Ήταν Αύγουστος του 1922 όταν τη μακάρια ηρεμία των Αϊβαλιωτών τάραξε μια είδηση: «Έσπασε το ελληνικό μέτωπο»! Ξαφνικά χάθηκε η γη κάτω από τα πόδια τους. Θαρρείς και οι βιγόνιες στις αυλές τους δεν μοσχομύριζαν πια, τα πουλιά δεν τραγουδούσαν κάθε που ο ήλιος έβγαινε πίσω από τους λόφους, ούτε η θάλασσα δρόσιζε με το απαλό της αεράκι κάθε που φυσούσε Λίβας και έφερνε την ευωδία της Ελλάδας.
«Ο στρατός μας οπισθοχωρεί!». Δεν μπορεί, δεν θα το επιτρέψει αυτό ο Θεός. Τόσες θυσίες, τόσο ελληνικό αίμα χύθηκε στα βουνά της Ανατολίας! Δεν ήταν δυνατό. Τώρα αυτά τα ανθρωπόμορφα τέρατα θα ξεσπάσουν στον ελληνικό πληθυσμό της Μ. Ασίας.
Από το πρωί έως το βράδυ αυτές οι συζητήσεις ανακυκλωνόταν στα καφενεία, στους δρόμους, στα σπίτια.
«Τι φταίμε εμείς για να πληρώσουμε τα σφάλματα των ενόχων και τη διχόνοια;» έλεγαν κάποιοι. «Εμείς δεν αναμιχθήκαμε στον πόλεμο» έλεγαν κάποιοι άλλοι που προσπαθούσαν να ξεγελάσουν τους φόβους τους για το τι θα επακολουθήσει. Μα αυτό δεν ήταν αλήθεια. Μόνο από το Μοσχονήσι και το Αϊβαλί επιστρατεύτηκαν 4.000 άνδρες ως εθελοντές στο ελληνικό στράτευμα.
Η ενίσχυση του ελληνικού στρατού από τους Έλληνες πολίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν γνωστή στο τουρκικό κράτος, το οποίο δεν φημιζόταν για τη μεγαλοκαρδία του και τον πολιτισμό του. Θα εκδικούνταν με τον πιο παραδειγματικό τρόπο. Μερικοί πρότειναν να φύγουν για τα νησιά του Αιγαίου πριν εισβάλει ο τουρκικός στρατός στην πόλη τους, άλλοι τους απεκάλεσαν δειλούς και δήλωσαν πως δεν πρόκειται να το κουνήσουν από τα σπίτια τους. Οι «δειλοί» γλίτωσαν.
Ένα πρωί του Σεπτέμβρη, δυο Τούρκοι τσαρνταμάδες χτυπούν με τα πόδια τους την πόρτα και εισβάλλουν μέσα στο σπίτι του Δημήτρη και της Ελένης που έπαιρναν το πρωινό τους.
Ο Δημήτρης σηκώνεται από την καρέκλα και προσπαθεί να προστατέψει την οικογένειά του, αλλά οι τσαρνταμάδες τον χτυπούν με τον υποκόπανο στο κεφάλι και τον σέρνουν αιμόφυρτο έξω παίρνοντάς τον μαζί τους. Σκηνές αρχαίας τραγωδίας εκτυλίσσονται.
Η Ελένη γραπώνει τον άντρα της από τα ρούχα και τον τραβάει προσπαθώντας να τον γλιτώσει από τους Τούρκους χωροφύλακες, φωνάζοντας να τον αφήσουν. Οι Τούρκοι είναι ανένδοτοι, την σπρώχνουν και την βρίζουν λέγοντας πως ο άντρας της ως Οθωμανός πολίτης έχει την υποχρέωση να υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό.
Όλοι ξέρανε τι γίνονταν οι Έλληνες μεταξύ 18 και 45 χρόνων που πήγαιναν να υπηρετήσουν στον τουρκικό στρατό. Δεν γυρνούσαν ποτέ πίσω.
Η Ελένη κάνει πέτρα την καρδιά της και βρίσκει τη δύναμη να σταθεί όρθια για τα παιδιά της. Η μάνα της τα είχε πάρει αγκαλιά και τα έχωσε μέσα στην ποδιά της για να μην τρομάξουν βλέποντας τους Τούρκους να κακομεταχειρίζονται τον πατέρα τους. Οι δυο γυναίκες αποφασίζουν να αφήσουν πίσω τα κτήματά τους, το βιος τους, το σπίτι τους, και να φύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούν για τη Μυτιλήνη. Πριν προλάβουν να οργανώσουν το ταξίδι τους, ακούν ένα πρωινό τη φωνή του ντελάλη να προστάζει πως οι Έλληνες πρέπει μέσα στις επόμενες ώρες να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να φύγουν, αλλιώς θα πιαστούν αιχμάλωτοι.
Οι δυο γυναίκες παίρνουν λίγα πράγματα και ένα παιδί η καθεμιά και τρέχουν προς το λιμάνι. Η Ελένη κουβαλάει δύο μπόγους και την 3χρονη κορούλα της, και η μάνα της κρατάει στην αγκαλιά της τον μόλις 1,5 έτους εγγονό της. Η Ελένη ήταν νέα και δυνατή και το βήμα της γρήγορο, η καρδιά της μαμάς της όμως δεν άντεχε. Είχε μεγαλώσει και είχαν δει πολλά τα μάτια της. Λίγες μέρες πριν, είδε να σέρνουν και τον γαμπρό της τα τέρατα – που κακό χρόνο να έχουν. Τα πόδια της λυγίσανε. Ένιωσε πως θα σωριαστεί. Το μωρό, σκέφτηκε, αν σωριαστεί μέσα στη μέση του δρόμου θα το ποδοπατήσουν. Πρέπει να γυρίσει πίσω στο σπίτι για να συνέλθει και να φύγει με τα τελευταία καραβάκια.
Έτσι κι έκανε, γύρισε στο σπίτι, έβαλε τον εγγονό της στην κούνια του και άρχισε να του τραγουδάει.
Δυσκολευόταν να αναπνεύσει, αλλά εκείνη ήθελε να τραγουδήσει το «μενεξέδες και ζουμπούλια» για τελευταία φορά. «Μενεξέδες και ζουμπούλια και θαλασσινά πουλιά…». Ο μικρός Γιωργάκης γέλασε με την όμορφη φωνούλα του, τρελαινόταν όταν του τραγουδούσε η γιαγιά του…. «Άμα δείτε την καλή μου, χαιρετίσματα πολλά». Περίμενε να συνεχίσει το τραγούδι, αλλά η γιαγιά του σώπασε και ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της. Άρχισε να κλαίει αλλά η γιαγιά δεν τον έπαιρνε αγκαλιά. Ένα πουλάκι ήρθε και στάθηκε στο παραθύρι, έβγαλε ένα μελωδικό κελάηδισμα και πέταξε ψηλά στον ουρανό.
Στο μεταξύ η Ελένη με την κορούλα της είχε επιβιβαστεί στο καράβι και έψαχνε με το βλέμμα της στην προκυμαία τη μαμά της με τον γιο της. Τι να είχε γίνει; Μην τους έκανε τίποτα κανένας; Είχε ακούσει για τα φρικτά γεγονότα στη Σμύρνη. Για τα μωρά που ξεκοίλιαζαν με τις λόγχες τους αυτά τα τέρατα, οι γιοι του Σατανά. Πάει να φύγει, να γυρίσει πίσω για να τους ψάξει, ένας τσαρνταμάς όμως της κλείνει το δρόμο. Βγάζει την βέρα της και του την δίνει, εκείνος κάνει στην άκρη χαμογελώντας ικανοποιημένος. Πριν προλάβει όμως να κάνει λίγα μέτρα το αλαλιασμένο πλήθος την σπρώχνει πίσω, και από φόβο μην χάσει και την κόρη της, τους ακολουθεί και μπαίνει στο καράβι.
Σε λίγα λεπτά αφήνουν το δαντελωτό ακρογιάλι και απομακρύνονται από το όμορφο Αϊβαλί τους, από τις ελληνικές Κυδωνίες με την ιστορία και τον πολιτισμό χιλιάδων χρόνων.
Πολλά χρόνια πέρασαν στην όμορφη και φιλόξενη Λέσβο. Και η Λέσβος ήταν όμορφη, μα σαν το Αϊβαλί δεν υπήρχε μέρος. Χανόταν το βλέμμα της Ελένης στη θάλασσα. Άραγε τι να περίμενε μετά από τόσα χρόνια; Να γυρίσει ο άντρας της; Να εμφανιστεί η μάνα της υποβασταζόμενη από τον γιο της; Αν ζει θα είναι τώρα ολόκληρος άντρας. Κάθε που φυσούσε το αεράκι και καθάριζε την ατμόσφαιρα έβλεπε τα φώτα της αντίπερα όχθης, της πατρίδας της. Να η Άσσος, φαίνεται πεντακάθαρα, κι εκείνα τα φώτα που αχνοφέγγουν πρέπει να είναι από το Αϊβαλί. Αχ, και τι δεν θα έδινε να γυρίσει πίσω! Μέχρι που μια μέρα διάβασε στην εφημερίδα πως η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισε «να επιτρέψει τα ταξίδια εις Τουρκίαν ομαδικώς και μη, άνευ θεωρήσεως διαβατηρίων».
Η Ελένη ήταν από τους πρώτους Έλληνες, ίσως η πρώτη Ελληνίδα που γύρισε πίσω στην πατρίδα της, έστω σαν επισκέπτρια. Περπάτησε κατά μήκος της παραλίας. Τέτοια παραλία δεν είχαν δει ξανά τα μάτια της, και ας περπάτησε αυτήν της Θεσσαλονίκης. Έφτασε στον Κανέλλο, το γνωστό καφεζαχαροπλαστείο. Εδώ έρχονταν με τον άντρα της και τα παιδιά τους κάθε Κυριακή όταν σχολούσε η εκκλησία του Ταξιάρχη και έτρωγαν τα πιο ωραία γλυκά του κόσμου. Ανηφόρισε το σοκάκι κι έφτασε μπροστά στο σπίτι της. Ένιωσε σφίξιμο στο στήθος. Γονάτισε και έκατσε στην πέτρα της αυλής. Την είχε βγάλει και κουβαλήσει ο άντρας της ο Δημήτρης από το χωράφι τους.
Χρόνια που πέρασαν… αν ζούσε ο Δημήτρης τώρα θα ήταν 60 χρόνων. Ήταν 30 χρόνων παλικάρι, νέος, ακμαίος, αθλητικός, όμορφος σαν Κούρος. Δεν θέλει να θυμάται.
Μια γυναικεία φωνή την επανέφερε στην πραγματικότητα. Μια νεαρή Τουρκάλα τής χαμογελούσε και την ρωτούσε αν θέλει να της φέρει νερό. Η Ελένη δυσκολεύτηκε να της απαντήσει στα τουρκικά, δεν ήθελε ούτε τη γλώσσα τους να μιλήσει, αλλά πάλι κοιτάζοντας αυτήν την ευγενική Τουρκαλίτσα στην ηλικία της κόρης της, σκέφτηκε «τι φταίει κι αυτό το άμοιρο;».
«Εβέτ» (ναι) της απάντησε. Ξέρεις κορίτσι μου, αυτό ήταν το σπίτι μου, πριν φύγω το ’22. Η Τουρκάλα την έπιασε από το χέρι, την σήκωσε και την οδήγησε στο εσωτερικό του σπιτιού. Κάθισε η Ελένη στην καρέκλα, ήπιε νερό που της έφερε η νεαρή σε πεντακάθαρο γυάλινο ποτήρι, και γύρισε το βλέμμα στους τοίχους. Διέκρινε μια φωτογραφία με μια ξένη γυναίκα να κρατάει ένα μωρό. Σηκώθηκε και κοίταξε από πιο κοντά.
Ήταν ο γιος της, λίγους μήνες μετά από τότε που τον έχασε. Σκοτείνιασαν όλα και σωριάστηκε στο πάτωμα.
Η νεαρή Τουρκάλα τα έχασε. Την σκουντούσε, της έριχνε νερό στο πρόσωπο, μα αυτή η γιουνάνισσα δεν έλεγε να συνέλθει. Επικαλούνταν τον Αλλάχ, πού είχε μπλέξει… θα την κατηγορούσαν πως σκότωσε τη γυναίκα. Έτρεξε στο τμήμα και φώναξε τον αστυνομικό άντρα της. «Έλα γρήγορα σπίτι, έβαλα μέσα μια γκιαούρισσα και νομίζω πως πέθανε».
Ο άντρας της νεαρής Τουρκάλας έτρεξε στο σπίτι του και είδε τη γυναίκα που μόλις είχε συνέλθει, να προσπαθεί να ανακτήσει τις δυνάμεις της. Πήγε κοντά της, την έπιασε από τους ώμους, την σήκωσε και την έβαλε να καθίσει στην πιο αναπαυτική πολυθρόνα του οντά.
Η μυρουδιά του φάνηκε οικεία στην Ελένη, και όπως την σήκωνε και κοίταξε το πρόσωπό του, της ήρθε πως έβλεπε τον Δημήτρη.
Η λεπτή του μύτη, το περιποιημένο του μουστάκι, τα μεγάλα φωτεινά αμυγδαλωτά καστανά μάτια του. «Έχω ψευδαισθήσεις» σκέφτηκε, και έδιωξε τις σκέψεις από το μυαλό της. «Ξέρετε, με συγχωρείτε για την αναστάτωση, πριν από πολλά χρόνια, δεν ξέρω εάν ήσασταν καν γεννημένος εσείς, ζούσα σε αυτό το σπίτι. Η φωτογραφία που έχετε στον τοίχο σας… η φωτογραφία…», κόμπιασε. «Είναι ο γιος μου, ο Γιωργάκης που έχασα το 1922» – πήγε να πει την ιστορία με τους τσαρνταμάδες αλλά έπνιξε τα λόγια της. Τσαρνταμάς ήταν κι αυτός απέναντί της, όμως ήταν τόσο διαφορετικός, δεν έμοιαζε Τούρκος. Ο αστυνομικός την πήρε αγκαλιά. Είχε δίκιο, τούτος εδώ δεν έμοιαζε με εκείνους. Η Ελένη κάθισε μέχρι το βράδυ στο σπίτι της. Ένιωσε μετά από πολύ καιρό πραγματικά «σαν στο σπίτι της». Όταν πλησίαζε η ώρα για να πάρει το τελευταίο καραβάκι και να επιστρέψει στη Λέσβο, ο αστυνομικός την συνόδεψε μέχρι το λιμάνι και της έδωσε ένα κουτί με γλυκά που αγόρασε από τον Κανέλλο.
Γύρισε στη Μυτιλήνη όπου την περίμενε η κόρη της. Της είπε με το νι και με το σίγμα πώς πέρασε. Της είπε για το νεαρό ζευγάρι που καθόταν στο σπίτι τους, ότι μέσα σε λίγες ώρες αγάπησε αυτά τα παιδιά σαν δικά της και ότι ένιωσε πολύ ζεστά και οικογενειακά.
Της πρόσφερε και τα γλυκά που της έδωσε εκείνος ο ευγενικός «Τούρκος» τσαρνταμάς, που δεν έμοιαζε ούτε με τσαρνταμά ούτε με Τούρκο.
Η Ειρήνη είχε ακούσει τόσες ιστορίες για τον Κανέλλο και την προκυμαία της πατρίδας της, του Αϊβαλιού, που άρπαξε με λαχτάρα το κουτί για να γευτεί ξανά εκείνες τις πρώτες μνήμες από τα παιδικά της χρόνια. Ανοίγοντας το κουτί όμως είδε έναν φάκελο. Της φάνηκε βαρύς. Προφασίστηκε κάτι και πήγε σε άλλο δωμάτιο για να δει τι περιέχει. Ανοίγει τον φάκελο και βλέπει μια επιστολή με ολοστρόγγυλα, σχεδόν παιδικά γράμματα, και έναν χρυσό σταυρό.
Λατρεμένη μου μανούλα,
δεν ήθελα να σου φανερώσω ποιος είμαι γιατί φοβήθηκα έτσι όπως σε είδα πως δεν θα άντεχε η καρδιά σου. Είμαι ο γιος σου, αυτός που είδες στη φωτογραφία στον τοίχο του σπιτιού μας. Με μεγάλωσε μια Τουρκάλα που με αγαπούσε πολύ. Όταν θα πέθαινε μου είπε πως δεν με λένε Οσμάν όπως με φωνάζουν, αλλά Γεώργιο όπως έγραφε η χρυσή ταυτότητα που είχα στο χέρι μου, και μου έδωσε τον βαφτιστικό μου σταυρό που φορούσα όταν με βρήκε. Αυτόν σου στέλνω για να βεβαιωθείς πως είμαι το παιδί σου. Ήταν εκείνη η ημέρα που σας έδιωξαν από τον τόπο σας. Μου είπε πως είχα μελανιάσει στο κλάμα και πως δίπλα μου ήταν πεθαμένη μια ηλικιωμένη κυρία, η γιαγιά μου μάλλον. Η γυναίκα αυτή με υιοθέτησε καθώς δεν είχε παιδιά, και με σπούδασε.
Όταν έμαθα πως είμαι Έλληνας πήγα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που τώρα πια είναι τζαμί. Είδα πεταμένα σε μια γωνιά ελληνικά βιβλία. Ρώτησα τον μουφτή αν μπορώ να τα πάρω λέγοντάς του ψέματα πως ήθελα να τα καταστρέψω. Ο μουφτής το σκέφτηκε λίγο αλλά δεν μπόρεσε να μου αρνηθεί, βλέπεις είμαι αστυνομικός. «Πάρ’ τα όλα» μου είπε, «έτσι κι αλλιώς άχρηστα είναι, Ευαγγέλια και Απόστολοι και Ευχολόγια και Συναξάρια Αγίων. Γκιαούρηδες βλέπεις, δεν έλεγαν να βάλουν μυαλό, γι’ αυτό τα έπαθαν όλα».
Έτσι άρχισα να διαβάζω και να μαθαίνω ελληνικά. Κάθε βράδυ περίμενα να κοιμηθεί η γυναίκα μου η Εμινέ. Τότε γονάτιζα μπροστά σε ένα αναμμένο κερί και έλεγα την Παράκληση προσευχόμενος να είναι καλά η οικογένειά μου. Η Παναγία με άκουσε, σε έστειλε στην πόρτα μου. Θέλω να σε ξαναδώ και να μου γνωρίσεις και την αδελφή μου την Ειρήνη που είπες ότι έχω.
Η Ειρήνη δίπλωσε το γράμμα και το έβαλε στο στήθος της, στο μέρος της καρδιάς. Έτρεξε στο δωμάτιο όπου ξεκουραζόταν η μητέρα της και της είπε: «Αύριο το πρωί φεύγω και εγώ για το Αϊβαλί. Πάω να συναντήσω τον αδελφό μου».
Αλεξία Ιωαννίδου
• Με πληροφορίες από το βιβλίο της Βασιλικής Ράλλη Μνήμες από τη Μικρά Ασία.