Το μάζεμα των αγροδαφνοκέρασων μόνο απλή υπόθεση δεν ήταν στον Πόντο. Ωστόσο έτσι αγαπημένα που ήταν σε μικρούς και μεγάλους τα.. ταφλάνια, η συλλογή τους αποτελούσε προτεραιότητα για πολλές μητέρες οι οποίες έκαναν χιλιόμετρα για να τα βρουν ζώντας παράλληλα έντονες περιπέτειες.
Μια από αυτές είχε ακούσει, το φθινόπωρο του 1896, από τη μητέρα του ο Μιλτιάδης Νυμφόπουλος ο οποίος με τη σειρά του την αποτύπωσε σε άρθρο του με τίτλο Της Γαλλίανας τα ταφλάνια στο Βήμα της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ), το 1961. Πρόκειται για το ταξίδι μιας ομάδας γυναικών αποφασισμένων να γεμίσουν τα καλάθια τους με ταφλάνια και ενός οδηγού που τις βοήθησε να φτάσουν από τη Σάντα στη Γαλίανα αλλά και να επιστρέψουν με ασφάλεια στα σπίτια τους.
≈
Ήταν ένα ωραίο φθινοπωρινό απόγευμα του 1896. Η μάννα μας, η συγχωρεμένη, μας φώναξε εμάς τα παιδιά και από ένα καλάθι έβγαλε και μας μοίρασε ωραία ταφλάνια (αγροροδάφινα, αγροδαφνοκέρασα). Εκεί που εμείς αχόρταγα τρώγαμε τα ταφλάνια, η μάννα μας άρχισε να μας διηγήται:
– Ξέρετε πως λείπω δύο μέρες για να πάγω να σας φέρω αυτά τα ταφλάνια. Προχθές το πρωί άκουσα πολλές γυναικείες φωνές στο Στενοχώρι μας, είδα πολλές γειτόνισσες, 20-30, να φορτωθούν τα καλάθια τους και να ξεκινήσουν για τη Γαλλίαννα. Πού θα πάτε; Τις ρώτησα. Θα πάμε στα ταφλάνια μού απαντούν, και τότε τρέχω εγώ στο σπίτι, αρπάζω το καλάθι μου και τις συνοδεύω.
Μη νομίζετε παιδιά μου πως σας φέραμε ταφλάνια χωρίς δυσκολία. Υποφέραμε μαρτύρια ώσπου να πετύχουμε τον σκοπό μας. Σαν φύγαμε από το χωριό και είδαμε πως δεν θα μας συνοδέψη κανένας άντρας παρακαλέσαμε τον Γιωρίκαν του Πορωζάν που ήξερε τη Γαλλίανα σπιθαμή με σπιθαμή να μας συνοδέψη. Ξεκινήσαμε.
Δρασκελίσαμε τα δικά μας βουνά, κατηφορίσαμε στα βουνά της Γαλλίανας, μπήκαμε στις λαγκαδιές ερημικές κι’ ατέλειωτες, περάσαμε ανάμεσα από δάση πυκνά και βράχους άγριους, πατήσαμε αγκάθια, αγριόβατους, πέτρες μυτερές, γλιστρήσαμε και πολλές φορές πέσαμε. Προχωρούσαμε όμως, προχωρούσαμε, και ύστερα από πολλές ώρες κατά το δειλινό αντικρύσαμε τα περιζήτητα ταφλάνια.
Χυμήξαμε όλες μας σα λυσσασμένες κατά τα ταφλάνια, σκαρφαλώσαμε στους αψηλούς θάμνους τους κι’ αρχίσαμε το μάζωμα. Η δουλειά δεν προχωρούσε γιατί τα περισσότερα και τα καλύτερα ταφλάνια βρίσκονταν στις ακροκορφές των κλαδιών που μας ήσαν απρόσιτες.
Κάναμε όλες μας κουκάρες (βέργες γυριστές κατά την κορφή).
Μ’ αυτές κατεβάσαμε τις κορφές των πιο χαμηλών κλαδιών και μαζεύαμε τον καρπό τους. Στο μεταξύ τρώγαμε κι’ όλας με τα 5 δάχτυλα. Δεν αφήναμε κανένα ώριμο τσαμπί που να μην το μαδήσουμε. Πόσο ωραία ήταν η θέα απείρων δαφνοκερασιών παραφορτωμένων με ώριμα και χοντρά ταφλάνια!
Αντιθέτως πόσο ερημικό και βουβό ήταν το περιβάλλον. Αν τύχαινε να περιπλανηθή κανένας, και ο πιο τολμηρός άνθρωπος του κόσμου, μεσ’ τα δάση αυτά θα πάθαινε πανικό χωρίς αμφιβολία και ίσως και θα παραφρονούσε.
Άγρια μεγαλοπρέπεια της φύσης, ερημιά απέραντη. Η φωνή μας αντηχούσε παράξενα στις άγριες αυτές χαράδρες, κι όλες μας είχαμε την προαίσθηση πως θα ‘χωμε νταλαβέρια με τους λύκους. Τα καλάθια μας δεν τα κάναμε μισά και νύχτωσε. Στρέψαμε όλες μας τα μάτια στον οδηγό, κι αυτός μας έρριξε κάπου εκεί μέσα σε μια ερειπωμένη μάντρα για να κοιμηθούμε.
Η μάντρα αυτή μας έσωσε. Όχι μονάχα μας προφύλαξε κατάτι από το τσουχτερό κρύο, παρά κι’ εμπόδισε τους λύκους να μας κάνουν μεζέ.
Δεν πήρε δύο ώρες η νύχτα, και οι φωνές ακούστηκαν γύρω μας. Τσακάλια φώναζαν, λύκοι ούρλιαζαν απειλητικά. Η φωτιά μας άναβε σαν καμίνι, κι’ εγώ βασιζόμενη στη φωτιά άνοιξα την πόρτα της μάντρας και πέταξα κατά τις φωνές 2-3 αναμμένα μεγάλα δαυλιά.
Όλη τη νύχτα αντί να τρομάξουμε και να πανικοβληθούμε, εμείς γελούσαμε, διασκεδάζαμε, και δεν χορταίναμε ν’ ακούωμε τις αγριοφωνάρες των τσακαλιών και των λύκων. Να μας ζήσουν!
Το πρωί της άλλης μέρας λύκοι και τσακάλια γίνηκαν καπνός, κι’ εμείς με την ησυχία μας τότε μαζέψαμε κι’ άλλα ταφλάνια, γεμίσαμε τα καλάθια μας και ύστερα διασχίσαμε τα ίδια δάση, περάσαμε τις ίδιες μονότονες και άγριες λαγκαδιές, και νά μας ήρθαμε τώρα τσακισμένες απ’ τη μεγάλη κούραση.
Η αφήγηση αυτή της μαμάς μάς ενθουσίασε τόσο όσο δε μπορούσε να μας ενθουσιάση και το καλύτερο παραμύθι του κόσμου. Για μια εβδομάδα τα παιδιά της γειτονιάς μας αφήσανε το φαγί. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ τρώγανε ταφλάνια, όλο ταφλάνια. Τα τρωγανε αχόρταγα, και μερικά παιδιά κατεβάζανε και τα κουκούτσια. Τα σπίτια έξω μέσα, οι δρόμοι και τα σοκάκια ήσαν σπαρμένα με κουκούτσια ταφλανιών. Η χαρά και η ευθυμία βασίλευαν στο μαχαλά μας. Σωστός παράδεισος για τα παιδιά, τα Σαντετόπαιδα, που βλέπανε τα φρούτα από την τρύπα.
Ζήτω η Γαλλίανα που μας χάριζε μέρες ευτυχίας και χαράς.
Μιλτ. Νυμφόπουλος