«Είμαι ποντιακής καταγωγής. Προέρχομαι από ορεινή θάλασσα, όπως λέω: από την Ορντού (δηλαδή τα Κοτύωρα), μεταξύ Κερασούντας και Τραπεζούντας», είχε πει σε συνέντευξή του ο Γιάννης Κακουλίδης. «Γεννήθηκα στον Πειραιά στις 17 Αυγούστου του 1946, ακριβώς δύο χρόνια μετά την αποφράδα ημέρα του μπλόκου της Κοκκινιάς. Οπότε οι γονείς μου, πενθώντας τους φίλους, τους συναγωνιστές και τους συγγενείς που χάθηκαν τότε, δεν μου γιόρτασαν ποτέ γενέθλια. Ο πατέρας μου ήταν από τα ιδρυτικά στελέχη του Κομμουνιστικού Κινήματος στην Ελλάδα, αργότερα υπήρξε και βουλευτής της ΕΔΑ.
»Τον γνώρισα για πρώτη φορά –μου τον έδειξε από μακριά η μάνα μου– σε ηλικία 5 ετών, κάποια στιγμή που έβγαινε μαζί με τους συντρόφους του από το τμήμα μεταγωγών και έμπαινε στην κλούβα για το πλοίο “Αγγέλικα”, που τους πήγαινε στον Αϊ-Στράτη».
Με τέτοιο DNA αλλά και ιστορία, ήταν σίγουρο ότι θα γινόταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος και δημιουργός. Στιχουργός, συγγραφέας, είχε συνδέσει το όνομα του τόσο με το νέο κύμα, όσο και με τον Χάρρυ Κλυνν σεναριογράφος, διαφημιστής, δημοσιογράφος. Ένας απίστευτα ευφυής άνθρωπος που όμως από την κρίση και μετά μέχρι το τέλος του, η ζωή του έδειξε το σκληρό της πρόσωπο.
Και το φινάλε ήταν εξίσου τραγικό: Ο Κακουλίδης διαγνώστηκε με καρκίνο στο ήπαρ και τον οισοφάγο στις αρχές Νοεμβρίου 2015, και απεβίωσε μετά από δεκαήμερη νοσηλεία σε νοσοκομείο της Αθήνας στις 14 Νοεμβρίου 2015, σε ηλικία 69 ετών.
Όλα ξεκίνησαν από μια… «μεγάλη νύχτα»
Φεστιβάλ τραγουδιού Θεσσαλονίκης, 1965. Ύστερα από τα πρώτα χρόνια που κυριάρχησε το ελαφρύ τραγούδι, το A’ βραβείο εκείνης της χρονιάς πηγαίνει στο «Ήταν μεγάλη η νύχτα». Σούλα Μπιρμπίλη στην ερμηνεία, Νότης Μαυρουδής στη μουσική και ο 19χρονος Γιάννης Κακουλίδης, φέρνουν την ανατροπή. Και ήταν ανατροπή να παρουσιαστεί ένα τραγούδι όπου, αντί ορχήστρας, εμφανίστηκε στη σκηνή μια κιθάρα και μια τραγουδίστρια μ’ ένα λευκό φόρεμα κάτω από τα γόνατα, να ξεσηκώσει ένα ολόκληρο Παλαί ντε Σπορ και να λάβει το πρώτο βραβείο.
Ο νεαρός Γιάννης μπαίνει σε μια ξεχωριστή παρέα, που στην ουσία γέννησε το νέο κύμα. Όπως είχε πει και ο ίδιος: «Μαζί με τους άλλους συνθέτες και στιχουργούς της γενιάς μου, τον Μαυρουδή, τον Σπανό, τον Σαββόπουλο, τον Παπαστεφάνου, τον Γεωργουσόπουλο, ήμασταν όλοι μια παρέα. Δεν υπήρχαν ανταγωνισμοί μεταξύ μας. Η μόνη μας φιλοδοξία (γιατί δεν έβγαιναν τότε λεφτά από τη δισκογραφία, ούτε καν από τις μπουάτ) ήταν να αισθανθούμε ότι συμμετέχουμε στα πολιτιστικά δρώμενα, που τότε καπελώνονταν –στην κυριολεξία– από κάτι κατάλοιπα και ρετάλια μιας κακώς εννοούμενης αστικής κουλτούρας.»
Ο Γιάννης Κακουλίδης γεννήθηκε στα ταραγμένα χρόνια του εμφύλιου και συγκεκριμένα το 1946. Σε συνδυασμό ότι ανήκε σε μια σκεπτόμενη οικογένεια, ήταν σχεδόν αναμενόμενη η ενασχόλησή του στην πολιτική σκηνή. Με πλούσια συνδικαλιστική δράση προδικτατορικά στο φοιτητικό κίνημα και στη Νεολαία Λαμπράκη, συνέχισε την πολιτική δράση από τις γραμμές της ΕΔΑ από τη μεταδικτατορική επανασύστασή της. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα και νομικά στο Παρίσι και εκτός από στιχουργός ήταν και δημοσιογράφος. Άραγε στην εποχή της μεταπολίτευσης, το χιούμορ είχε θέση;
Τα χρόνια του Χάρρυ Κλυνν
Εκεί στα τέλη των 70s δεν υπήρχε ίσως σπίτι που να μην είχε το «Για δέσιμο». Είτε σε βινύλιο, είτε σε original κασέτα, είτε γραμμένη από κάποιον φίλο ή έστω από το δισκάδικο της γειτονιάς. Ο Χάρρυ Κλυνν μπαίνει στο δισκογραφία και φέρνει την σάτιρα νέου τύπου στην χώρα. Πατώντας πάνω στην stand up comedy της Αμερικής, με απελευθερωμένο ελληνικό πνεύμα και φυσικά η ελληνική πραγματικότητα να κυριαρχεί. Είτε υπόγεια, είτε φόρα παρτίδα.
Και εκεί γύρω στο δεύτερο άλμπουμ του, το Δοξάστε με οι δυο Πόντιοι συνεργάζονται. Και θα τους κρατήσει δισκογραφικά τουλάχιστον για πάνω από μια 10ετία. Και όχι μόνο στα άλμπουμ αλλά και στα νυχτερινά κέντρα και στο θέατρο. Όλα καλά; Όχι ακριβώς. Το χιούμορ και κυρίως τη σάτιρα οι μισοί τη λατρεύουν και οι άλλοι μισοί τη μισούν. Είναι κλασική η ιστορία του Χάρρυ Κλυνν που στο νούμερο που έλεγε σε ένα κέντρο, θίχτηκε για τα όσα έλεγε για την τότε κυβέρνηση, ένας θαμώνας και έκανε χοντρό σαματά. Και ο Κλυνν πήρε το μικρόφωνο και του είπε: «Ρε φίλε εμένα με πληρώνουν για να κάνω τον μ… Εσύ γιατί τον κάνεις τζάμπα και χαλάς και την πιάτσα»;
Κακουλίδης-Κλυνν συνεργαστήκαν επί δεκαοκτώ συναπτά χρόνια. «Δουλεύαμε ακατάπαυστα: γράφαμε κάθε χρόνο δύο θεατρικά έργα, έναν δίσκο, ενώ είχαμε και την παράσταση κάθε βράδυ στην Πλάκα ή σε όποιο νυχτερινό κέντρο εμφανιζόταν, με τα κείμενα να ανανεώνονται διαρκώς, ανάλογα με την επικαιρότητα. Έχουμε γράψει και ποντιακά τραγούδια μαζί, έχουμε κάνει επίσης και την πρώτη ποντιακή διαφήμιση, όπου διαφήμιζε με ποντιακή διάλεκτο εκείνα τα παιδικά σνακ», είχε πει ο Κακουλίδης. Και συνέχισε: «Θέλω πάντως εν τιμή να καταθέσω πως, απ’ όλα αυτά τα κείμενα που έχουν γραφτεί, δεν ξέρω ποιο κείμενο είναι ποιανού. Δηλαδή: έλεγε μια λέξη ο ένας, μια ο άλλος, ξεκίναγε από μια ιδέα τού ενός και το φινάλε ερχόταν με την ιδέα τού άλλου, οι αμοιβαίες παρεμβάσεις στην εξέλιξη της συγγραφής ήταν δεδομένες».
Το γύρισμα της τύχης
Εκτός του Χάρρυ Κλυνν, ο Κακουλίδης συνέχισε να γράφει, όπως τα φοβερά χρονογραφήματα που δημοσίευε κάθε εβδομάδα στο περιοδικό ΕΝΑ. Παράλληλα ασχολείται με τη διαφήμιση και μαζί με άλλους ιδρύει μια διαφημιστική εταιρεία που στην εποχή της ήταν κορυφαία. Όμως με την αρχή της οικονομικής κρίσης έκλεισε με πολύ κρότο και τεράστιες ζημιές. Ο Κακουλίδης μετράει φίλους, συμμάχους και εχθρούς, ενώ για πρώτη φορά βρίσκεται στο στόχαστρο των ΜΜΕ. Ακόμα περισσότερο όταν λίγο αργότερα γίνεται ιδρυτικό μέλος της ΔΗΜΑΡ και είχε επιλεγεί από τον Φώτη Κουβέλη για να αναλάβει σύμβουλός του σε θέματα επικοινωνίας και υπεύθυνος Πολιτισμού του κόμματος.
Και ενώ αρχίζει να μαζεύει τα επαγγελματικά του κομμάτια, έρχονται τα δυσάρεστα: Ο Κακουλίδης διαγνώστηκε με καρκίνο στο ήπαρ και τον οισοφάγο στις αρχές Νοεμβρίου 2015. Έχασε τη μάχη με το θάνατο μετά από δεκαήμερη νοσηλεία σε νοσοκομείο της Αθήνας στις 14 Νοεμβρίου 2015, σε ηλικία 69 ετών.
Για ένα άνθρωπο που μπορεί να πέρασε από συμπληγάδες και να φάνηκε ότι είχε απομακρυνθεί από τα νεανικά του οράματα, κρατάμε αυτό που είχε δηλώσει σε συνέντευξή του:
«Κρατάμε την εφηβεία μας, η οποία δεν έχει αλλάξει. Ακόμα, τις ψευδαισθήσεις ότι αύριο το πρωί όλα θα αλλάξουν και θα γίνουν όπως τα ονειρευόμασταν τότε. Είναι ένα όνειρο που δεν έχει διακοπεί, κρατάει σχεδόν πενήντα χρόνια τώρα. Από κει και πέρα, υπάρχει η φιλοδοξία να καμαρώσουμε τη νεότατη γενιά των συνελλήνων να υλοποιεί αυτά που ξεχάσαμε –ή δειλιάσαμε να ολοκληρώσουμε– εμείς.»
Σπύρος Δευτεραίος