«Στο Γηροκομείο η Μαίρη Λίντα; Γιατί, η Μαίρη Λίντα τι είναι; Δεν είναι άνθρωπος, για να την φροντίσουν και να την περιποιηθούν; Γιατί να μην έρθω εγώ;». Τα παραπάνω λόγια τα είπε η ίδια η Μαίρη Λίντα όταν πριν από μερικά χρόνια έγινε γνωστό ότι η μεγάλη λαϊκή τραγουδίστρια είναι στο Γηροκομείο Αθηνών.
Είδηση που φυσικά έδωσε αφορμή σε πάσης φύσεως «κριτές» να πουν και να γράψουν το μακρύ τους και το κοντό τους.
Η αλήθεια τελικά αποδείχτηκε άλλη, προς μεγάλη απογοήτευσή τους. Ένα σύνθετο πρόβλημα υγείας την ανάγκασε να μπει στο ίδρυμα της λεωφόρου Κηφισίας. Η «μούσα» του Μανώλη Χιώτη είχε ένα ατύχημα και έσπασε το πόδι της, ενώ ενάμιση χρόνο νωρίτερα είχε υποβληθεί σε επέμβαση στο ισχίο. Κι έτσι προτίμησε η ίδια, σε συνεννόηση με την κόρη της Εύα Θεοχάρη, να περάσει το κατώφλι του οικήματος.
«Είναι πάρα πολύ όμορφα, πολύ ήσυχα, περνάμε ωραία, αγαπάμε ο ένας τον άλλον», είπε η Μαίρη Λίντα πριν από δύο χρόνια σε συνέντευξή της, για τη ζωή της στο γηροκομείο.
Και πρόσθεσε: «Είμαι ικανοποιημένη με τον εαυτό μου, που μπορώ και τραγουδάω και χορεύω».
Η γυναίκα που μάγεψε κάποτε τον Λευκό Οίκο, είναι χορτασμένη στη ζωή της και δεν μιζεριάζει. Και σήμερα έχει γενέθλια.
Ο άντρας της ζωής της
Σαν σήμερα λοιπόν, το 1935, γεννήθηκε η Μαίρη Δημητροπούλου στον Πύργο Ηλείας. Από εκεί έφυγε μαζί με την οικογένειά της, όταν ήταν μόλις 7 χρόνων, δηλαδή μέσα στην Κατοχή. Μετακόμισαν στον Κολωνό. Η καριέρα της άρχισε σε μικρή ηλικία, από τα ταλέντα του Ορέστη Λάσκου. Ο τελευταίος ήταν και ο «νονός» της, που από Μαίρη Δημητροπούλου την έκανε «Μαίρη Λίντα».
Ήταν 12 ετών όταν γνώρισε τον Μανώλη Χιώτη. Εκείνος στα 28. Η ίδια περιγράφει την γνωριμία τους: «Εγώ δούλευα τότε στην “Κομπαρσίτα”. Συναντηθήκαμε μια μέρα και μου λέει: “θα σε πάω εγώ στη δουλειά σου”. Ήρθε μαζί μου, τέλειωσε το πρόγραμμα και μου λέει “θα σε πάω εγώ στο σπίτι σου”. Τους γονείς μου τους ήξερε.
»Ξημέρωσε λοιπόν και μου λέει: “πάμε να πιούμε ένα γάλα στη ‘Γαλλία'” –ένα γαλατάδικο στη Σταδίου–, και περιμέναμε να περάσει η ώρα να μην τους ξυπνήσουμε. Μπαίνουμε σπίτι και λέει στον πατέρα μου: “Κυρ-Αλέκο από σήμερα θα σε λέω πατέρα. Εγώ θα παντρευτώ τη Μαίρη”. Αυτό ήτανε. Ξεκάθαρα πράγματα. Εγώ ήμουν ακόμα ανήλικη. Να μην τα πολυλογώ, πήραμε ειδική άδεια και παντρευτήκαμε».
Και ξεκινάει μια καριέρα λαμπερή και ξακουστή. Όμως η πίσω πλευρά της δόξας είχε πολύ μπελά. Δουλεύανε ακατάπαυστα. Έτσι δεν κάνανε και παιδί, ενώ το θέλανε.
Το πρόγραμμά τους ήταν: Την ημέρα κάνανε δίσκους, το απόγευμα θέατρα, τα βράδια στο κέντρο.
Δεν είχανε ρεπό τότε, δουλεύανε επτά ημέρες την εβδομάδα. Παρ’ όλα αυτά κάνανε τη μία επιτυχία μετά την άλλη, ενώ άνοιγαν και πόρτες πρωτόγνωρες για το λαϊκό τραγούδι, όπως η συνεργασία με τον Μίκη Θεοδωράκη.
Και η σχέση τους όμως ήταν εκρηκτική: Καβγάδες, ζήλιες και επανασυνδέσεις ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Από τον Λευκό Οίκο στη… χούντα
Το 1964 το ντουέτο παίρνει το δρόμο για τις ΗΠΑ, αναζητώντας το αμερικανικό όνειρο. Μάλιστα εκείνη είχε στις βαλίτσες της πάνω από 200 φορέματα. Στο διάστημα της παραμονής τους στη «Γη της ευκαιρίας» έφτασαν μέχρι τον Λευκό Οίκο ψυχαγωγώντας τον πρόεδρο Λίντον Τζόνσον και έλαβαν τιμητικά την «πράσινη κάρτα» παραμονής.
Εκείνη τη βραδιά στον Λευκό Οίκο ήταν ανάμεσα στους καλεσμένους η Γκρέις Κέλι και η Μαρία Κάλλας.
Η ντίβα της όπερας είπε για τη Μαίρη Λίντα πως είναι «αηδόνι». Το αγαπημένο τραγούδι που πάντα έκανε «παραγγελιά» ήταν το «Γκαρσόνι», το οποίο της ζητούσε να ερμηνεύει χωρίς μικρόφωνο. Βλέπετε, τους είχε δει το 1961 όταν είχε έρθει στην Ελλάδα.
Όσον αφορά τις εμφανίσεις τους στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις, προκαλούσαν το αδιαχώρητο. Όμως οι ζήλιες και οι γκρίνιες συνεχίζονταν. Και αυτή την φορά έφτασαν στον χωρισμό. Αιτία ήταν ένα βραχιόλι.
Η Μαίρη Λίντα διηγείται γλαφυρά τι συνέβη:
«Μαλώσαμε μια μέρα και μου λέει “Τελείωσε, χωρίζουμε”. Του λέω “να χωρίσουμε, κι εγώ θέλω να χωρίσουμε”. “Ωραία” μου λέει, “φέρε μου τα μπιζού μου”. Είχε κάποιους σταυρούς, μανικετόκουμπα, τα κοσμήματά του. “Και φέρε μου”, μου λέει, “και το βραχιόλι μου”. Το βραχιόλι ήταν ένα βραχιόλι με μπριγιάν που μου είχε κάνει δώρο στη γιορτή μου. Λέω: “Ποιο; Αυτό που μου έκανες δώρο στη γιορτή μου;”. “Ναι”, μου λέει “Δεν το είχα για τα μούτρα σου, για την κόρη μου το είχα πάρει”. Αυτό με σκότωσε.
»Ο τρόπος, ήταν ο τρόπος που μου το είπε. Έφερα το βραχιόλι και του είπα “Από σήμερα έχεις και το διαζύγιο”. Με πλάκωσε στο ξύλο. Αυτό ήτανε. Έφυγα από το ξενοδοχείο και δεν με ξαναείδε. Με έψαχνε. Δεν πήγα το βράδυ στη δουλειά. Είμαι τζόρας σ’ αυτά. Κι έτσι χάλασε η ζωή μας. Αλλά αυτό που σας λέω είναι το σοβαρό: δεν είχαμε φίλους να μας πουν μια κουβέντα, να μας πουν “τι κάνετε; καταστρέφετε την καριέρα σας, τη ζωή σας”. Μετά έκλαιγα κι εγώ κι εκείνος με μαύρο δάκρυ. Αλλά δεν είχαμε και τα κότσια να μιλήσουμε μεταξύ μας. Μάζεψα τα πράγματά μου και ήρθα στην Αθήνα, ανήμερα 21 Απριλίου του ’67».
Τι γίνεται μετά;
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, τηλεφώνησε στην πρώην γυναίκα του, τη Ζωή Νάχη, και της είπε ότι πλέον ο Μανώλης ήταν ελεύθερος. Τελικά ο Χιώτης παντρεύτηκε την τραγουδίστρια Μπέμπα Κυριακίδου. «Ο Χιώτης είναι ο άνθρωπος της ζωής μου. Το μεγάλο μου λάθος ήταν ότι χώρισα με τον Χιώτη. Δυστυχώς δεν μπορώ να γυρίσω τα χρόνια πίσω. Ακόμα και σήμερα, πονάω», είχε δηλώσει σε συνέντευξή της.
Με τον δεύτερο σύζυγο γνώρισε τη χαρά της μητρότητας. Αλλά ήταν το μόνο καλό.
«Έτρωγα ξύλο κάθε τρεις και λίγο από τον δεύτερο άνδρα μου. Δεν άντεχα την πολύ κακή συμπεριφορά και το ξύλο. Έφυγα. Είχα τη δύναμη, όμως, γιατί είχα ένα “χρυσό βραχιόλι” στο χέρι μου, τη δουλειά μου. Είπα: “Δεν είναι ανάγκη. Γιατί να κάθομαι να δέχομαι αυτό τον εξευτελισμό; Δεν γίνεται να τρως ξύλο για το τίποτα. Δεν είμαστε ζώα”. Με κακοποιούσε κάθε τρεις και λίγο. Έφυγα και μεγάλωσα το παιδί μου με αξιοπρέπεια», είχε πει η Μαίρη Λίντα.
To 1970 βίωσε μια τραγική στιγμή με την απώλεια της μητέρας της. Αν και στην αρχή είχαν πειστεί για ατύχημα, αποδείχθηκε ότι ήταν δολοφονία. Συγκεκριμένα, οι τρεις αξιωματικοί που εξέτασαν με λεπτομέρεια το χώρο όπου βρέθηκε η αποθανούσα, διαπίστωσαν ότι: «Επί του πτώματος της Δημητροπούλου υπήρχε ένα ξυπνητήρι με κηλίδες αίματος, πλησίον του πτώματος βρισκόταν μία άδεια από οινόπνευμα φιάλη, ενώ στο καμένο της πρόσωπο έφερε αμυχές».
Έτσι, ύστερα από 10 ημέρες, η επίσημη εκδοχή της αστυνόμιας ήταν ότι η Βασιλική Δημητροπούλου δολοφονήθηκε από διαρρήκτες.
Όπως και ο Χιώτης, ετσι και η Μαίρη Λίντα έκανε τρεις γάμους. Όμως δεν ευτύχησε. Παρ’ όλα αυτά, όπως είχε δηλώσει: «Είχα την τύχη να έχω τρεις πολύ ωραίους άντρες. Με άσχημο δεν θα πήγαινα ποτέ. Και έμεινα με αυτούς τους τρεις. Από τότε δεν ξανακοίταξα κανέναν».
Και μπορεί η περίοδος Χιώτη, όσον αφορά τα τραγούδια και τις επιτυχίες να μην ξανάρθαν, όμως δεν ξεχάστηκε. Το αντίθετο. Για μια από τις λίγες συνεργασίες που είχε μετανιώσει ήταν με την Καίτη Γκρέι και την Πόλυ Πάνου, όπου τα πισώπλατα πήγαιναν και ερχόντουσαν. Κάτι που η ίδια είχε μετανιώσει.
Κι εκεί που είχε αποφασίσει να ηρεμήσει, έρχεται το 2012 η Άννα Βίσση και συνεργάζονται στο REX. Κι έτσι η Λίντα γίνεται αγαπητή και σ’ ένα νεότερο ακροατήριο.
Σήμερα, στη χρυσή δύση της ζωής της, ζει με τις αναμνήσεις αλλά και με την αγάπη των ανθρώπων. Και είναι ευτυχισμένη.
Σπύρος Δευτεραίος