Αναστάσιος Παπαδόπουλος, ή Κοτζά (και Κοτσά) Γκιαούρ για τους Τούρκους, Κοτζά Αναστάς για τους Έλληνες του Πόντου. «Κοτζά» σημαίνει «μεγάλος», σύμφωνα με μαρτυρίες όμως ήταν βραχύσωμος· αυτό που ήταν σίγουρα μεγάλο ήταν το θάρρος του.
Ο ατρόμητος οπλαρχηγός Κοτζά Αναστάς είχε γεννηθεί το 1896 στο Εντίκ Πινάρ της Έρπαας. Βγήκε στο αντάρτικο σε ηλικία 19 ετών, και σύντομα έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων.
Πολεμούσε κρατώντας μαχαίρι και μια ελληνική σημαία με τον ποντιακό αετό. Η φωνή του ήταν βροντερή, όπως αναφέρουν όλες οι πηγές – αλλά όπως προκύπτει και από το παρακάτω απόσπασμα, όπου ο αδερφός του λέει, μετά το θάνατο του οπλαρχηγού: «αν ζούσε ο αδελφός μου θα χαλούσε τον κόσμο τώρα, με τη βροντερή φωνή του».
Το τελευταίο επεισόδιο της ζωής και της δράσης του διέσωσε ο Δημήτρης Ψαθάς στο σπουδαίο χρονικό του Η γη του Πόντου, στο κεφάλαιο που φέρει τον εύγλωττο τίτλο «Το τέλος του έπους». Πρόκειται για μεταφορά αφήγησης του έτερου οπλαρχηγού, Παύλου Τσαουσίδη.
≈
[…] κατά το τέλος του Νοέμβρη1 μπόρεσαν να μπαρκάρουν, κι ύστερα από άλλες πολυήμερες περιπέτειες, φουρτούνες, πείνα, δίψα, κατάφεραν, έχοντας αλλάξει δρομολόγιο στο μεταξύ, να φτάσουν στο Βατούμ, όπου και βγήκαν, αφού ρίξαν όλα τα όπλα τους στην θάλασσα, για να μην έχουν άλλα μπλεξίματα.
Με τον τρόπο αυτόν φεύγαν οι περισσότερες ανταρτικές ομάδες, ύστερα από τόσων χρόνων παραμονή τους στα βουνά.
Αλλά και την τελευταία τούτην ώρα δεν λείπαν τα δραματικά απρόοπτα, γιατί αν οι στρατιωτικές Αρχές κρατούσαν τα προσχήματα και δεν πείραζαν τους αντάρτες που τηρούσαν, έστω και τυπικά, τους όρους της αμνηστίας, υπήρχαν όμως πάντα οι φανατισμένοι τσέτες, που έχοντας μίσος για τα όσα είχαν πάθει, καιροφυλακτούσαν.
Έτσι κακή τύχη περίμενε τον οπλαρχηγό Αναστάση Παπαδόπουλο –τον ξακουστό Κοτσά Αναστάς– που αψηφώντας τον κίνδυνο άφησε τ’ απρόσιτα λημέρια του και κατέβηκε προς τις σφηκοφωλιές των τσετέδων.
Το τραγικό περιστατικό, που μας το ιστορεί ο Παύλος Τσαουσίδης, έγινε έτσι:
Τις μέρες εκείνες κυκλοφόρησε μια φήμη ότι όσοι Έλληνες θέλαν, μπορούσαν να πουλήσουν τα χωράφια τους. Ο Αναστάσης Παπαδόπουλος, ενώ σ’ όλες τις άλλες περιστάσεις φάνηκε τόσο μυαλωμένος και φυλαγόταν, πίστεψε το ψέμα, και παίρνοντας μαζί του καμιά εικοσαριά παλληκάρια, κατέβηκε στο τούρκικο χωριό Ερζενί, με τον σκοπό να φροντίση για την πούληση των χωραφιών του, που βρισκόντουσαν κοντά. Στο χωριό εκείνο είχε έναν φίλο Ταούτ αγά, που τον βοήθησε πολύ όταν ήταν στο βουνό, και τώρα δέχτηκε με υποκριτικές χαρές και καλωσύνες τον οπλαρχηγό, πρόθυμος να τον φιλοξενήση στο σπιτικό του.
Φιλοξενήθηκαν όλοι στου Ταούτ αγά, που όμως την δεύτερη μέρα κι όλας έφυγε, τάχα για να βρει αγοραστή των χωραφιών. Στο μεταξύ, ολούθε στα τριγύρω μαθεύτηκε ότι ο Κοτσά Αναστάς βρίσκεται στο σπίτι εκείνο, κι έγινε σωστός συναγερμός των τσετέδων, που κατάστρωσαν μυστικά το σχέδιο της εξόντωσής του. Ο οπλαρχηγός ειδοποιήθηκε για τον κίνδυνο, αλλά δεν έδωσε σημασία, μη πιστεύοντας ότι οι Τούρκοι που τρέμαν στο άκουσμα του ονόματός του, θ’ αποτολμούσαν τίποτα σε βάρος του. Όμως ο κίνδυνος αποδείχτηκε πολύ μεγαλύτερος απ’ ό,τι τον φανταζόντουσαν κι εκείνοι ακόμα που είχαν την ανησυχία.
Πλήθος από τσέτες πιάσαν μια νύχτα όλα τα γύρω σπίτια κι άλλοι οχυρώθηκαν έξω απ’ το χωριό, γύρω‐τριγύρω, για να μην αφίσουν να περάσουν αντάρτες, που θα έτρεχαν τυχόν σε βοήθεια του αρχηγού τους.
Ήταν η πέμπτη ημέρα που πέρασε στο σπίτι του Ταούτ αγά. Χαράματα είχε ξυπνήσει ο αρχηγός και μπήκε στην μεγάλη σάλα του σπιτιού, που ήταν από τρεις πλευρές ορθάνοιχτη κι εκτεθειμένη. Καθώς αφύλαχτος και άοπλος προχωρούσε μέσα εκεί, αντήχησαν ξαφνικά απ’ όλες τις μεριές οι τουφεκιές. Τινάχτηκαν τα παλληκάρια, άρπαξαν τα όπλα τους και τρέξαν, αλλά ο καπετάνιος τους κοίτονταν νεκρός, πνιγμένος στο αίμα. Αμέσως ταμπουρώθηκαν εκείνοι για να φυλαχτούν απ’ τα πυρά κι άρχισαν ν’ αμύνονται όπως μπορούσαν.
Το μεγαλύτερο μέρος της ομάδας του οπλαρχηγού βρισκόταν σε απόσταση μιας ώρας, κι από κει, ακούοντας τις τουφεκιές οι άλλοι άντρες, κατάλαβαν ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει κι έτρεξαν αμέσως για ενίσχυση. Ανάμεσά τους ήταν κι ο μικρότερος αδελφός του αρχηγού Γιώργος Παπαδόπουλος κι όταν ζύγωσαν όλοι μαζί στο σπίτι, πήραν αμέσως θέσεις και δυνάμωσε η μάχη. Αλλά ο αδελφός του αρχηγού ήταν ανάστατος και μη ακούοντας τη φωνή του Αναστάση, ούρλιαξε:
—Αδέλφια, αν ζούσε ο αδελφός μου θα χαλούσε τον κόσμο τώρα, με τη βροντερή φωνή του. Σίγουρα μας τον φάγαν, τα σκυλιά! Απάνω τους για να εκδικηθούμε τους άτιμους τους δολοφόνους!
Κι ώρμησε με μερικούς άλλους προς το σπίτι, αλλά σε λίγο έπεσε νεκρός. Σκύλιασαν οι αντάρτες, αλλά οι τσέτες ήσαν τόσο πολλοί ώστε κάθε ελπίδα να τους διώξουν στάθηκε μάταιη. Με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατάφεραν οι αμυνόμενοι μέσα στο σπίτι να σπάσουν τον κλοιό και να βγουν, αφήνοντας όμως εκτός από τον καπετάνιο κι άλλους τρεις νεκρούς, κι έχοντας μαζί τους τρεις λαβωμένους. Έτσι γλύτωσαν οι ρέστοι, αλλά ο άδικος χαμός του αρχηγού και του αδελφού του σε μια και μόνη μέρα –εκτός απ’ τον σκοτωμό των τριών– ορφάνεψε την οικογένειά του και γέμισε με βαρύ πένθος όλους τους αντάρτες.
Έγινε σκέψη για άμεσα αντίποινα, αλλά εγκαταλείφθηκε, γιατί όλος ο ελληνικός πληθυσμός βρισκότανε στους δρόμους για τα λιμάνια, και φυσικά θα ξαναπλήρωνε για μια ακόμα φορά την μανία των τσετέδων.
Όπως μαθεύτηκε αργότερα, οι Τούρκοι πήραν θριαμβευτικά το πτώμα του μισητού Κοτσά Αναστάς, το μετάφεραν στην Τοκάτη και το κρέμασαν σ’ ένα τηλεγραφόξυλο για να το βλέπουν οι ομόφυλοί τους και να χαίρωνται.