Την ιστορία της Γκιούλ-Παχάρ της Λιβεράς διασώζει μέσα από το πόνημά του Αναμνήσεις και νοσταλγήματα από τον Πόντο μας ο δάσκαλος Ανέστης Παπαδόπουλος.
Γεννημένος στην Άγουρσα της Ματσούκας του Πόντου, ο Παπαδόπουλος ένιωσε την ανάγκη και την ηθική υποχρέωση να διασώσει όλα όσα θυμόταν από τη γενέτειρά του, παρόλο που όπως αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίο του δεν θεωρούσε ότι έχει συγγραφικό ταλέντο.
Όμως η ιδιωτική έκδοσή του αποτελεί πηγή πλούτου για τους Αγουρσιώτες που είτε ήταν πολύ μικροί όταν έφυγαν από το χωριό τους είτε γεννήθηκαν σε άλλους τόπους και δεν γνώριζαν τι στερήθηκαν.
Το βιβλίο του εκδόθηκε το 1962 και στις 354 σελίδες του υπάρχουν όλα όσα θυμόταν ο συγγραφέας αλλά και όσα νοσταλγούσε.
≈
Η Λιβερά εκτός απο την ωραία τοποθεσία της έχει και θαυμάσιες εξοχές και ονομαστά Παρχάρια με κρύες βρύσες και κρυστάλλινες πηγές. Μια τέτοια πηγή υπάρχει στην τερπνή και εξοχική θέση Άγιος Κωνσταντίνος – Άε-Κωνσταντίνον. Η θέση αυτή βρίσκεται στις υψηλότερες πλαγιές ομωνύμου λόφου προς Ν. της κωμοπόλεως και σε ωριαία απόσταση απ’ αυτήν. Η άνοδος είναι κουραστική και επίπονος –μάλιστα το καλοκαίρι –, γιατί το έδαφος είναι πολύ ανηφορικό και ο δρόμος ανώμαλος και μόλις βατός με μουλάρια ή και με μικρόσωμα κάπως άλογα.
Η πηγή αυτή απέκτησε σπουδαία ιστορία. Όταν ο Σουλτάνος Μουράτ ο Δ’ κατά τον 17ον αιώνα, εξεστράτευσε εναντίον της Βαγδάτης, εξεκίνησε με τα στρατεύματά του από την Τραπεζούντα. Όταν έφθασε στο Τζεβιζλούκ, ο στρατός πήρε διάφορες κατευθύνσεις προχωρώντας εκτός από την κεντρική αρτηγία, και από τις κορφές και διαβάσεις των βουνών. Ο ίδιος με την φρουρά του έφθασε στην Λιβερά και με την συνοδεία του κατευθύνθηκε προς τα υψώματα. Έτσι ανέβηκαν έφιπποι από τον ανηφορικό δρόμο που είπαμε και με κόπο έφτασαν στην πηγή του Αγίου Κωνσταντίνου. Είχαν κουρασθή επάνω στα άλογα στον ανάντη δρόμο και μόλις είδαν την ωραία πηγή, κατέβηκαν και εκάθησαν στην σκιά ενός έλατου που ήταν λίγα μέτρα μακρυά από την πηγή.
Την στιγμή εκείνη ο Σουλτάνος βλέπει μια κοπέλα κάπου εκεί κοντά που βοσκούσε τις αγελάδες. Την φωνάζει κοντά του, της δίνει το ποτήρι του και της λέγει να του γεμίση νερό από την πηγή. Η κοπέλα πήρε το ποτήρι και χωρίς να το ξεπλύνη εγέμισε νερό που μέσα του μαζεύθηκε και κατακάθησε και λίγη άμμος. Έτσι πρόσφερε το νερό στον άγνωστο διαβάτη. Ο Σουλτάνος βλέποντάς το θολό, το έχυσε και είπε να του γεμίση άλλο. Εκείνη πήρε ξανά το ποτήρι, αυτή τη φορά το ξέπλυνε και εγέμισε καθαρό νερό, πλην όμως το προσέφερε έχοντας το μεγάλο δάκτυλο βουτηγμένο ως το μισό νύχι μέσα στο νερό. Ο Σουλτάνος το έχυσε κι αυτό και εξήτησε άλλο καθαρώτερο.
Η κοπέλα το ξαναπήρε και την φορά αυτή το ξέπλυνε πάλι και αφού το γέμισε με καθαρώτερο νερό επέστρεψε κρατώντας το ποτήρι μέσα στην παλάμη της, και με τρόπο ευγενικό και πολιτισμένο, με ελαφράν υπόκλιση το προσέφερε. Ο Σουλτάνος πήρε και ήπιε. Τον έκαμε όμως εντύπωση: Γιατί η κοπέλα αυτή, η οποία έδειξε με τον τελευταίο τρόπο της ότι είναι πολιτισμένη και έχει τέτοια ωραία ανατροφή, δεν του προσέφερε στην αρχή καθαρό νερό και την ερώτησε: «Γιατί, κορίτσι μου, δεν μου έφερες στην αρχή καθαρό νερό;» Η κοπέλα απάντησε: «Κύριε, το νερό αυτό είναι πολύ κρύο και όταν το πίνη κανείς κουρασμένος τον κάνει κακό, τον φέρνει φοβερούς κοιλόπονους, γι’ αυτό σου το έφερα πρώτα θολό με άμμο, για να μην το πιής, την δεύτερη φορά έβαλα το δάκτυλό μου πάλι για να μην το πιής, διότι ακόμα δεν ξεκουράσθηκες καλά και τώρα σου έφερα καθαρό για να το πιής, γιατί πια δεν υπάρχει φόβος να σου κάνη κακό».
Ο Σουλτάνος ενθουσιάστηκε από την απάντηση και την συμπεριφορά της κοπέλας. Την ευχαρίστησε, την ερώτησε το όνομά της και ποιος είναι ο πατέρας της. Επληροφορήθηκε ότι ονομάζεται Μαρία και ότι ο πατέρας της είναι ο παπάς της Λιβεράς.
Ο Σουλτάνος υπολογίζοντας και την ομορφιά της, αλλά προπάντων, εκτιμώντας τα πνευματικά και ψυχικά της χαρίσματα, την απεκάλεσε «Γκιούλ-Παχάρ» (Ρόδον της Ανοίξεως).
Εκάλεσε τον πατέρα της και την εζήτησε σε γάμο «εν καιρώ» για να την κάνη Σουλτάνα και βασίλισσα. Ο πατέρας της παρά την θλίψη και απογοήτευσή του για την τέτοια μελλοντική αποκατάσταση του κοριτσιού του, γιατί βέβαια θα αναγκαζόταν να απαρνηθή την θρησκεία και τον εθνισμό του, είδεν ότι δεν ήταν δυνατόν ν’ αντισταθή στην Σουλτανική επιθυμία και αναγκάσθηκε να συγκατατεθή. Πράγματι την ενημφεύθη αργότερα και έτσι η Μαρία η Λιβεραία έγινε Σουλτάνα με το νέο της τουρκικό όνομα «Γκιούλ-Παχάρ».
Λέγεται ότι η Γκιούλ-Παχάρ, ως Σουλτάνα, εφρόντισε πολύ και αποτελεσματικά για τους χριστιανούς και προπάντων για τους πατριώτες της τους Λιβερίτας, οι οποίοι ήσαν ασύδοτοι, δεν πλήρωναν φόρους βοσκή –κιρτίλ βερκισή. Προς τιμήν της Σουλτάνας αυτής, στην Τραπεζούντα υπάρχει ωραίον τζαμί, όπως είδαμε στα προηγούμενα με το όνομα «Ιμαρέτ-Τσαμεσή», στην αυλή του οποίου είναι κτισμένος ο μεγαλοπρεπής τάφος της, σκεπασμένος με πελώρια μαρμάρινη πλάκα με επιτύμβιο επιγραφή, χαραγμένη αραβιστί που αρχίζει έτσι: «Τσουν-ζίντουνγιά, ρούι ουκπά, κελτρού πανούι ρούμ… κλπ»
Η επιγραφή αυτή φαίνεται αναφέρεται στο περιστατικό της γνωριμίας της με τον Σουλτάνο, ο οποίος ευηρεστήθη να την κάνη Σουλτάνα του. Δυστυχώς δεν ενθυμούμαι την συνέχεια της επιγραφής, αλλ’ ούτε την μετάφραση.
Ανέστης Παπαδόπουλος