Αρχές της δεκαετίας του ’80 και ένας μεγάλος Έλληνας ηθοποιός είχε πάει να μιλήσει με τον Βαγγέλη Λειβαδά για την επόμενη σεζόν. Κάποια στιγμή έφτασαν στο ακανθώδες θέμα της αμοιβής. Όταν ο παραγωγός άκουσε το ποσό άλλαξε 1.000 χρώματα.
«Είσαι τρελός ρε, θες να ανοίξω το παράθυρο να πέσω στο δρόμο; Γιατί πέρσι έπαιρνες αυτό το ποσό από τον άλλον και σε μένα ζητάς τα τριπλάσια» του είπε με τη χαρακτηριστική δυνατή φωνή του. «Γιατί ο άλλος ήταν δεσμός μου» του αποκάλυψε ο ηθοποιός. «Α εντάξει, τότε πάω πάσο» ήταν η απάντηση. (Για την ιστορία, δεν συνεργάστηκαν εκείνη τη σεζόν.)
«Ο Βαγγέλης κάτι θα σου φάει. Μπορεί και ένα μεροκάματο» ήταν ο μύθος που τον ακολουθούσε σε όλη του την πορεία.
Ήταν κάτι σαν το χούι του, που το γνώριζε και ο ίδιος. Όμως, αν του άρεσε ένα έργο δεν έκανε πίσω, ακόμα και αν φώναζε από μακριά ότι μπορεί να έχανε τα λεφτά του. Όταν πίστευε ένα έργο το υπερασπιζόταν μέχρι τέλους.
Δυστυχώς στη χώρα μας οι περισσότεροι που ασχολούνται επιχειρηματικά με το θέατρο μαθηματικά κάτι θα χάσουν. Από ένα σπιτάκι, μέχρι και ό,τι έχουν και δεν έχουν. Οι θεατρικοί παραγωγοί πρέπει να σκέφτονται λίγο σαν τους χαρτοπαίκτες. Όταν βλέπεις ότι κερδίζεις, φύγε.
Δυστυχώς ο Λειβαδάς δεν το ακολούθησε. Και βίωσε στα τελευταία του χρόνια όχι μόνο καταστροφές, αλλά και απίστευτες ατυχίες. Από την άλλη, μπορούσε κανείς να φανταστεί τον Βαγγέλα –όπως τον έλεγαν χαϊδευτικά– να μένει εκτός θεάτρου; Αδύνατο.
Όταν γνώρισε τη Σμαρούλα
Ο έφεδρος αξιωματικός Βαγγέλης Λειβαδάς ζούσε μια ήρεμη ζωή. Παντρεμένος, με δύο παιδιά. Προερχόταν από άλλο επαγγελματικό χώρο, αλλά ήταν λάτρης του θεάτρου. Όλα άλλαξαν όταν μια μέρα κατεβαίνοντας στο κέντρο της Αθήνας, έξω από το φαρμακείο του Μαρινόπουλου είδε μπροστά του τη Σμαρούλα Γιούλη. Φυσικά και την γνώριζε, άλλωστε ήταν η σταρ της εποχής.
«Την είδα έξω από το φαρμακείο του Μαρινόπουλου να περιμένει. Περνούσαν τα τραμ το ένα μετά το άλλο γεμάτα από κόσμο και εκείνη δεν μπορούσε να μπει μέσα. Φοβόταν να σπρώξει λίγο και να ανέβει, τόσο πολύ διακριτική και προσεκτική ήταν! Την έπιασα από τη μέση και την ανέβασα στο τραμ», είχε πει. Από τότε το ζευγάρι δεν χώρισε ποτέ.
Παντρεύτηκαν στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας και κουμπάροι τους ήταν οι αξέχαστοι ηθοποιοί και φίλοι τους Μίμης Φωτόπουλος και Ντίνος Ηλιόπουλος. «Ευτυχώς που παντρεύτηκες αυτή τη γυναίκα, γιατί μόνο αυτή θα σταθεί όρθια και σίγουρα δίπλα σου», έλεγε στον Βαγγέλη Λειβαδά ο Μίμης Φωτόπουλος.
Το σημαδιακό «Αμιράλ»
Το 1961 αγόρασε έναν μικρό κινηματογράφο στην οδό Αμερικής 10, ο οποίος έγινε το θέατρο «Αμιράλ» (σημερινό «Μικρό Χορν»).
Σημαδιακό ότι το «Αμιράλ» ήταν το τελευταίο θέατρο που έμεινε στον επιχειρηματία μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας του.
Στη διπλανή πολυκατοικία, στον ημιώροφο, έγιναν τα γραφεία της νέας εταιρείας. Και μετά ήρθε και το καλοκαιρινό «Παρκ», και μετά το «Βέμπο», και το «Σμαρούλα» στην Ευελπίδων που τόση πίκρα τον πότισε.
«Ο Λειβαδάς ανέβαζε και κατέβαζε πρόσωπα» ήταν το μότο, κυρίως στα ’70s και τα ’80s. Ως γνώστης του χώρου, αλλά και άνθρωπος της πιάτσας, ήξερε να ξεχωρίζει το καλό από μακριά. Έπαιζε με τις τάσεις του θεάματος, εμπιστευόταν νέους ανθρώπους, γνώριζε ποιος ήταν για πού.
Κλασικό παράδειγμα, το 1981 που έμεινε άστεγη η «Ελεύθερη σκηνή» (Φασουλής, Παναγιωτοπούλου, Παπακωνσταντίνου, Αδαμάκη)· τους διεκδίκησε και τους πήγε στο «Σμαρούλα» με την υπερπετυχημένη παράσταση Της Ελλάδος το κάγκελο.
Τότε στο θίασο είχε μπει σαν ηθοποιός και συγγραφέας ένας νεαρός ερχόμενος από το Θεσσαλικό Θέατρο, ο Λάκης Λαζόπουλος. Όταν ο τελευταίος ήρθε σε ρήξη με τον Σταμάτη Φασουλή, ο Λειβαδάς τού έδωσε στέγη στο θέατρο «Βέμπο» ρισκάροντας τρελά. Και δικαιώθηκε, αφού η «ένωση» νέων δυνάμεων με βετεράνους του είδους έκανε Το ΠΑΣΟΚ της Χάιδως τρελή επιτυχία.
Ώρα για μιούζικαλ
Έχοντας εγκαταλείψει τον κινηματογράφο από τα μέσα των ’60s, η Σμαρούλα Γιούλη αναδείχθηκε σε σπουδαία ρολίστρια. Από το δράμα στην κωμωδία, από την Αγία Αθανασία του Αιγάλεω σε επιθεώρηση.
Μάλιστα δεν δίστασε να μπει και δεύτερο όνομα όταν ο σύζυγός της ανέβασε τον Τρελό του λούνα παρκ με τον Θανάση Βέγγο, που έγινε η μεγαλύτερη θεατρική επιτυχία του σπουδαίου κωμικού μας.
Από την άλλη, το μιούζικαλ στη χώρα μας –πλην Αλίκης– δεν είχε σχεδόν καθόλου επιτυχία. Το καλοκαίρι του 1982 το ζευγάρι αποφάσισε να ρισκάρει και ανέβασε το Σικάγο. Ναι, αυτό που 20 χρόνια μετά μεταφέρθηκε στο σινεμά κερδίζοντας Όσκαρ.
Ο Κώστας Ταχτσής υπέγραφε τη μετάφραση, ενώ τα πάντα, από κοστούμια μέχρι σκηνοθέτη, ήρθαν από το εξωτερικό και προσγειώθηκαν στην καλοκαιρινή Λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Το πρώτο… ΠΑΣΟΚικό καλοκαίρι με τις επιθεωρήσεις να κυριαρχούν και την Αλίκη απέναντι να συνεχίζει το θρίαμβο της με την Εβίτα, το Σικάγο στην αρχή ζορίστηκε. Όμως οι κριτικές και το «από στόμα σε στόμα» βοήθησαν την παράσταση.
Το επόμενο καλοκαίρι ανέβασε τη Γυναίκα της χρονιάς και τη μεθεπόμενη ίσως το πιο πετυχημένο μιούζικαλ: Το Μάγκες και κούκλες ήταν μια σπουδαία στο είδος της παράσταση, κόσμημα για τον τρόπο που ανεβαίνει το μιούζικαλ.
Αργότερα η Σμαρούλα ανέβασε το Hello Dolly και το καλοκαίρι εν μέσω πολλών ατυχιών το Sweet charity που έγινε και αυτό επιτυχία. Όμως το ελληνικό θέατρο είχε αρχίσει να αλλάζει.
Υπήρξαν και χρονιές που η Σμαρούλα Γιούλη δεν έπαιζε, αλλά σκηνοθετούσε ή συμμετείχε στην παραγωγή. Η δεκαετία του ’80 τελείωσε με μια τεράστια επιτυχία που πήγε… τρένο δύο σεζόν· το Αταίριαστο ζευγάρι, μαζί με τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου.
Οι αλλαγές που έφεραν πανικό
Είμαστε στις αρχές των ’90s. Η είσοδος της ιδιωτικής τηλεόρασης άλλαξε τα πάντα, ακόμα και στο ελληνικό θέατρο. Από τη μία κάποιοι επιχειρηματίες έδιναν γη και ύδωρ σε τηλεαστέρες, οι οποίοι όμως δεν γέμιζαν το θέατρο. Άλλο το τζάμπα της τηλεόρασης και άλλο το εισιτήριο.
Από την άλλη, δημιουργήθηκαν νέες πιάτσες, μακριά από το ιστορικό κέντρο. Κλασικά κεντρικά θέατρα πήγαν να προσαρμοστούν στις νέες καταστάσεις και έχασαν την ταυτότητά τους. Οι παλαιοί θεατρικοί επιχειρηματίες προσπαθούσαν να επιβιώσουν.
Μια αθέτηση συμφωνίας από τη μεριά πολύ γνωστής ηθοποιού έκανε τον Βαγγέλη Λειβαδά να χάσει ένα από τα θέατρα.
Τότε σκέφτηκε τη νεο-ρετρό κατάσταση, κοινώς την επαναφορά κλασικών ελληνικών έργων που έγιναν και ταινίες, σε νέα βερσιόν. Το πείραμα πέτυχε και οι θεατρικές επιχειρήσεις πήραν μια μικρή ανάσα.
Ο πόνος του «Σμαρούλα»
Το καλοκαίρι του 1974 η δημοκρατία επέστρεψε στη χώρα και ο Βαγγέλης Λειβαδάς εγκαινίασε στην Ευελπίδων το θέατρο «Σμαρούλα». Το όνομα της γυναίκας της ζωής του, η οποία πρωταγωνίστησε και στο πρώτο έργο που ανέβηκε, την Εθνική κωμωδία.
Όμως από τη δεκαετία του 1990 άρχισαν τα προβλήματα και για τα καλοκαιρινά θέατρα του κέντρου που ερήμωσαν σιγά-σιγά.
Το καλοκαίρι του 2006 η Μις Πέπσι με πρωταγωνίστρια την Μπέσυ Μάλφα ήταν η τελευταία παράσταση που ανέβηκε εκεί. Το θέατρο γκρεμίστηκε για να γίνει γκαράζ. Το ζευγάρι έδωσε αγώνες για να κηρυχθεί διατηρητέο, αλλά δεν κατάφεραν τίποτα.
Δύο χρόνια μετά, το φθινόπωρο του 2008, λόγω υψηλού μισθώματος ο Λειβαδάς αναγκάστηκε να μην ανανεώσει τη συνεργασία του με το «Βέμπο». Το θέατρο έμεινε κλειστό για 6 χρόνια. Ούτε εκείνος ούτε η Σμαρούλα Γιούλη έζησαν για να το δουν να ξανανοίγει, έστω και από άλλους επιχειρηματίες.
Το οδυνηρό πέσιμο της αυλαίας
«Ναι, έχω παράπονο από τους ανθρώπους του θεάτρου. Όταν σε έχουν ανάγκη είναι όλο αγάπες! Έχουν εξαφανιστεί όλοι. Δεν τους παρεξηγώ, αντίθετα τους συγχωρώ», είχε δηλώσει τότε ο Βαγγέλης Λειβαδάς σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις. Το ζευγάρι απομονώθηκε ενώ οι φήμες για προβλήματα υγείας έδιναν και έπαιρναν.
27 Νοεμβρίου 2011. Ο Βαγγέλης Λειβαδάς έσβησε από τις αναθυμιάσεις του αερόθερμου, στο σπίτι τους στη Γλυφάδα.
Η Σμαρούλα, που είχε υποστεί ισχυρό σοκ βλέποντας τον σύζυγό της νεκρό μέσα στα κλινοσκεπάσματά του, δεν μπόρεσε ποτέ να βγάλει από το μυαλό της αυτές τις τραγικές εικόνες.
Στοίχειωσαν μέσα της, την βασάνιζαν και δεν μπόρεσε να βρει την ηρεμία ως και την τελευταία πνοή της ζωής της, στις 7 Μαρτίου 2012. Η μεγάλη κυρία του θεάτρου πέθανε σε γηροκομείο. Χωρίς τη φωνή της και χτυπημένη από την άνοια κοιτούσε συνέχεια προς την πόρτα. Σαν να περίμενε τον άντρα της ζωής της να μπει μέσα. Αλλά εκείνος είχε ήδη φύγει.
Σπύρος Δευτεραίος