Πάμε στο… αρχαίο 1903; Σαν σήμερα λοιπόν εκείνη τη χρονιά ήρθε στη ζωή η Δόρα Στράτου (εκ του Δωροθέα). Μητέρα της η Μαρία Κορομηλά, κόρη του δημοσιογράφου και θεατρικού συγγραφέα Δημήτρη Κορομηλά (έργα του Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας και Η τύχη της Μαρούλας), από παλιά αθηναϊκή οικογένεια. Πατέρας της ο Νικόλαος Στράτος, δικηγόρος από το Λουτρό Αιτωλοακαρνανίας και μετέπειτα υπουργός.
Μεγάλωσε στο μεγαλοαστικό περιβάλλον της Αθήνας των αρχών του 20ού αιώνα.
Πήγαινε στους χορούς των ανακτόρων, μάθαινε ξένες γλώσσες και τραγούδι, έκανε παρέα με τους γόνους των ισχυρών οικογενειών. Στο πιάνο είχε δάσκαλο τον Δημήτρη Μητρόπουλο. Παρακολουθούσε τις θεατρικές παραστάσεις και τις συναυλίες, ένα πάθος που διατήρησε σε όλη της τη ζωή.
Όλα αυτά σας κάνουν πολύ μαγικά και αστικά. Και ήταν. Μόνο που η συνέχεια γίνεται πολύ τραγική.
Η εκτέλεση που την σημάδεψε
Βρισκόμαστε στα ταραγμένα χρόνια του προηγούμενου αιώνα. Ο πατέρας της Δόρας, ο Νικόλαος Στράτος, από υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη, προσχώρησε στο κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθέριου Βενιζέλου και έγινε υπουργός Ναυτικών.
Το 1913 πέρασε στους αντιβενιζελικούς και διετέλεσε πρωθυπουργός για λίγες ημέρες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Τότε καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία και τουφεκίστηκε.
Η μητέρα της μαζί με τη Δόρα και το μικρότερο αδελφό της Ανδρέα έφυγαν από την Ελλάδα. Από την πλούσια ζωή βρέθηκαν απότομα στο κατώφλι της φτώχειας, καθώς η περιουσία τους είχε δημευθεί. Η 19χρονη κοπέλα υπέστη το ψυχικό τραύμα της εκτέλεσης του πατέρα και του κοινωνικού υποβιβασμού. Έμεινε για 10 χρόνια στο εξωτερικό –Βερολίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη– με τη μητέρα της.
Η επιστροφή και το θέατρο Τέχνης
Ξαναγύρισε το 1932. Ο αδελφός της Ανδρέας είχε σπουδάσει νομικά και είχε εκλεγεί βουλευτής. Η Δόρα άρχισε τότε να συναναστρέφεται με τη νέα γενιά πνευματικών ανθρώπων του Μεσοπολέμου. Έλαβε δραστήρια μέρος στο φιλανθρωπικό έργο της Αρχιεπισκοπής κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Το 1942 ο σκηνοθέτης Κάρολος Κουν είχε συσπειρώσει γύρω του μια πλειάδα καλλιτεχνών· ανάμεσα σε αυτούς ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Μάνος Χατζιδάκις και πολλοί άλλοι. Η Δορα Στράτου τον βοήθησε να ιδρύσει το Θέατρο Τέχνης και έγινε το δεξί του χέρι στα διοικητικά θέματα.
Για το πώς μια γυναίκα μεγαλοαστικής κουλτούρας και αισθητικής συνεργάστηκε με έναν ανήσυχο, σχεδόν επαναστάτη δημιουργό όπως ο Κουν, την απάντηση θα την βρείτε στο θέμα ταλέντου. Αλλά και στο πείσμα, στο μεράκι και στην ανάγκη για δημιουργία που όχι μόνο γεφύρωσαν τις όποιες διαφορές, αλλά έκαναν και σπουδαία πράγματα – παρά τα οικονομικά προβλήματα, αλλά και τα προβλήματα στέγης, που προέκυψαν.
Η μεγάλη ανατροπή
Το 1952 η Δόρα Στράτου παρακολούθησε το κρατικό φολκλορικό συγκρότημα της (τότε ενωμένης) Γιουγκοσλαβίας που περιόδευε τις διάφορες χώρες προβάλλοντας δημοτικούς χορούς, μουσικές και τοπικές φορεσιές. Ήταν κάτι πρωτοφανές για την Ελλάδα.
Τα συγκροτήματα που υπήρχαν εδώ ήταν ελάχιστα, με πρωτοπόρο το Λύκειο Ελληνίδων· έδιναν δυο-τρεις παραστάσεις το χρόνο περιστασιακά, με φορεσιές Αμαλίας.
Ο καθηγητής της Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Γεώργιος Μέγας πρότεινε τη δημιουργία εθνικού συγκροτήματος στην Ελλάδα. Η Δόρα Στράτου ζήτησε βοήθεια από τον Σοφοκλή Βενιζέλο, αντιπρόεδρο της τότε κυβέρνησης Πλαστήρα. Η ιδέα ήταν να δημιουργηθεί ένα μόνιμο συγκρότημα, ικανό να δίνει καθημερινές παραστάσεις, να κάνει περιοδείες στο εξωτερικό, με μεγάλο ρεπερτόριο, με πλούσια ιματιοθήκη, και γενικά με ένα πρόγραμμα που να κερδίζει το κοινό.
Έτσι ίδρυσε το σωματείο «Ελληνικοί χοροί – Δόρα Στράτου», το 1953.
«Σκέφτηκα τότε», έλεγε η Δόρα Στράτου, «δεν θα βρεθεί ένας άνθρωπος να μαζέψει τους χορούς μας; Κάποιος τότε έγραψε από την Αμερική στο υπουργείο Τύπου, αν υπάρχει ένα φολκλορικό ελληνικό συγκρότημα να πάει στην Αμερική και έτσι με φώναξαν και έτσι ξεκίνησα».
Όλα αυτά τα χρόνια είχε συνδεθεί φιλικά και είχε βοηθήσει αμέτρητους ανερχόμενους καλλιτέχνες και διανοούμενους – τώρα μπορούσε να τους χρησιμοποιήσει σαν επιτελείο της.
Σε ηλικία 50 ετών ξεκίνησε με ορμή μια νέα ζωή δουλεύοντας εξαντλητικά. Ο Τσαρούχης έφτιαχνε φορεσιές με ζωγραφιστά κεντήματα για το ξεκίνημα. Εκείνη γύριζε στα χωριά μαζεύοντας χορούς, τραγούδια, φορεσιές και κοσμήματα, συγκεντρώνοντας έτσι τη μεγαλύτερη συλλογή στην Ελλάδα.
Αυτό μπορεί να ακούγεται πολύ ταξιδιωτικό και glam, αλλά μιλάμε για την Ελλάδα του 1950 και του 1960. Αυτό μεταφράζεται σε κακοτράχαλους δρόμους, σε αρκετές περιοχές ανύπαρκτο οδικό δίκτυο, και μετακίνηση ακόμα και με ζώα ή με τα πόδια. Όμως όλα αυτά δεν την πτόησαν. Εάν κάποιος να της έλεγε ότι υπάρχει υλικό ή άνθρωποι που μπορούν να βοηθήσουν και ζουν σε ένα ξεχασμένο χωριό, η Στράτου έτρεχε.
Οι κόποι της όμως επιβραβεύτηκαν. Επέλεξε τους καλύτερους χορευτές και οργανοπαίχτες για να πλαισιώσουν το συγκρότημα που άρχισε να δίνει παραστάσεις στην Ελλάδα και να περιοδεύει θριαμβευτικά σε 21 χώρες.
Τα χρόνια της χούντας
Το 1963 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έδωσε εντολή να κατασκευαστεί ειδικά για το συγκρότημα ένα θέατρο στο Λόφο Φιλοπάππου. Η Δόρα Στράτου αναγνωρίστηκε, και δη σε μια εποχή που οι ξένοι ήχοι εισέβαλαν και στην ελληνική κοινωνία.
Όμως τα προβλήματα είχαν τέλος. Το 1967 η Δόρα Στράτου συνελήφθη από τη χούντα γιατί έκρυβε στο σπίτι της τον Χρήστο Λαμπράκη. Η Μελίνα Μερκούρη μόλις έμαθε το νέο ξεσήκωσε όλο τον κόσμο στο εξωτερικό και πέτυχε την αποφυλάκισή της.
Ειρωνεία της τύχης: Την ίδια χρονιά πήρε το Παγκόσμιο Βραβείο Θεάτρου, τη σημαντικότερη διεθνή διάκριση, ενώ βραβεύτηκε και από την Ακαδημία Αθηνών και πήρε και επιχορήγηση από το Ίδρυμα Φορντ. Φυσικά την περίοδο της χούντας οι κινήσεις που έγιναν ήταν περιορισμένες και με το… φόβο των Ιουδαίων.
Η καταξίωση και ο σεβασμός
Η Δόρα Στράτου συνέχισε να εργάζεται συστηματικά για το όραμά της. Μεταξύ άλλων, έγραψε τρία βιβλία: Μια παράδοση, μια περιπέτεια, Ελληνικοί χοροί, ένας ζωντανός δεσμός με το παρελθόν, και Ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί. Παράλληλα εξέδωσε μια από τις μεγαλύτερες στον κόσμο σειρές δημοτικής μουσικής.
Η Δόρα Στράτου έμεινε ενεργή μέχρι το 1983, οπότε αποσύρθηκε για λόγους υγείας.
Πέθανε στις 20 Ιανουαρίου του 1988. Με το θεληματικό της χαρακτήρα, τη συστηματική και επίμονη εργασία της, το πάθος για την παράδοση μάς άφησε ως κληρονομιά ένα σπουδαίο έργο. Χάρη σε αυτή τη μοναδική γυναίκα διασώθηκε τεράστιο υλικό από την πολιτιστική μας παράδοση. Και αυτό ήταν το καμάρι της πλούσιας ζωής της.
Σπύρος Δευτεραίος