδα Νέος Κόσμος, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η κοινότητα αριθμούσε περίπου 80 οικογένειες από διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
«Οι γονείς μου ήρθαν από τα Κύθηρα και εντάχθηκαν σε μια μικρή αλλά ζωντανή κοινότητα που αριθμούσε περίπου 80 οικογένειες από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Με τα χρόνια, πολλά από τα παιδιά μας μετακόμισαν στις πόλεις, αλλά εμείς αντέχουμε και παραμένουμε δυνατοί» σημείωσε.
Παράλληλα, υπογράμμισε τη βαθιά σύνδεση της οικογένειάς του με τον ναό, επισημαίνοντας ότι ο παππούς του, Γιώργος Τραβασάρος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην ίδρυσή του, ενώ ο πατέρας του, Γιώργος Βενέρης διετέλεσε πρόεδρος της κοινότητας για πολλά χρόνια.
Το 1959, μετά τη συνταξιοδότησή του από την καφετέρια, ο παππούς του Γ. Τραβασάρος εντόπισε ένα οικόπεδο, το οποίο έκρινε ότι ήταν ο ιδανικός χώρος για την οικοδόμηση της εκκλησίας.
«Ο παππούς μου ρώτησε τους ιδιοκτήτες αν ήταν διατεθειμένοι να πουλήσουν το τμήμα του οικοπέδου τους στην ελληνική κοινότητα για την ανέγερση μιας εκκλησίας, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν ευγενικά».
Ο Τζ. Βενέρης όμως ανέφερε ότι ο παππούς του ήταν «επίμονος και συνέχισε να ζητά το οικόπεδο, εξηγώντας στους ιδιοκτήτες ότι επρόκειτο για μια χριστιανική εκκλησία και πως η πώληση του τμήματος του οικοπέδου τους για αυτόν τον σκοπό θα ήταν ευλογημένη στα μάτια του Θεού».
«Οι ιδιοκτήτες του οικοπέδου είχαν επίσης ένα εργοστάσιο παραγωγής κι επεξεργασίας γάλακτος. Ίσως ο παππούς μου να τους υπενθύμισε ότι οι Έλληνες στο Albury διατηρούσαν καφετέριες και milk bars και αγόραζαν πολύ γάλα» συμπλήρωσε.
Παρά την αρχική αντίσταση που συνάντησε, η επιμονή του Γ. Τραβασάρου απέδωσε καρπούς, και το τμήμα του οικοπέδου πωλήθηκε τελικά για 900 λίρες.
Η ανέγερση της εκκλησίας άρχισε στις 22 Μαρτίου 1964, κόστισε περίπου 5.000 λίρες και χρηματοδοτήθηκε από δωρεές, συμπεριλαμβανομένων των συνεισφορών διαφόρων ελληνικών καφενείων ανά την Νέα Νότια Ουαλία.
Το εικονοστάσι της εκκλησίας το έφτιαξε ο ίδιος ο παππούς του Τζ. Βενέρη μαζί με τον Δαμιανή Βλαντή και τα εγκαίνια του ναού πραγματοποιήθηκαν επίσημα αργότερα την ίδια χρονιά, με την απονομή ενός χρυσού κλειδιού στην Μαρία Ξενοφώντος, η οποία είχε προσφέρει τη μεγαλύτερη οικονομική ενίσχυση για την κατασκευή του ναού.
Σημείο αναφοράς για τους ομογενείς
Η εκκλησία υπήρξε ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής κοινότητας στο Albury, όπου κατά καιρούς έχουν τελεστεί βαπτίσεις, γάμοι και γιορτές. Μάλιστα, ο πρώτος γάμος τελέστηκε την ημέρα των εγκαινίων του ναού.
Κατά την πρώτη δεκαετία της λειτουργίας της, η εκκλησία βασιζόταν σε ιερείς που ταξίδευαν από την Καμπέρα και το 1974, ο πάτερ Σταύρος Αγγελάκος ανέλαβε τον ρόλο του πρώτου μόνιμου ιερέα.
Σήμερα, ο πατέρας Αγαθάγγελος Μαστέας τελεί λειτουργίες κάθε 15 ημέρες, συνεχίζοντας να προσφέρει πνευματική καθοδήγηση στην κοινότητα.
Ζωτικής σημασίας ήταν και η συμβολή των μεταπολεμικών μεταναστών, όπως υποστήριξε ο Τζ. Βενέρης. «Χωρίς αυτούς, η εκκλησία δεν θα μπορούσε να επιβιώσει», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Τέλος, εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του προς τα πρώην και νυν μέλη της κοινότητας, τονίζοντας τη σημασία της διατήρησης της κοινής κληρονομιάς και πίστης.
«Αυτά τα ορόσημα στέκονται ως απόδειξη της ακλόνητης πίστης μας στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση και της κοινής ελληνικής κληρονομιάς. Αντανακλούν την ανθεκτικότητά μας και είναι πηγή μεγάλης υπερηφάνειας για όλους μας», κατέληξε.