«Για περισσότερα από δέκα χρόνια από την κοίμηση του αγίου Γεώργιου Καρσλίδη, η περιοχή όπου μόναζε παρέμενε παραμελημένη και μετατράπηκε σε λόγγο με βάτα. Τη δεκαετία του ’70 μια γυναίκα από την περιοχή ήθελε να μονάσει και γύρισε μαζί με άλλες γυναίκες πολλά μέρη της χώρας για να βρει τη γαλήνη της.
»Στον ύπνο της έβλεπε τον άγιο, ο οποίος της έλεγε “Ελάτε σε μένα”, κι έτσι σκέφθηκε να τελέσουν μια αγρυπνία εδώ. Κατά τη διάρκειά της βγήκε φως από τον τάφο του αγίου κι έπεσε πάνω της. Τι άλλο να δει; Έτσι ξεκίνησε να χτίζει το μοναστήρι, ονομάστηκε Ακυλίνα και έγινε η πρώτη ηγουμένη σε αυτό», έλεγε το 2021 στο pontosnews.gr και τον Ρωμανό Κοντογιαννίδη η ηγουμένη της μονής Αναλήψεως του Σωτήρος στη Δράμα, Πορφυρία.
Η Ακυλίνα στην οποία αναφερόταν ήταν η κατά κόσμον Ερασμία Παρμαξίδου, κόρη του Γεώργιου και Ευτυχίας, που γεννήθηκε στα Θείρα της Σμύρνης στις 23 Απριλίου 1921.
Κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή επτά συγγενείς της μαρτύρησαν στην αγχόνη, κι έτσι η οικογένειά της εγκατέλειψε τη Μικρά Ασία και ήρθαν πρόσφυγες στον Πειραιά τον Σεπτέμβριο του 1922, και λίγο καιρό αργότερα εγκαταστάθηκαν στη Δράμα. Σε ηλικία μόλις 13 ετών η Ερασμία πήρε την απόφαση να αφιερωθεί στον Θεό, με προσευχή αλλά και προσφορά στον συνάνθρωπο.
Δύο χρόνια αργότερα, μαζί με τη μητέρα της ανέβηκαν με τα πόδια στη Σίψα (τώρα Ταξιάρχες), κοντά στην πόλη της Δράμας, για να επισκεφτούν το μοναστήρι της Αναλήψεως και να συναντήσουν τον άγιο Γεώργιο Καρσλίδη. Όταν εξομολογήθηκε, εκείνος κατάλαβε τις προθέσεις της. Αν και ήταν 15 χρόνων, την αποκάλεσε «Μάνα Ερασμία» προβλέποντας τον ηγετικό ρόλο που θα αποκτούσε μέσα στην Εκκλησία.
Της όρισε θέση στο αναλόγιο της Μονής και την έμαθε να ψάλλει όσους ύμνους γνώριζε στην ελληνική γλώσσα.
Λόγω της σκληρής βουλγαρικής κατοχής ωστόσο, η οικογένεια μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη. Η νεαρή Ερασμία πρωτοστατούσε στα συσσίτια στην περιοχή του Λαγκαδά και γενικά πρόσφερε σημαντική βοήθεια σε συνανθρώπους της. Συμμετείχε και στην Εθνική Αντίσταση, και με κίνδυνο της ζωής της είχε αναλάβει την τροφοδοσία των αντιστασιακών κρατουμένων στο στρατόπεδο «Παύλου Μελά», που είχε μεταβληθεί σε τόπο κράτησης και βασανιστηρίων από τους Γερμανούς.
Τη δεκαετία του 1950, με τη λήξη τού πολέμου και της βουλγαρικής κατοχής, επέστρεψε στην πόλη της. Άρχισε να διοργανώνει συσσίτια, ξεκίνησε τις κατασκηνώσεις της Μητρόπολης στον Γρανίτη, οργάνωσε τη ΧΕΝ Δράμας, προστάτευε και κατηχούσε κορίτσια που βρίσκονταν σε ανάγκη κατά την μετακατοχική εκείνη περίοδο.
Σχημάτισε μάλιστα γυναικεία αδελφότητα με σκοπό την αφιέρωσή τους στον μοναχισμό, η οποία (με επικεφαλής την Ερασμία και υπό την επίβλεψη του μητροπολίτη Δράμας Διονυσίου), τον Απρίλιο του 1970 εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Σίψας, στο εγκαταλελειμμένο ναΰδριο της Αναλήψεως.
Μαζί με τις άλλες γυναίκες ξεκίνησαν αγώνα για να ευπρεπίσουν το χώρο.
Επί ένα εξάμηνο έκαιγαν σκουπίδια, καθάριζαν πέτρες και βοηθούσαν τους εργάτες στο χτίσιμο. Εργάζονταν ακούραστα με πολλές στερήσεις και προσωπικό κόπο, ενώ τα βράδια έμεναν σε εγκαταλειμμένα σπίτια πού ήταν κοντά στη Μονή.
Στις 17 Ιουλίου του ίδιου έτους, σε ηλικία 49 ετών, πήρε το μέγα σχήμα και ονομάστηκε μοναχή Ακυλίνα. Στην αδελφότητα είχε ενταχθεί στο μεταξύ και άλλη μία Μικρασιάτισσα –μεγάλη μορφή του γυναικείου μοναχισμού–, η γερόντισσα Άννα Μακκαβαίου (1893-1981). Τα εγκαίνια της Μονής τελέστηκαν στις 25 Απριλίου 1971, από τον μητροπολίτη Δράμας Διονύσιο.
Η Μικρασιάτισσα Ακυλίνα εγκατέλειψε τα εγκόσμια στις 16 Νοεμβρίου του 2006, συνδέοντας για πάντα το όνομά της με τη Δράμα και με τον Άγιο Γεώργιο Καρσλίδη.
Ο Άγιος Παΐσιος την χαρακτήριζε «Γερόντισσα των Γεροντισσών» και ο Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης την αποκαλούσε «Χερουβείμ με χρυσά φτερά».