«Έχω δύο μεγάλες αγάπες. Η μία είναι η λογοτεχνία – μαζί και το θέατρο – και η δεύτερη είναι η θάλασσα. Αγαπώ πολύ τη θάλασσα, το ψάρεμα, τους ανθρώπους της θάλασσας. Η θάλασσα με γοητεύει, είναι ένα στοιχείο με φοβερή κίνηση… Έρχομαι εδώ και συγκεντρώνομαι, γράφω – έχω γράψει πολλά ποιήματα δίπλα στη θάλασσα…», είχε πει σε τηλεοπτική συνέντευξή του, ο Νότης Περγιάλης.
Μπορεί να έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό, από τον κινηματογράφο, όμως η ζωή του ήταν η συγγραφή και γενικότερα η δημιουργία. Μάλιστα μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του, είχε οργανώσει μια θεατρική ομάδα στους Αγίους Θεοδώρους. Την περιοχή όπου ζούσε και όπως αποδείχτηκε δημιουργούσε.
Και όπως θα δείτε έχει κάνει πολλά και επιτυχημένα πράγματα στη ζωή του, μόνο που η σεμνότητά του, τον έκανε να μην βγαίνει να τα διατυμπανίζει. Ξέρετε, για παράδειγμα, ότι το παρακάτω τραγούδι είναι σε δικούς του στίχους;
Από τις σπουδές, στο βουνό
Συγγραφέας και στιχουργός, ηθοποιός, σκηνοθέτης, ο Νότης Περγιάλης γεννήθηκε στις 16 του Αυγούστου 1920 στα Ανώγεια Σπάρτης και έφυγε σαν σήμερα το 2009.
Βίωσε τη φτώχεια από μικρό παιδί, αλλά αυτό δεν πτόησε τη δίψα του για μάθηση. Παρόλο που σύμφωνα με τα λεγόμενά του ήταν κακός μαθητής. «Είναι αλήθεια πως μ’ ενδιέφεραν περισσότερο τα δικά μου διαβάσματα. Μ’ αυτά ονειρευόμουν και ανακάλυπτα έναν κόσμο δικό μου», είχε παραδεχθεί. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο παρακολούθησε –επιθυμία του πατέρα του– χωρίς ενδιαφέρον μια σχολή μηχανικών. «Ο δρόμος μου ήταν η τέχνη», είχε δηλώσει επαναλειμμένως.
Η λαϊκή καταγωγή του, αλλά και στη συνέχεια η εκπαίδευσή του δίπλα στον μεγάλο του δάσκαλο Βασίλη Ρώτα και το Θεατρικό Σπουδαστήριο, στάθηκαν για τον ίδιο σχολείο αγώνα, που του δίδαξαν όχι μόνο θέατρο αλλά και στάση ζωής. Σε νεαρή ηλικία εντάχθηκε στο ΕΑΜ της Λακωνίας.
Έχοντας επιλέξει το δύσκολο δρόμο του αγώνα, δε συμμετείχε σ’ αυτόν μόνο με τη φυσική παρουσία του. Από νωρίς έβαλε στην υπηρεσία του και την τέχνη του. Έγραφε, σκηνοθετούσε κι έπαιζε δικά του έργα. Κείμενα με την υπογραφή του φιλοξενήθηκαν και στο περιοδικό της ΕΠΟΝ Νέα Γενιά, μετά την απελευθέρωση.
Δάσκαλοί του, πλην του Ρώτα, οι Βεάκης, Σεβαστίκογλου, Ρίτσος. Εκεί γνώρισε και τον Κατράκη και του έδειξε κάποια γραφτά του. «Έχεις ταλέντο», του είπε. Ο Βεάκης τού ανέβασε το Νυφιάτικο τραγούδι (με θέμα το έθιμο της βεντέτας στη Μάνη). «Σε κάθε παράσταση ο κόσμος χειροκροτούσε ενθουσιασμένος, μας αγκάλιαζε, μας φιλούσε». Ο καλλιτεχνικός του δρόμος είχε ανοίξει.
Η δημιουργία και η χούντα
«Με τον Νότη μάς ενώνει μια δυνατή φιλία. Ξεκινήσαμε από τις ίδιες λαϊκές ρίζες. Τα βιώματά μας είναι ίδια. Οι στόχοι μας οι ίδιοι. Πάντα πολεμήσαμε το ίδιο θεριό κι ονειρευόμαστε ένα λαό με γεμάτα μάτια κι όρθιο κεφάλι», είχε δηλώσει για τον Περγιάλη, ο Μίκης Θεοδωράκης.
Πολυγραφότατος, είχε κάνει μεταξύ άλλων: Θεατρικά έργα (Το κορίτσι με το κορδελάκι, Χρυσό χάπι και Η Αντιγόνη της Κατοχής, Νυφιάτικο τραγούδι, Αυτό το δέντρο δεν το λέγανε υπομονή), μυθιστορήματα (Όταν σηκώθηκαν τα δέντρα, Η καπετάνισσα, Τα παλληκάρια), διηγήματα (Το κόκκινο πουλί) , ποιήματα αλλά και σενάρια (όπως για τη σειρά Ο Χριστός ξανασταυρώνεται)
Όσον αφορά τη στιχουργική του διαδροδή εκτός από το Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι, σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, είχε και άλλα γνωστά και αγαπημένα τραγούδια (Ο λεβέντης, Τι να την κάνω τη χαρά, Το μπλόκο της Καισαριανής) που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης, του τραγουδιού Γκρεμισμένα σπίτια με μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, Νυφιάτικο τραγούδι).
Έχει παίξει σε περίπου τριάντα ταινίες. Σε καμία δεν ήταν πρωταγωνιστής, αλλά όλοι τον θυμόντουσαν. Από τα Κόκκινα φανάρια και το Χώμα βάφτηκε κόκκινο μέχρι την Νεράιδα και το παλικάρι.
Όσον αφορά την περίοδο της χούντας, ο ίδιος είχε αποκαλύψει πως: «Το 1968, στη δικτατορία, όταν κρυβόμουνα, με βοηθούσε ο φίλος Γιάννης Βογιατζής. Ναι, ο γνωστός κωμικός ηθοποιός. Τι ψυχούλα που είναι!»
Οι ιδέες και η στάση ζωής του
«Ένας λογοτέχνης δεν πρέπει να κάθεται σε ένα γραφείο και να γράφει. Εγώ αυτούς τους λέω «σκελετούς των γραφείων», είχε πει σε συνέντευξή του. Και συνέχισε: «Η λογοτεχνία είναι κάτι ζωντανό, ολοζώντανο… Ο λογοτέχνης πρέπει να έρχεται σε επαφή με όλους τους ανθρώπους, ιδιαίτερα με απλούς και ειλικρινείς ανθρώπους…».
Ο ίδιος αν και τη δημιουργική του περίοδο ζούσε στην Αθήνα, ήδη ετοίμαζε την έξοδο του από την πόλη. Έβλεπε όπως αποκαλούσε ο ίδιος την καθημερινή «κτηνοποίηση» και ήθελε να φύγει. Και όταν βρήκε το ησυχαστήριο του στους Αγίους Θεοδώρους δεν καθόταν να αγναντεύει την θάλασσα –που το έκανε και αυτό– αλλά δημιούργησε μια ερασιτεχνική ομάδα, όπου έγραφε και σκηνοθετούσε.
Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Νότη Περγιάλη στον Ριζοσπάστη, τον Γενάρη του 2006, για την εναντίωσή του απέναντι στο αντικομμουνιστικό μνημόνιο που προωθούνταν από την Ευρωπαϊκή Ένωση:
«Τα μονοπάτια στα βουνά υπάρχουν ακόμα. Τα τουφέκια θα βρεθούν. Οι κονδυλοφόροι και οι πένες θα δουλέψουν. Εμείς, σα λαός, δε σκύψαμε το κεφάλι και ούτε πρόκειται να το σκύψουμε. Είμαστε λαός που θυμώνει και δεν ξεχνάει.»
Σπύρος Δευτεραίος