Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο
Όπως εκείνον τον λεπρό από την κακιά αρρώστια του κάποτε τον απάλλαξες, Θεέ μου Παντοδύναμε,
έτσι κι εμάς θεράπευσε, ως εύσπλαχνος που Είσαι, απ’ της ψυχής τα βάσανα, απ’ της ψυχής τα πόνια·
ας είν’ γι’ αυτό μεσίτρια η Κυρία Θεοτόκος, των ψυχών μας Ιατρέ, Συ Φιλάνθρωπε
Σωτήρα και μόνε Αναμάρτητε.
Οίκοι
α’. Του γένους των βροτών τον Θεό και Ευεργέτη και Σωτήρα ‒τον Χριστό‒ εμείς Τον ανυμνούμε.
Αυτόν που μας ευφραίνει τις έρμες τις ψυχούλες μας, Αυτόν που είναι η ρίζα απ’ όπου κάθε τι καλό έρχεται και βλασταίνει.
Γιατί, για τους ανθρώπους: Αυτός η σωτηρία μας, Αυτός και η χαρά μας,
ως Ελεήμων, Σπλαγχνικός και έμπιστος Γιατρός μας.
Ανείπωτη η σοφία Του και κυβερνά τα πάντα
και είν’ το θείο Του θέλημα πάντα να μας γιατρεύει απ’ της ψυχής τα πάθη ως Παντοδύναμος Θεός.
Αυτός φροντίζει για όλα, ως Δέσποτας μοναδικός, μόνος Αχώρητος Θεός,
που έχει και παρέχει σ’ όλους μας πάντοτε χαρά και μας λαμπρύνει όλους
και δίνει και συγχώρεση αν πέσουμε σε σφάλμα, ο Φιλάνθρωπος
Σωτήρας και μόνος Αναμάρτητος.
β’. Του χρόνου ο Δημιουργός, του χρόνου ο Δεσπότης, στο χρόνο τον κατάλληλο κατέβηκε στον κόσμο.
Ο Ποιητής των όλων στα πλάσματα κατέβηκε ‒ θέλησε να μας σώσει.
Του Αδάμ ο Πλάστης και Θεός, Αδάμ έγινε ο Ίδιος με τρόπο απερίγραπτο·
ετούτο είναι μυστήριο πέρα από κάθε λογική, ο νους δεν το χωράει.
Γιατί και σάρκα έλαβε κι ως άνθρωπος γεννήθηκε χωρίς καμιά μεταβολή, ανάλλακτος ο Λόγος·
Λόγος, Θεός παρέμεινε, έτσι όπως προϋπήρχε, χωρίς στιγμή να χωριστεί ποτέ απ’ τον Πατέρα.
Κι έτσι με τρόπο μυστικό ήρθε στη γη, κατοίκησε Αυτός ανάμεσά μας, του χρόνου ο Δημιουργός, ο Κύριος των αιώνων.
Κι ούτε ποτέ Του από ντροπή είπε να την απαρνηθεί ‒όπως αυτή κατάντησε μετά από την Πτώση‒
τη φύση την ανθρώπινη, ο Φιλάνθρωπος
Σωτήρας και μόνος Αναμάρτητος.
γ’. Απ’ όσα μύρια πάθη έχει και βασανίζεται η φύση η ταλαίπωρη του πτωτικού ανθρώπου, ο Κύριος την γιάτρεψε.
Για να την ελεήσει ήρθε, κατέβηκε στη γη κι όλα Αυτός φροντίζει ωσάν Πανάγαθος Θεός.
Θεραπεύει τους θλιμμένους, κι όσους χτυπά η συμφορά Αυτός τους περισώζει
και όσους είναι άρρωστοι, Αυτός σαν τέλειος γιατρός όλους τους θεραπεύει.
Όλους τους δαίμονες Αυτός απ’ τους ανθρώπους διώχνει
και τους τυφλούς ξανά να δουν, παράλυτους να τρέξουν ωσάν Θεός τους πρόσταζε, κι αυτό είναι που γινόταν.
Και θεραπεύει τους λεπρούς ‒ μόνο το θείο Του θέλημα αρκεί να τους γιατρέψει‒,
γιατί απάνω σ’ όλα, καν ορατά καν αόρατα,
Αυτός είναι κυρίαρχος, ως των απάντων Κτίστης, ο Φιλάνθρωπος
Σωτήρας και μόνος Αναμάρτητος.
δ’. Μα ας σκύψουμε προσεκτικά, ας σπεύσουμε να δούμε, τι είπε τότε ο Χριστός στον έρμο κείνον τον λεπρό που είχε πάει κοντά Του
και πώς ο ίδιος ο ασθενής μιλάει για την αρρώστια του μπροστά στον Πάνσοφο Γιατρό.
Γιατί μες στο Ευαγγέλια του Μάρκου, του Ματθαίου, μα και σε κείνο του Λουκά
η διήγηση υπάρχει, και όλα αυτά τα θαυμαστά που είχαν γίνει τότε, με πάσα λεπτομέρεια είναι εκεί γραμμένα.
Θα δούμε εκεί ότι γράφει πως μέσα στην οχλαγωγή και μες σε τόσο πλήθος,
με τόσους που συνέρρεαν τρέχοντας στον Χριστό, πήγε κοντά και ο λεπρός.
Την ειδεχθή αρρώστια του δεν ντράπηκε εκεί μπροστά σε όλους να φανερώσει·
κι έτσι, μπροστά σε μάτια πάμπολλα, έπεσε κάτω, καταγής, και με κραυγές μεγάλες αυτό είναι που φώναζε:
«Όπως όλους τους έσωσες, έτσι κι εμένα σώσε, ο Φιλάνθρωπος
»Σωτήρας και μόνος Αναμάρτητος.
ε’. »Δεν είν’ κανένας άνθρωπος που να μην νιώσει αποστροφή και να αηδιάσει, πάνω στ’ ανθρώπου το κορμί σαν δει τι κάνει η λέπρα.
»Γι’ αυτό, όσοι έχουν χτυπηθεί από τούτη την αρρώστια, που ’ναι στ’ αλήθεια τρομερή, κοιτάν πώς θα καλύψουνε τη φοβερή εικόνα.
»Απ’ όλες τις αρρώστιες, δεν είναι άλλη σαν κι αυτήν που τέτοια δυσμορφία στον άνθρωπο να προκαλεί.
»Πώς βόσκουνε τα ζωντανά το χόρτο απ’ το λιβάδι; Έτσι, τρώει τη σάρκα πάνω στ’ αρρώστου το κορμί ετούτη η ασθένεια.
»Και δεν αφήνει απείραχτο μέρος πάνω στο σώμα, παντού θα σου επιτεθεί, σε όλα σου τα μέλη.
»Λες και ταμένο το ’χει, το σώμα μας ολάκερο να το καταντροπιάσει.
»Θυμίζει ακρωτηριασμούς κι απαίσιες αποτομές μελών από το σώμα ετούτη η μολυσματική ασθένεια που μιλάμε·
»δεν το μπορεί η ιατρική τη γιατρειά να δώσει, και είναι αυτό το νόσημα ανίατο τελείως.
»Εκείνος που το διώχνει είναι μονάχα ο Χριστός, ο Φιλάνθρωπος
»Σωτήρας και μόνος Αναμάρτητος».
ϛ’. Έτσι λοιπόν υπέφερε ο λεπρός απ’ την αρρώστια, και θρηνωδούσε κι έκλαιγε, τα δάκρυα ποτάμι.
Ώρα την ώρα έβλεπε πως πήγαινε χειρότερα ‒λύπη πάνω στη λύπη‒
και τέτοια λόγια έλεγε: «Αλίμονο, η σάρκα μου σκληρή και ροζιασμένη,
»με μια σκληράδα τρομερή, αφύσικη τελείως ‒ προχώρησε η αρρώστια.
»Διατρέχει όλο το σώμα μου, παντού με κηλιδώνει.
»Το δέρμα μου άλλαξε μορφή, δύσμορφο και κακάσχημο, δεν θέλω να το βλέπω.
»Λες και μου μπήξανε παντού σίδερο πυρωμένο, ότι έχω γίνει μια πληγή και όποιος με κοιτάζει απαίσιες θα δει πληγές και κακοφορμισμένες.
»Δεν έχω ελπίδα πια καμιά, δεν έχω σωτηρία,
»εκτός κι αν μου την δώσει μονάχα Εκείνος που μπορεί, ο Φιλάνθρωπος
»Σωτήρας και μόνος Αναμάρτητος.