Ήταν Σεπτέμβρης του 2015 όταν βρέθηκα για διακοπές στη Λέσβο, σε αυτό το πανέμορφο και φιλόξενο νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου όπου εγκαταστάθηκαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες της Αιολικής γης. Η ευγένεια και η καλοσύνη των κατοίκων του νησιού, 3ης και 4ης γενιάς προσφύγων πλέον, είναι κατάδηλη και σε σκλαβώνει από τις πρώτες μέρες της επίσκεψής σου.
Επιβεβαιώνει τον πολιτισμό εκείνου του τόπου που κατέγραψαν οι μεγάλοι του λογοτέχνες, οι εκπρόσωποι της «Αιολικής σχολής» στη λογοτεχνία (Ηλίας Βενέζης, Φώτης Κόντογλου, Στρατής Δούκας και Στράτης Μυριβήλης), και η μεταγενέστερη –με καταγωγή από το Μοσχονήσι– Βασιλική Ράλλη.
Ήταν η εποχή που η Μυτιλήνη αλλά και ολόκληρο το νησί «βυθιζόταν» από τις ανεξέλεγκτες ροές μεταναστών που κατέφθαναν με κίνδυνο της ζωής τους από τα απέναντι παράλια και δεν υπήρχε δημόσιος χώρος –ούτε πάρκο ούτε παιδική χαρά ούτε πλατεία ούτε διαχωριστική νησίδα– που δεν ήταν κατειλημμένος από σκηνές και πρόχειρα καταλύματα των μεταναστών. Κι όμως, τα εγγόνια των βιαίως ξεριζωμένων Ελλήνων από την Αιολία όχι μόνο δεν διαμαρτύρονταν για την έκρυθμη αυτήν κατάσταση και την ωρολογιακή βόμβα της δημόσιας υγείας που αντιμετώπιζε ο όμορφος τόπος τους, αλλά ως απόγονοι ξεριζωμένων Ελλήνων έδειξαν τη μεγαλοσύνη της ψυχής τους, κληρονομικό χαρακτηριστικό των Ελλήνων προσφύγων της Ανατολής.
Στο λιμάνι της Μυτιλήνης τα ταξιδιωτικά γραφεία διαφήμιζαν ημερήσιες εξορμήσεις στα απέναντι παράλια. «Αϊβαλί και Πέργαμος», ταξιδιωτικό πακέτο που δύσκολα μπορεί κανείς να το αρνηθεί. Παρ’ όλα αυτά, επειδή ήρθαν εικόνες σαν από ταινία «προσεχώς» στο μυαλό μου για το τι πρόκειται να συμβεί στην Πέργαμο, δηλαδή τους Τούρκους ξεναγούς να παρουσιάζουν ανερυθρίαστα τις ελληνικές αρχαιότητες ως στοιχεία του πολιτισμού τους, δεν μπήκα στον πειρασμό. Επιπροσθέτως, είχα επισκεφτεί το Μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο και πραγματικά απόρησα με το θράσος άλλου λαού που σήκωσε αυτούσιο τον ναό της Περγάμου και τον εγκατέστησε στη χώρα του, χωρίς να κάνει την παραμικρή αναφορά στην αρχαιοελληνική προέλευσή του.
Θεώρησα λοιπόν πως δεν έμειναν και πολλά να δω στην Πέργαμο και αποφάσισα να αφιερώσω όλη τη μέρα μου στο Αϊβαλί, στις ελληνικότατες Κυδωνίες, και δεν μετάνιωσα καθόλου γι’ αυτό!
Η διαδρομή Μυτιλήνη-Αϊβαλί κράτησε λίγο παραπάνω από μία ώρα και η θάλασσα ήταν λάδι. Πλησιάζοντας στα μικρασιατικά παράλια αντικρίσαμε χαλάσματα εκκλησιών και άλλων ελληνικών κτισμάτων εγκαταλειμμένων στην τύχη τους. Αυτά τα υλικά κατάλοιπα στέκουν ακόμα πάνω στα μικρά νησάκια που σχηματίζουν το σύμπλεγμα των Μοσχονησίων, τα οποία αποτελούνται από ένα σύνολο τουλάχιστον είκοσι νησιών και βραχονησίδων που στην Αρχαιότητα ονομάζονταν «νήσοι του Απόλλωνος Εκάτου» ή Εκατόνησοι (δεν είναι αριθμητικό αλλά παράγωγο του «εκάτου», ενός από των πολλών επιθέτων του αρχαίου θεού του φωτός), αδιάψευστοι μάρτυρες της ελληνικής παρουσίας και νομής εκείνης της γης.
Πέρασα τον απαραίτητο έλεγχο στο τουρκικό τελωνείο και αποφεύγοντας τους πιεστικούς ταξιτζήδες που ήθελαν να με πάνε «ντε και σώνει» στο Μοσχονήσι (αφού θα είχαν διανύσει μάλλον μερικές δεκάδες άσκοπα χιλιόμετρα κατά την προσφιλή τους συνήθεια) βρέθηκα να περπατάω στην προκυμαία του Αϊβαλιού. Τότε συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν σε έναν τόπο με πολύ βαριά ιστορία, και μου ήρθε στο μυαλό ο στίχος του Ηλία Κατσούλη που τραγουδά ο Χιώτης Παντελής Θαλασσινός «βλέπει ο Θεός το Αϊβαλί και σταματάει ο νους Του».
Εκεί πριν από εκατό χρόνια Ελληνίδες μάνες με μωρά στις αγκαλιές τους έτρεχαν για να ανεβούν σε καραβάκια και να σωθούν φεύγοντας από τα σπίτια τους, ενώ οι άντρες τους είχαν επιταχτεί και εξολοθρευτεί από τον τουρκικό στρατό.
Αφού μετά από προσπάθεια κατόρθωσα να αποφορτίσω το μυαλό μου από αυτές τις σκέψεις, κατευθύνθηκα σε ένα μαγαζί κινητής τηλεφωνίας για να αγοράσω μια τουρκική κάρτα και να χρησιμοποιήσω τα δεδομένα της για το GPS. Δεν υπήρχε όμως ούτε για δείγμα, γιατί –όπως μου εξήγησαν οι Τούρκοι μαγαζάτορες– τις είχαν πάρει όλες οι μετανάστες, οι οποίοι ήταν συγκεντρωμένοι στο νότιο τμήμα της παραλίας (σε μέρος μη τουριστικό) και περίμεναν να έρθει η «σειρά τους» για να μεταβούν στα ελληνικά παράλια. Έτσι λοιπόν, χωρίς κανέναν μπούσουλα και με δυσκολία στον προσανατολισμό, μπήκα μέσα στα στενά του Αϊβαλιού έχοντας την πίστη πως ο Αρχάγγελος θα με οδηγήσει μπροστά στην πόρτα του!
Οι γειτονιές του Αϊβαλιού δεν έχουν χάσει τον ελληνικό χαρακτήρα τους. Η αρχιτεκτονική της πόλης «φωνάζει» Ελλάδα, ενώ νέες γυναίκες περπατάνε μόνες τους χωρίς μαντίλα, φορώντας κοντά παντελονάκια, και παρέες νεαρών βολτάρουν στα λιθόστρωτα σοκάκια μη ξεχωρίζοντας από κάποιους Δυτικούς συνομηλίκους τους. Μόνη «παραφωνία», η εικόνα των μιναρέδων που υψώνονται πάνω από τους τρούλους των εκκλησιών που μετατράπηκαν σε τζαμιά. Ρωτώντας Τούρκους Αϊβαλιώτες στο δρόμο για το πώς θα πάω στον Ταξιάρχη, κανένας δεν ήξερε να μου απαντήσει. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση πως οι κάτοικοι του Αϊβαλιού αγνοούσαν όχι μόνο την ιστορία του, αλλά και χαρακτηριστικά τοπόσημα της πόλης τους.
Απογοητευμένη που δεν μπορούσα να βρω τον Ταξιάρχη και αφού είχε περάσει η ώρα και ήταν πια ντάλα μεσημέρι, πλησίασα έναν πωλητή κουλουριών (τα οποία παρεμπιπτόντως ήταν πεντανόστιμα) για να ξεγελάσω την πείνα μου και να πάρω δυνάμεις για το περπάτημα. Ήταν ένας 65χρονος κύριος, με ανοιχτόχρωμα χαρακτηριστικά. Του μίλησα αγγλικά μα αυτός χαμογελούσε και σήκωνε τους ώμους του σαν να μου έλεγε πως δεν καταλάβαινε τίποτα. Άρχισα τότε να του μιλάω στη διεθνή γλώσσα της νοηματικής, προσθέτοντας και κάποιες τουρκικές λέξεις που θυμόμουν. Αφού εξάντλησα κάθε δυνατότητα επικοινωνίας, ο ευγενικός εκείνος κουλουρτζής μου αποκρίθηκε σε άπταιστα ελληνικά: «Κρητικά κατέεεεχεις;». «Κατέεεεεχω» του είπα με ζωγραφισμένη την έκπληξη στο πρόσωπό μου.
Μου έδωσε οδηγίες για το πώς θα φτάσω στην εκκλησία του Ταξιάρχη και τον ευχαρίστησα αγοράζοντας όλον σχεδόν τον νταβά με τα κουλούρια που είχαν απομείνει.
Το 1923, με την πρωτόγνωρη για τα διεθνή δεδομένα «Συνθήκη της Λοζάνης» κατά την οποία έγινε ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με βάση τη θρησκευτική ταυτότητα των ανθρώπων, χιλιάδες «Τουρκοκρητικοί» –δηλαδή Κρητικοί μουσουλμάνοι που είχαν εξισλαμιστεί κατά την οθωμανοκρατία στην Κρήτη, όμως ήταν Έλληνες στην πλειονότητά τους–, αναγκάστηκαν να αφήσουν το όμορφο νησί τους και να εγκατασταθούν στο εξίσου όμορφο Αϊβαλί. Τα εγγόνια τους, οι σημερινοί Αϊβαλιώτες, μιλούν ακόμα τα ελληνικά και αυτό είναι συγκινητικό, γιατί αν η μοίρα θέλησε να ξεριζώσει τους Έλληνες από το Αϊβαλί, η ίδια μοίρα έφερε τους Τουρκοκρητικούς για να συνεχίσει να ακούγεται η ελληνική λαλιά μέσα στα σοκάκια του.
Με τις λεπτομερείς οδηγίες του Αϊβαλιώτη Τουρκοκρητικού, και αφού πέρασα από τον Αϊ-Γιώργη που είχε μετατραπεί σε τζαμί, έφτασα μπροστά στην είσοδο του Ταξιάρχη της αιολικής πόλης. «Kultur ve turizm bakanlis taksiyarhis anit muzesli» δηλαδή «Υπουργείο Πολιτισμού & Τουρισμού – Μουσείο Μνημείου Ταξιάρχη» έγραφε η επιγραφή στην αψίδα του προαύλιου του ναού, και συνοδευόταν με το έμβλημα-logo του υπουργείου Πολιτισμού της Τουρκίας το οποίο είναι ένα γραμμικό σχέδιο «δανεισμένο» από τους Βυζαντινούς και τον σπουδαίο πολιτισμό τους, που απεικονίζει ένα σταυρόσχημο δέντρο. Ένας «δούρειος ίππος» θα μπορούσαμε να πούμε, που εκ παραδρομής (;) οι Τούρκοι εμφανίζουν ως έμβλημα του υπουργείου Πολιτισμού τους, φανερώνοντας πως ό,τι πολιτιστικό στοιχείο έχουν να επιδείξουν, είναι ελληνικό!
Μπαίνοντας στο προαύλιο, ο Ταξιάρχης με καλωσόρισε με τον επιβλητικό του όγκο.
Μου έκανε εντύπωση η απουσία των φυλάκων για το μνημείο-μουσείο, αλλά με μια δεύτερη ματιά είδα πως ο χώρος τόσο στο εσωτερικό της εκκλησίας όσο και στο εξωτερικό της ήταν γεμάτος κάμερες. Με το δεδομένο αυτό λοιπόν, αποφεύγοντας να προσκυνήσω φανερά τις εικόνες γιατί θα «προκαλούσα», ενώ την ίδια στιγμή Κινέζοι τουρίστες έμπαιναν ανυποψίαστοι στο Ιερό του ναού και μάλιστα από την Ωραία Πύλη που επιτρέπεται η είσοδος μόνο σε ιερείς, δόξασα τον Θεό και ευχαρίστησα τον Ταξιάρχη που οδήγησε τα βήματά μου στην εκκλησία του για να αισθανθώ κι εγώ όπως αισθάνονταν οι Αϊβαλιώτες κάθε Κυριακή μετά την απόλυση.
Το συγκρότημα του Ταξιάρχη –γιατί πρόκειται περί συγκροτήματος και όχι ενός απλού ναού, αφού διαθέτει στον αύλειο χώρο του κτίσματα που χρησιμοποιούνταν ως σχολείο, διοικητικά κτήρια αλλά και ξενώνες– βρίσκεται στην Άνω Χώρα, στην περιοχή που κατοικούσαν οι Έλληνες από τη Λέσβο που είχαν καταφύγει στο Αϊβαλί και εγκαταστάθηκαν στα βόρεια, μακριά από τη θάλασσα, για να αποφύγουν τον κίνδυνο των πειρατών.
Ο αρχικός ναός χτίστηκε περί το 1780 και είναι ο παλαιότερος ναός που έχει σωθεί. Από τον 18ο αιώνα το Αϊβαλί, σύμφωνα με τον Γ. Σάκκαρη, είχε 11 ενοριακούς ναούς: τον Άγιο Δημήτριο, τον Άγιο Ιωάννη, την Κοίμηση της Θεοτόκου στη Μέση Συνοικία, τον Άγιο Γεώργιο, τη Ζωοδόχο Πηγή (Παναγία των Ορφανών), τον Άγιο Χαράλαμπο, την Αγία Τριάδα, τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Βασίλειο και τον Προφήτη Ηλία.
Ο ναός του Ταξιάρχη είναι τρίκλιτη Βασιλική, με το ιδιαίτερο αϊβαλιώτικο χαρακτηριστικό που θέλει το κεντρικό κλίτος υπερυψωμένο και να φέρει παράθυρα, διαμορφώνοντας έτσι έναν φωτεινό εσωτερικό χώρο, αφού το φως καταυγάζει τις μεγάλες επιφάνειες των τοίχων. Οι αγιογραφίες του ακολουθούν δύο ρεύματα: οι παλαιότερες είναι λαϊκότροπες, ενώ οι μεταγενέστερες ανήκουν στον ξακουστό ζωγράφο Αγραφιώτη που ζωγράφιζε επηρεασμένος από το ρωσοαναγεννησιακό στυλ.
Ο Ταξιάρχης όπως όλο το Αϊβαλί και οι υπόλοιποι ναοί του κάηκαν από τους Τούρκους στις 3 Ιουνίου του 1821, ως αντίποινα για την πυρπόληση τουρκικού δίκροτου (πολεμικού πλοίου) στο λιμάνι της Ερεσού. Η επιλογή της καταστροφής του Αϊβαλιού από τους Τούρκους δεν ήταν τυχαία. Εκεί άκμαζε το εμπόριο και τροφοδοτούσε την Ελληνική Επανάσταση, αφού φορτώνονταν για τον Μοριά μεγάλες καραβιές με όπλα και πυρομαχικά. Εκεί καλλιεργούνταν η ελληνική συνείδηση μέσω της μόρφωσης που προσέφερε η «Ακαδημία Κυδωνιών» και άναβε η φλόγα για τη λευτεριά στις καρδιές των ελληνόπουλων της αιολικής γης.
Ο ναός του Ταξιάρχη μετά το διωγμό των Ελλήνων χρησιμοποιήθηκε ως αχυρώνας, αποθήκη για βαμβάκια, αποθήκη για μπαχαρικά, αποθήκη για καπνό, μέχρι και αποθήκη για οινοπνευματώδη ποτά.
Το 1984 το υπουργείο Πολιτισμού της Τουρκίας αποφάσισε να τον εντάξει στο «περιουσιολόγιό του» και να τον μετατρέψει σε χώρο για πολιτιστικές εκδηλώσεις. Τη δεκαετία του 1990 στο εσωτερικό του ναού λειτουργούσε έκθεση με όπλα, ενώ στο προαύλιο η «φύλακας» του μουσείου άπλωνε την μπουγάδα της, αφού έμενε στα βοηθητικά κτήρια. Στις αρχές του 21ου αι. συντηρήθηκε και ανακαινίστηκε επιτυχώς, φανερώνοντάς μας την παλιά του αίγλη.
Είναι χαρακτηριστικό πως είναι ο μόνος ναός στο Αϊβαλί που δεν μετατράπηκε ποτέ σε τζαμί, γι’ αυτό και απουσιάζει η παράταιρη εικόνα του μιναρέ που συνοδεύει τις άλλες εκκλησίες μας στα καταπατημένα από τους Τούρκους ελληνικά κέντρα της καθ’ ημάς Ανατολής.
Των Μεγίστων Ταξιαρχών σήμερα, των ουρανίων στρατιών Αρχιστράτηγων, ας τους παρακαλέσουμε να μας βάλουν υπό τη σκέπη των πτερύγων τους και της άυλής τους δόξας, και να μας λυτρώσουν εκ των κινδύνων «ως Ταξιάρχαι των άνω Δυνάμεων»! Χρόνια Πολλά!
Δείτε περισσότερες φωτογραφίες:
Κείμενο, φωτογραφίες: Αλεξία Ιωαννίδου.