Ήταν 9 Ιουλίου του 1956 και τίποτα δεν προμήνυε την καταστροφή που χτύπησε στις 05:12 τα ξημερώματα τους κατοίκους της Αμοργού και της Σαντορίνης. Μέσα σε λίγα λεπτά, δονήσεις μεταξύ 7,2 και 7,8 Ρίχτερ ισοπέδωσαν τα δύο νησιά, ενώ τους διαδέχθηκε το μεγαλύτερο τσουνάμι των τελευταίων δύο αιώνων στη Μεσόγειο.
Δύο βοσκοί σκαρφαλωμένοι στα βράχια κατά μήκος της νότιας ακτής του νησιού της Αμοργού, έγιναν τότε αυτόπτες μάρτυρες ενός κύματος ιδιαίτερα ψηλού, τουλάχιστον 20 μέτρων, ενώ το νησί της Αστυπάλαιας είχε πλημμυρίσει επίσης με κύματα ύψους δέκα μέτρων.
Τραγικός απολογισμός του ισχυρότερου σεισμού που σημειώθηκε στην Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα ήταν 53 νεκροί, 100 τραυματίες, ενώ κατέρρευσαν 529 σπίτια. Η απήχηση της τραγωδίας ήταν τόσο μεγάλη, που το αμέσως επόμενο διάστημα επισκέφθηκαν τη Σαντορίνη τόσο ο βασιλιάς Παύλος με τη βασίλισσα Φρειδερίκη, όσο και ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Τα αίτια του σεισμού
Με τα πενιχρά επιστημονικά μέσα της εποχής, υπολογίστηκε ότι ο σεισμός είχε σημειωθεί στον υποθαλάσσιο χώρο μεταξύ Αμοργού και Σαντορίνης. Ωστόσο η ακριβής θέση και το βάθος του αποτέλεσαν αντικείμενο συζήτησης για πολλές δεκαετίες, ενώ η πηγή τους παρέμενε αινιγματική και το ερώτημα ποιο ρήγμα ευθυνόταν για τον σεισμό αυτό, ταλάνιζε τους επιστήμονες για χρόνια.
Φέτος, 68 χρόνια μετά, μια διεθνής ομάδα με ερευνητές από το Geoazur-Universite Cote d’ Azur, το Institut de Physique du Globe de Paris, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το εργαστήριο Γεωλογίας της Ecole Normale Superieur de Paris και το εργαστήριο Vicorob του Πανεπιστημίου της Girona, εντόπισε έπειτα από πολυετή έρευνα το ρήγμα που προκάλεσε τον σεισμό, αλλά και τη μετακίνηση που έγινε στον υποθαλάσσιο πυθμένα.
Ήταν το 2015 όταν η διεθνής ωκεανογραφική αποστολή χαρτογράφησε τον θαλάσσιο πυθμένα μεταξύ της Σαντορίνης και της Αμοργού αποκαλύπτοντας τρία κύρια ρήγματα που βρίσκονται περίπου 700 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Το 2022, η επόμενη αποστολή με το γαλλικό ωκεανογραφικό σκάφος Europe αναχώρησε από το Ηράκλειο της Κρήτης και κατευθύνθηκε προς τα ρήγματα αυτά. Συγκεκριμένα τμήματα των ρηγμάτων χαρτογραφήθηκαν σε πολύ υψηλή ανάλυση μικρότερη από ένα μέτρο, από ένα αυτόνομο υποβρύχιο όχημα βαθέων υδάτων (AUV IdefX), το οποίο μπόρεσε να καταδυθεί και να ταξιδέψει κοντά στον βυθό.
Έναν χρόνο μετά, σε νέα αποστολή με το ίδιο ερευνητικό σκάφος, η επιστημονική ομάδα είχε μαζί της ένα υποβρύχιο ρομποτικό όχημα, το Ariane, το οποίο ήταν εξοπλισμένο με κάμερες που επέτρεπαν στους επιστήμονες να παρατηρήσουν τον βυθό της θάλασσας σε 4Κ. Όπως λέει χαρακτηριστικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η καθηγήτρια του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του ΕΚΠΑ, Παρασκευή Νομικού, η οποία συμμετείχε στην αποστολή και στη δημοσίευση, το ρομποτικό όχημα «ήταν ουσιαστικά τα μάτια του επιστήμονα». Ο στόχος ήταν να διερευνηθούν εκτενέστερα τα τμήματα των ρηγμάτων που είχαν επιλεγεί και να εντοπιστεί η πηγή αυτών των μεγάλων γεγονότων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που θαλάσσιοι γεωλόγοι εντοπίζουν σεισμικά ρήγματα στον πυθμένα της θάλασσας με ρομποτικά οχήματα. Αυτό έχει επιτευχθεί στην Καραϊβική και στην Ιαπωνία για τους σεισμούς του 2004 και του 2011, αντίστοιχα, που προκάλεσαν τσουνάμι. Εδώ, όμως, αναζητήθηκε το ρήγμα ενός παλαιότερου και λιγότερο τεκμηριωμένου σεισμού και τσουνάμι, των οποίων η πηγή παρέμενε αινιγματική.
Όπως διαπιστώθηκε κατά την έρευνα, η μετακίνηση του υποθαλάσσιου πυθμένα κατά τη διάρκεια του μεγάλου αυτού σεισμού ήταν κατ’ ελάχιστον εννιά μέτρα και σε ορισμένα σημεία έφτανε ακόμα και τα 16 μέτρα. «Πρόκειται για πολύ μεγάλη μετακίνηση, αλλά δικαιολογείται για έναν σεισμό που “ακούμπησε” τα 7,8 Ρίχτερ», παρατηρεί η Π. Νομικού.
Σύμφωνα με την ανάλυση των δεδομένων, το ρήγμα που ενεργοποιήθηκε κατά τον σεισμό ήταν το ρήγμα της Αμοργού.
Επίσης, οι ερευνητές εντόπισαν ότι το τσουνάμι προκλήθηκε από τη μεγάλη μετακίνηση του ρήγματος και όχι από υποθαλάσσιες κατολισθήσεις, όπως υποστηρίχθηκε κατά το παρελθόν. Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Communications Earth & Environment» του ομίλου Nature.
Η έρευνα εντάσσεται στο πρόγραμμα «AMORGOS», που χρηματοδοτείται από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών της Γαλλίας και γαλλικά ερευνητικά ιδρύματα και θα συνεχιστεί μέχρι το 2029. Επόμενος στόχος της έρευνας, σύμφωνα με την Π. Νομικού, είναι να μελετηθεί η συνέχεια του ρήγματος στον χερσαίο χώρο και η μετακίνησή του.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ/Μαρία Κουζινοπούλου