Η συνάντηση Γεραπετρίτη-Φιντάν δεν ξεκαθάρισε το πεδίο στο ερώτημα πού οδηγούνται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οι δύο υπουργοί περιορίστηκαν σε ωραία λόγια περί καλής γειτονίας, ευκαιρίας που δεν πρέπει να χαθεί ώστε να δημιουργηθεί μια αιώνια φιλία και άλλα παρόμοια λαϊκής κατανάλωσης. Επί της ουσίας, δημοσίως, τίποτε.
Δεν πρέπει να ήταν ίδιο το κλίμα και στην κατ’ ιδίαν συνάντηση αλλά η κυβέρνηση ακολουθεί μια πολύ αυστηρή μυστική διπλωματία και δεν θα μάθουμε τίποτε. Θα δούμε την τελική εικόνα αλλά όταν την δούμε μπορεί να είναι αργά.
Με βάση όσα έχουν προηγηθεί υπάρχουν δύο ζητήματα. Το ένα είναι το τι θα συζητηθεί μεταξύ των δύο πλευρών και το άλλο πώς θα λύσουν το πρόβλημα ή τα προβλήματα. Με συμφωνία μεταξύ τους ή με συνυποσχετικό;
Στο ερώτημα τι θα συζητηθεί υπάρχει μια ουσιώδης διαφωνία. Η μεν ελληνική πλευρά αναγνωρίζει ένα, μόνο, πρόβλημα, τον καθορισμό ΑΟΖ και Υφαλοκρηπίδας (αν και μερικές φορές η Αθήνα μιλά για θαλάσσιες ζώνες και οι θαλάσσιες ζώνες περιλαμβάνουν και τα χωρικά ύδατα), η δε τουρκική θέλει ολική προσέγγιση των προβλημάτων όπως λέει. Όλα στο τραπέζι. Το όλα στο τραπέζι περιλαμβάνει και ζητήματα κρατικής κυριαρχίας.
Πώς θα ξεπερασθεί η διαφορά; Η συνάντηση των υπουργών δεν μας έδωσε καμιά σχετική ένδειξη. Αν οι δύο πλευρές μείνουν στις θέσεις τους δεν θα υπάρξει πρόοδος στις συνομιλίες. Και δεν θα μπορέσει να συνταχθεί και συνυποσχετικό. Θα δεχθεί η Αθήνα να περιληφθεί στο συνυποσχετικό ζήτημα αμφισβήτησης κρατικής κυριαρχίας; Ειρήσθω εν παρόδω πως ένα από τα αιτήματα που θέτει η Τουρκία είναι και η κατοχή 153 νησιών που ανήκουν στην Ελλάδα, αρκετά από τα οποία κατοικούνται. Η Άγκυρα επικαλείται ότι δεν δόθηκαν ονομαστικά στην Ελλάδα ενώ η σχετική ρύθμιση της Λοζάνης προβλέπει σαφώς την απόδοσή τους με ρητή αναφορά στο τι ανήκει στην Τουρκία.
Η ανησυχία της δεξιάς εσωκομματικής αντιπολίτευσης του κ. Μητσοτάκη, (άλλη αντιπολίτευση στο πολιτικό φάσμα δεν υπάρχει, καταγίνεται με τις φράξιες και τους φραξιονισμούς της) ανησυχεί για το ότι εάν το πρώτο πιάτο στο μενού θα είναι η θέση της ελληνικής πλευράς (Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ) θα ακολουθήσει και δεύτερο πιάτο με τις τουρκικές αξιώσεις. Είναι μια τακτική τεμαχισμού του ζητήματος από τον κ. Γεραπετρίτη και προσέγγισής του με τέτοιον τρόπο ώστε να μην διακρίνονται οι υποχωρήσεις αλλά η τελική εικόνα θα είναι ένα καλό επιδόρπιο για την απέναντι πλευρά. Έχει δίκαιο η εσωτερική αντιπολίτευση στον κ. Μητσοτάκη;
Η εκλογή Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες αναμένεται να επηρεάσει την δυναμική διαμόρφωσης νέων ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και στα ελληνοτουρκικά. Η ανησυχία ότι η καλή σχέση του παρελθόντος μεταξύ Τραμπ και Ερντογάν θα επηρεάσει αρνητικά τα ελληνικά συμφέροντα δεν έχει βάση. Οι μέχρι, τώρα, δηλώσεις του Τραμπ παραπέμπουν σε μια ισχυρότερη, από τη σημερινή, υποστήριξη του Ισραήλ και την ενθάρρυνσή του να ξεκαθαρίσει ευρύτερα το τοπίο στη Μέση Ανατολή, ακόμη και σε ό,τι αφορά το Κουρδικό και την Τουρκία, προκαλεί μεγαλύτερο πονοκέφαλο στην Άγκυρα παρά στην Αθήνα.
Η Αθήνα ανησυχεί εμμέσως και αντανακλαστικά. Αν δημιουργηθεί κουρδικό κράτος που μπορεί να επηρεάσει, ακόμη, και το εσωτερικό της Τουρκίας, μήπως ως εξισορρόπηση τής δοθεί αντάλλαγμα δυτικά, στην Ανατολική Μεσόγειο, εκεί όπου διεκδικεί θαλάσσιες ζώνες.
Αλλά όλα αυτά είναι, ακόμη, υποθέσεις.
Το ερώτημα, εν προκειμένω, είναι εάν τα ελληνοτουρκικά έχουν μια αυτόνομη δυναμική ή επηρεάζονται από τις γειτονικές εξελίξεις.
Παλαιότερα, ίσως, είχαν μια αυτονομία. Σήμερα, με τις αναμενόμενες γεωπολιτικές αλλαγές, μάλλον, θα επηρεαστούν από τις εξελίξεις στην περιοχή. Αν αυτό ισχύει, έχει μελετήσει η Αθήνα τι την συμφέρει; Να πάει σε συμφωνία ή να αναμένει;
Όλοι αναμένουν ότι η εκλογή Τραμπ θα μεταβάλλει, άρδην, την παγκόσμια γεωπολιτική και, προφανώς, την γεωπολιτική της περιοχής μας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη πρέπει να διακατέχεται από μια αγωνία και αβεβαιότητα για το πώς θα προσληφθεί από τη νέα αμερικανική διοίκηση και τις ισορροπίες που θα διαμορφώσει με άλλες ισχυρές δυνάμεις η μέχρι σήμερα συμπεριφορά της.
Ο τρόπος που διαχειρίσθηκε ο κ. Μητσοτάκης τις νομοτελειακές επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (ο τρόπος, όχι οι επιλογές) υπάρχει κίνδυνος να φέρουν την Ελλάδα σε δύσκολη θέση στο αναδυόμενο περιβάλλον. Ο Έλληνας πρωθυπουργός κάνει εναγώνια προσπάθεια αναζήτησης επαφής με τον πυρήνα της νέας αμερικανικής διοίκησης και η συνάντησή του με τον Μάικ Πομπέο πριν από μερικές ημέρες ήταν αποτέλεσμα αυτής της αγωνίας.
Αρκετά θα εξαρτηθούν από τη στελέχωση της νέας αμερικανικής κυβέρνησης αλλά την τελική πινελιά την βάζει στα μεγάλα ζητήματα ο πρόεδρος.
Την ελληνική εξωτερική πολιτική θα έπρεπε να την απασχολούν και οι αλβανικές μεθοδεύσεις αλλά η Αθήνα αδιαφορεί για τα Βαλκάνια. Ήδη, την επηρεάζουν αλλά θα την επηρεάσουν, ακόμη, βαθύτερα. Αλλά είναι ανεξήγητη η αδιαφορία της.
Άνθρωποι που γνωρίζουν καλά τον αλβανικό παράγοντα θεωρούν βέβαιο ότι ο Αλβανός πρωθυπουργός και το περιβάλλον του μεθοδεύουν να θέσουν κάποια στιγμή θέμα αλβανικής μειονότητας στην Ελλάδα αλλά η αδιαφορία της Αθήνας είναι παροιμιώδης ενώ τα σημάδια είναι ορατά.
Υπάρχει ένα σημείο της επίσκεψης Ράμα στο οποίο δεν έγινε αναφορά από τα ελληνικά ΜΜΕ, μάλλον σκοπίμως. Ο Ράμα έφερε στη Θεσσαλονίκη τις πρώτες 8 από τις 50 Αλβανίδες δασκάλες, που θα διδάξουν την αλβανική γλώσσα (και ιστορία) στα παιδιά της αλβανικής διασποράς. Το πρόγραμμα αυτό υποστηρίζεται οικονομικά από την αλβανική κυβέρνηση και όλοι οι επιλεγμένοι εκπαιδευτικοί θα αμείβονται με μηνιαίο μισθό από το Υπουργείο Παιδείας και Αθλητισμού της Αλβανίας.
Το πρόγραμμα ονομάζεται Mësues për Greqinë (δασκάλες για την Ελλάδα). Αρχικά το πρόγραμμα θα περιοριστεί στη διδασκαλία της αλβανικής γλώσσας για τα παιδιά των Αλβανών στην Ελλάδα. Στη συνέχεια όμως θα επεκταθεί στη διδασκαλία της αλβανικής λογοτεχνίας και ιστορίας. Τα μαθήματα θα ξεκινήσουν άμεσα και στη Θεσσαλονίκη.
Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ο Ράμα γνωρίζει ότι η Θεσσαλονίκη έχει έναν μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων στα δεξιά της ΝΔ, που στο παρελθόν έχουν επιδείξει μεγάλη ευαισθησία στα εθνικά θέματα. Ο Ράμα είναι ένας πανέξυπνος πολιτικός που εκμεταλλεύτηκε και θα εκμεταλλευτεί τον Δεξιό και πατριωτικό προσανατολισμό της Θεσσαλονίκης. Κοινοποίησε το πρόγραμμα με κάθε επισημότητα στη Θεσσαλονίκη και επιδιώκει ακραίες αντιδράσεις, που αν συμβούν, θα πλήξουν την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό.