Έι κιτί Αργυρούπολη. Εσύ που γέννησες άξια τέκνα. Για σένα έγραψαν τα παιδιά σου, μεταξύ των οποίων ο Γεώργιος Κανδηλάπτης-Κάνις και ο Δημοσθένης Οικονομίδης. Για σένα εξακολουθούν να γράφουν τα παιδιά των παιδιών σου. Μνήσθητι Κύριε τους δούλους Σου. Ανάπαυσε Δίκαιε τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως.
Αρχόντισσα της Χαλδίας, μπροστάρισσα του πνεύματος, λίκνο της Ρωμιοσύνης. Αργυρούπολη με τις έξι ενορίες σου. Με το Φροντιστήριό σου και το Παρθεναγωγείο σου, το Οικοτροφείο σου και την Φιλόπτωχό σου Αδελφότητα. Αργυρούπολη με τις δημόσιες κρήνες σου να ξεδιψούν κάθε περαστικό με το πιο εύγεστο νερό που έχει γευτεί κανείς ποτέ. Με τους μπεϊλικτζήδες σου που έφερναν τους καλύτερους ζωγράφους από το Άγιον Όρος και τον Μοριά να ζωγραφίσουν τις πέντε ελληνικές εκκλησιές σου, και έχτιζαν σχολεία για να φυλάξουν την ελληνική γλώσσα. Αργυρούπολη με τη βιβλιοθήκη σου. Κυρά της μεσοχώρας, προστατευμένη από τους βραχώδεις λόφους σου και από το αγαρηνό το μάτι για όσο διάστημα έκρυβαν ασήμι τα σπλάχνα σου και πλήρωνες την ακόρεστη πείνα τους.
Αργυρούπολη… Αργυρούπολη, πού έδυ σου το κάλλος;
Το αμάξι σταμάτα μπροστά στο νεόκτιστο ξενοδοχείο Τρανζίτ Οτέλ Κοκσάλ του Μεχμέτ Ζια. Ένας νεαρός ρεσεψιονίστ υποδέχεται τους έξι φίλους, παραλαμβάνει τα διαβατήριά τους και τους οδηγεί στα δωμάτιά τους, ενώ άλλος κουβαλάει τις βαλίτσες τους. Τα διαβατήρια επιστρέφονται στους ταξιδιώτες θεωρημένα από την Αστυνομία μετά από μισή ώρα. Στο μεταξύ ο δημοσιογράφος Φαχρή Αγκαγκιούν αλλά και ο δήμαρχος Μουσταφά Τσιμπουκτσή έχουν σπεύσει στο καλωσόρισμα των τέως συμπολιτών τους. Όσο περνά η ώρα το ξενοδοχείο γεμίζει με Τούρκους κάτοικους της πόλης, άγνωστους προς τους έξι φίλους, οι οποίοι με φιλική διάθεση δεν σταματούσαν να τους υπενθυμίζουν πως είναι φιλοξενούμενοί τους και πως το βράδυ θα δειπνήσουν όλοι μαζί. Αχχχ! «Είχα σε και ’κ’ εθέλνα σε, εχάσα σε κι αραεύω σε» (σε είχα και δεν σ’ ήθελα, σ’ έχασα και σε γυρεύω) ξεστόμισε αυθόρμητα ο Νικολαΐδης, κάνοντας τους φίλους του αλλά και όσους ήξεραν ελληνικά να ξεκαρδιστούν στα γέλια. Εκείνοι οι Τούρκοι Αργυρουπολίτες έκαναν τους έξι φίλους στην κυριολεξία «αιχμαλώτους τους»!
Μετά από τρίωρη ξεκούραση, οι έξι φίλοι κατέβηκαν από τα δωμάτιά τους νωρίς το απόγευμα για να συναντήσουν στο λοφτ του ξενοδοχείου τον δημοσιογράφο Φαχρή και τον γιο του αστυνομικού Καραμπέογλου να τους περιμένουν. Ήπιαν ένα τσάι μαζί τους και δέχτηκαν την πρόταση των Τούρκων –μην μπορώντας να κάνουν κι αλλιώς– για να τους συνοδέψουν στην περιήγησή τους στην πόλη. Ανέβηκαν σε δύο αυτοκίνητα και ξεκίνησαν. Διήλθαν μπροστά από το τουρκικό σχολείο Ρουσντιέ το οποίο έχτισε ο στρατιωτικός διοικητής Αμπτουλάχ πασάς. Στο τέλος της οδού που διέσχιζαν διέκριναν τη «Γωνέαν τη Γαράσαρης». Από εδώ ξεκινούσαν οι ελληνικοί μαχαλάδες. Τι άραγε να συναντήσουν;
Το στομάχι τους σφίχτηκε. Μετά από λίγο αντίκρισαν το θέαμα που φοβόντουσαν ότι θα αντικρίσουν.
Ο Νεοκλής Νικολαΐδης γράφει: «Ερείπια, ερείπια και πάλιν ερείπια. Σφίγγω την καρδιά μου για να μη κλάψω εις την θέαν της απεριγράπτου καταστροφής. Η ατομική της Χιροσίμα και της Ναγκασάκι δεν θα επέφερον τόσην καταστροφήν εάν ερρίπτοντο εδώ ταυτοχρόνως. Σιωπηλοί εντός των αυτοκινήτων, με υγρούς τους οφθαλμούς διανύομεν το υπόλοιπον της οδού, διερχόμεθα την ξύλινην γέφυραν και σταματούμεν έμπροσθεν του κρημνισμένου ταχυδρομείου, κατερχόμεθα των αυτοκινήτων και οι οφθαλμοί μας υγροί ακόμη ερευνούν τα πέριξ.
»Να ο “Κουρκουλέτσος” και δίπλα του της “Παναγίας το λιθάρ”, πέραν και δίπλα στον Μεσσαλά το κατάμαυρο βουνό όπου το εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννου του Ελεήμονος, κτισθέν από τους τότε τελειοφοίτους του γυμνασίου πρωτοβουλία των Ν. Ξιφιλίνου, Ξ. Κρακά και Ι. Αηδονοπούλου και διατηρούμενον και ανακαινιζόμενον υπό των εκάστοτε τοιούτων. Αντίκρυ το ύψωμα των Χανακάδων και εν συνεχεία η “Γωνέα της Γαράσαρης” εις τους πρόποδας της οποίας ήτο η ακρόπολις. […] Ανήλθομεν πεζή τον ανηφορικόν δρόμον, διήλθομεν έμπροσθεν του παρθεναγωγείου και του ερειπωμένου ναού του Αγίου Γεωργίου, του οποίου οι τοίχοι του μόνον σώζονται καθώς και της μητροπόλεως κάτωθι της οποίας η βρύση με τον σταυρόν εις την προμετωπίδα μένει ξηρά και άνευ κρουνού. Ερείπια και το περίφημον γυμνάσιον της πόλεως με τεράστιας ρωγμάς εις τους τοίχους του».
Μέσα σε αυτήν τη «χαλαμονή» οι έξι Αργυρουπολίτες διέκριναν κάτι που τους προκάλεσε ένα λεπτό μειδίαμα στα χείλη. Ήταν η οικία των αδελφών Μουζενίδη.
Ω του θαύματος, έστεκε ακέραια να τους θυμίζει το παρελθόν. Θυμήθηκαν την κ. Ευανθία τη μητέρα των Μουζενίδηδων με το θυμιατό στο χέρι όταν διερχόταν την κρεμαστή γέφυρα η οποία συνέδεε το δρόμο μπροστά από το σπίτι της με την πίσω αυλή του γυμνασίου και έμπαινε εν ώρα μαθήματος στις τάξεις για να θυμιατίσει τους μαθητές αλλά και τους δασκάλους τους. Μερικοί δάσκαλοι αντιδρούσαν και διαμαρτύρονταν στη διεύθυνση για τη συνήθεια εκείνη της ευσεβούς δέσποινας που σε κάθε μικρή και μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης έμπαινε σαν λοκατζής μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας και τους διέκοπτε το μάθημα δημιουργώντας ένα παραπέτασμα ευωδιαστού καπνού, αλλά ουδείς δεν τόλμησε να την εμποδίσει, αναγνωρίζοντας κατά βάθος το θεάρεστο έργο της!
Προχωρώντας οι έξι Αργυρουπολίτες περνούν μπροστά από τις ερειπωμένες οικίες της Χαϊτάβας Χορομιάδου, της Άννας του Γιασσόν (Ιασονίδου) και Σωτηρ. Σωτηριάδου. Κάτω από το βράχο του Ιωάννου του Ελεήμονος στέκει η πιο γνωστή βρύση της Αργυρούπολης. Εκείνη που τους παρήγγειλε ο Κάνις να ξεδιψάσουν και γι’ αυτόν, το αθάνατο «Κοτσορίμ»! Διασχίζουν την ξύλινη γέφυρα πάνω από το χείμαρρο Μεσσαλά και στέκονται απέναντι από την Κασταλιανή πηγή της Αργυρούπολης. «Κοτσορίμ! Η μυριοτραγουδισμένη βρύση! Σου αφήρεσαν τον παλαιόν απλούν χάλκινον κρουνόν σου και σου έβαλαν βρύση ευρωπαϊκή κίτρινη με στρόφιγγα, σαν να έρχεται το νερό σου από μακριά με σωλήνας. Κλειστή η στρόφιγγα αναγκάζει το νερό σου να εύρη διέξοδο μέσω των τοιχωμάτων σου και δεν ακούεται πλέον η μελωδία του κελαρύσματός σου. Έχεις δίπλα σου τον θορυβώδη καταρράκτην του Μεσσαλά, με του οποίου το νερό ήνωνες το δικό σου παρακάτω και μαζί του διέσχιζες την πόλιν για να συναντήσετε πολύ πιο κάτω τον Κάνιν. Οι λυράρηδες ο Περτζέλτς και ο Κορόης πολλές φορές σε τραγούδησαν:
»Κοτσορίμ κρύον νερόν, κρύον ’κί ποτισκάται
»άμον τ’ εσόν γλυκύν νερόν σα ράυα ’κ’ ευρισκάται».
Γέμισαν τα ποτήρια τους και ήπιαν στην υγεία όλων των ξεριζωμένων Αργυρουπολιτών και εις ανάπαυση όλων των εκεί και εν τη ξένη κεκοιμημένων συμπολιτών τους. Το βράδυ όπως υποσχέθηκαν παρακάθισαν σε δείπνο με δεκάδες «Αργυρουπολίτες», τον δήμαρχο και τον δημοσιογράφο. Έγιναν μάλιστα και κεντρικό θέμα της εφημερίδας Δημοκρατία Κιουμουσχανέ με τον τίτλο «Γιουνανιστάν γκελέν εσκί κομσιουλαριζίμ» (Οι παλιοί μας γείτονες που ήρθαν από την Ελλάδα).
Την επομένη, πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος καλά-καλά, οι έξι φίλοι κατέβηκαν από τα δωμάτιά τους και έκπληκτοι είδαν πάλι τον δημοσιογράφο και τους αδελφούς Καραμπέογλου να τους περιμένουν στο σαλόνι του ξενοδοχείου. Πήραν όλοι μαζί το πρωινό τους και ξεκίνησαν για τη Χουτουράν, τη «Ναζερέτ των παιδικών τους χρόνων», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Νεοκλής Νικολαΐδης. Διανύοντας απόσταση λίγων λεπτών της ώρας προς τα ανατολικά έφτασαν στο θέρετρο των Αργυρουπολιτών.
Προχωρώντας εν μέσω κήπων κατέβηκαν στην ρεματιά και βρέθηκαν μπροστά στο σπίτι του Νικολαΐδη, πλέον τωρινή οικία του Μουσταφά Κιουρ Τσινάλ. Μετά από 32 χρόνια είχε αλλάξει δραματικά.
Μόνο δυο αχλαδιές σώζονταν από τα παλιά δέντρα. Το δε φυτώριο είχε εξαφανιστεί. Το μόνο που του θύμιζε τις παλιές καλές εποχές ήταν το καταπράσινο έδαφος του κήπου του. Το ευλογημένο «Ασότ», το ποτιστικό νερό, εξακολουθούσε κι έτρεχε και έδινε ζωή στους κήπους όχι μόνο της οικίας του αλλά και των γειτονικών της Καϊτανού, Σιταρίδου και Φωτιάδου. Τι κι αν άλλαξαν οι ιδιοκτήτες, το νερό δεν ξέρει από ιδιοκτησιακά, κάνει τη δουλειά του.
— Από πού είσαι Μουσταφά; Ρώτησε ο Νικολαΐδης τον καινούργιο ιδιοκτήτη.
— Είμαι από τα Μεσσαρέας της Τραπεζούντας, αγόρασα τους δύο επάνω κήπους και τους δύο κάτω (κήποι του Νικολαΐδη, της γιαγιάς του, της θείας του και του Περικλή Ξανθόπουλου) αντί χιλίων λιρών [5.000 νέων δραχμών] με δόσεις που τις πλήρωνα για 15 χρόνια. Σήμερα η «επένδυσή μου» μου αποφέρει εισόδημα από 10.000 έως 12.000 δραχμές το έτος [ο Νικολαΐδης ως έμπειρος τραπεζικός υπάλληλος κάνει απευθείας τις συσχετίσεις με το ελληνικό νόμισμα].
Ο Μουσταφά ήταν κτηνοτρόφος και από την αλλαγή αυτή της ζωής του έμεινε πολύ ευχαριστημένος. Θέλοντας να ευχαριστήσει τον Νικολαΐδη, του πρότεινε να τον φιλοξενήσει στο «σπίτι του» για μερικές ημέρες. Μουσαφίρης στο σπίτι του ο Νικολαΐδης δεν θα γινόταν ποτέ. Το μόνο που ζήτησε από τον Τούρκο νέο ιδιοκτήτη του σπιτιού του, ήταν να του επιτρέψει να ξαναδιαβεί το κατώφλι της πόρτας του κι ο Μουσταφά δεν του χάλασε χατίρι.
«Εισήλθον εις το σπίτι μας. Τελείως αγνώριστον. Λείπει η σκάλα του άνω ορόφου και τα δωμάτια χωρίς πατώματα. Σκοτεινή όπως τότε η κουζίνα. Λείπει το τζάκι μετατραπέν εις φούρνον. Το σκαλιστό ντουλάπι στην γωνία δεν υπάρχει. Το σκοτεινό δωμάτιο γεμάτο ξύλα και ράγες δια τα φασόλια, όπως και στον καιρό μας. Στο άλλο δωμάτιο τέσσερα κιούπια με γιαούρτι, όρθιο το ξυλάγκ για το δρουβάνισμα, ξύλινο επίμηκες βαρελάκι δια την παρασκευήν βουτύρου. Στον καιρό μας ένα κιούπι ήτο εκεί όπου σήμερον τα τέσσερα για το από μουριές ξύδι. Εδάκρυσα, σφίγγει η καρδιά μου. Αναμνήσεις στριφογυρίζουν στο μυαλό μου. Απεγοητεύθην. Με αντελήφθη».
Ο Μουσταφά ένιωσε την πίκρα του ταλαίπωρου εκείνου Έλληνα που γύρισε μετά από χρόνια στο σπίτι του. Αν και φαινομενικά ήταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση και κοινωνική θέση από αυτόν, δεν τον ζήλευε καθόλου. Δεν θα ήθελε με τίποτε να βρισκόταν στη θέση του.
— Μην κλαις Νικολαΐδη μπέη. Κισμέτ όιλε ιντί (ήταν το πεπρωμένο). Πρέπει να είσαι ευχαριστημένος γιατί τα κτήματά σας βρίσκονται στα χέρια μου και τα διατηρώ καλά. Αλλάχ μπουγιούκ τιρ (ο Θεός είναι μεγάλος).
Ο Νεοκλής Νικολαΐδης έσυρε τα βήματά του και βγήκε στο δρόμο. Θυμήθηκε τον καιρό που ήταν μικρό αγόρι και έβγαινε για να παίξει με μια χοντρή φέτα ζυμωμένο ψωμί στο χέρι, φέτα που την άλειφε η μακαρίτισσα η μάνα του με αγελαδινό βούτυρο και γλυκό σύκο που έφτιαχνε με τα χεράκια της από τις συκιές του κήπου τους. Σκόνταψε το πόδι του στο χαλκά που έδενε η μάνα του τη μοναδική τους αγελάδα για να την αρμέξει. Είχε σκουριάσει κι αυτός από την εγκατάλειψη. Τα δάκρυά του του θόλωσαν τα μάτια. Ο πόνος του ξεριζωμού δεν γιατρεύεται ποτέ.
Αλεξία Ιωαννίδου