Έξω από το ξενοδοχείο τους, το αλλοτινό «Κωνσταντινόπλ Παλλάς», περίμενε τους έξι φίλους μια γυαλιστερή μαύρη αμερικάνικη λιμουζίνα μάρκας Μπιούικ που είχανε μισθώσει για να τους μεταφέρει στη γενέτειρά τους την Αργυρούπολη.
Ο σοφέρ της ο Αλή Ριζά ανέλαβε αντί σαράντα χρυσών τουρκικών λιρών, δηλαδή διακοσίων τριάντα περίπου χιλιάδων δραχμών όχι ευκαταφρόνητο ποσό για την εποχή, να πραγματοποιήσει το ταξίδι επιστροφής των έξι φίλων στην πόλη τους, αυτή που έμεινε ξακουστή για την αρχοντιά της, τη μόρφωση και το πνεύμα των κατοίκων της αλλά και για τον ελικοειδή ποταμό που την διέσχιζε δίνοντας ζωή στο βραχώδες ανάγλυφο του τοπίου.
Ο Αλή Ριζά οδηγεί με χαμηλή ταχύτητα σαν να πρόκειται να δείξει την πόλη σε τουρίστες. Η μαύρη αστραφτερή Μπιούικ περνάει επάνω από την χιλιόχρονη πέτρινη γέφυρα και μπαίνει στην περιοχή του Αγίου Φιλίππου. Αριστερά απλώνεται η πανέμορφη Δαφνούντα, δεξιά τα καλοκαιρινά κέντρα με την ωραία θέα προς την θάλασσα και το Γκιουζέλ Σαράι.
Πού είναι εκείνες οι εύθυμες παρέες που ζωντάνευαν τα κέντρα αυτά; Τώρα ερημιά. Σαν να θρηνούν και τα κτήρια για το διωγμό των Ελλήνων. Έξω από τον Άγιο Φίλιππο, που τώρα πια έγινε τζαμί, οι έξι φίλοι είπανε στον Αλή να κάνει μια στάση για να πιούνε νερό από τη βρύση που τρέχει από την εποχή εκείνη που οι Μεγάλοι Κομνηνοί διαφέντευαν τον Πόντο. Ήταν συγκινητικό.
Το χάλκινο τάσι που έπιναν όταν ήταν νέοι τους περίμενε ίδιο και απαράλλακτο για να τους ξανακεράσει εκείνο το νερό που όμοιό του δεν υπάρχει στον κόσμο, ελαφρύ, νόστιμο και δροσερό. Πατρίδας νερόν!
Το κοντέρ της λιμουζίνας του Αλή Ριζά έδειχνε 40χλμ/ω όταν έβγαιναν από την Τραπεζούντα και διέσχιζαν το Τουμπίν, την είσοδο της Τραπεζούντας από όπου φαινόταν να ξεδιπλώνεται η απεραντοσύνη του Εύξεινου Πόντου. Ο σοφέρ επιτάχυνε πατώντας γκάζι με προορισμό την Αργυρούπολη.
Τα πάντα στον δρόμο είχαν αλλάξει. Τα χάνια, οι αποθήκες, τα προσκυνήματα όλα είχαν ισοπεδωθεί. Στην ερώτηση των Αργυρουπολιτών τι έγιναν τα μικρά χωριά που υπήρχαν στον δρόμο μεταξύ Τραπεζούντας και Αργυρούπολης, ο Τούρκος σοφέρ τους απάντησε πως από τότε που έφυγαν οι Έλληνες όλοι αυτοί οι χωρικοί έγιναν «Τραπεζούντιοι». «Αναβαθμίστηκαν σε αστούς δηλαδή», είπε κάποιος από την παρέα και γέλασαν με μια δόση πίκρας οι υπόλοιποι, κάνοντας τον Αλή να σκέφτει πως οι Έλληνες είναι παράξενοι άνθρωποι, γελάνε με πράγματα που κανονικά φέρνουν θλίψη και κλαίνε όταν χαίρονται!
Είχαν περάσει κάμποσες ώρες από τότε που αφήσανε την Τραπεζούντα πίσω τους. Το αμάξι ανέβαινε τη Ζύγανα βαρυγκωμώντας. Τέτοια μεγάλη κλίση είχε ο δρόμος που ακόμα και αυτό το αμερικάνικο θηρίο έβγαζε αγκομαχητά. Το γεγονός αυτό προκάλεσε ανησυχία στους επιβαίνοντες αλλά ο σοφέρ έσπευσε να τους καθησυχάσει λέγοντας: «κόρκμασιν, τεπεή μπουλατζάιζ», δηλαδή μην φοβάστε θα βρούμε την κορυφή. Εντός ολίγων λεπτών φάνηκε η κορυφογραμμή του όρους στολισμένη με κάτασπρο χιόνι.
Σε λίγη ώρα η Μπιούικ έχοντας καταφέρει τον δύσκολο άθλο της στάθμευσε στο χωριό Ζύγανα, στην κορυφή του όρους, στην οποία βρίσκονταν 5-6 χωματοσκεπείς κατοικίες. Ένα καφενείο και δύο υποτυπώδη καταστήματα αντικατέστησαν το άλλοτε τεράστιο εκείνο χάνι της Ζύγανας που έβρισκαν καταφύγιο οι ταξιδιώτες και οι αγωγιάτες όταν έπιανε χιονοθύελλα. Όλα θυσιάστηκαν στο βωμό του εκσυγχρονισμού αλλά αυτή η «ανάπτυξη» είχε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από το προσδοκώμενο. Ερημιά!
Πού οι φωνές των αγωγιατών, πού οι χρεμετισμοί των αλόγων τους; Πού είναι οι ντεβετζήδες «τατάσι» (καμηλάτες) με τα ξυρισμένα τους κεφάλια και τα λερωμένα τους καλπάκια; Πού τα όμορφα εκείνα ζώα, οι καμήλες; Όλα εξαφανίστηκαν και έδωσαν τη θέση τους στα λιγοστά αυτοκίνητα.
Δύο τρεις ανατολίτες ρουφούσαν τεμπέλικα τους ναργιλέδες τους έξω από το καφενείο. Βλέποντας εκείνους τους γιουνανλήδες με τα κουστούμια και τα καβουράκια τους κατάλαβαν αμέσως περί τίνος πρόκειται. Δείχνοντας μια νοσταλγία έβγαζαν το τσιμπούκι από το στόμα τους λέγοντας ο ένας στον άλλον «Έι γκιτί. Νέρντε ο βακιτλάρ» (Πού εκείνοι οι χρόνοι; Έφυγαν).
Είχαν περάσει πολλές ώρες από τότε που οι έξι Αργυρουπολίτες είχαν ξεδιψάσει στη βρύση του Αγίου Φιλίππου στην Τραπεζούντα και έτσι έτρεξαν για να «κοινωνήσουν» πάλι, από το νερό της Ζύγανας αυτήν τη φορά, το οποίο είχε την εξής ιδιαιτερότητα: το χειμώνα ήταν θερμό ενώ το καλοκαίρι δροσερό, θαρρείς και οι πηγές που κατέβαιναν από το βουνό ήθελαν να σε ανταμείψουν για το σθένος σου να βρεθείς εκεί πάνω.
Το μικρό διάλειμμα στη Ζύγανα τελείωσε και οι Αργυρουπολίτες ανέβηκαν ξανά στη σκονισμένη λιμουζίνα. Επόμενη στάση η Άρδασσα. Η πρώτη εικόνα της Άρδασσας ήταν μερικές αγελάδες να βόσκουν αμέριμνες στην ανηφοριά. Ένας μεγαλόσωμος βαριεστημένος σκύλος που τις επόπτευε γάβγισε χωρίς μεγάλη επιθετικότητα μόλις είδε την παρέα των έξι φίλων, του φάνηκαν παράξενοι φαίνεται. Δεν είχε ξαναδεί Ρωμιούς. Αν και δεν του φαινόταν απειλή για το κοπάδι του, ωστόσο για τους τύπους έπρεπε να γαβγίσει.
Μπροστά τους φαινόταν ο δρόμος που οδηγούσε στην Κρώμνη, ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση ο δρόμος για την Λαραχανή και την επτάκωμο Σάντα. «Εϊ μαύρα ραχία πάντα χλωρόν φοράτε δαβαίνε χρόνια και καιροί καμμίαν κι ‘γεράτε», μονολόγησε ο Νεοκλής Νικολαΐδης. Σχεδόν ταυτόχρονα ο Αλή Ριζά πάτησε τη βαρύτονη κόρνα του αμαξιού του διακόπτοντας τη φιλοσοφική διάθεση του «αποσυνάγωγου» Κιμισχαναλή. Ήρθε η ώρα να επιβιβαστούν και να ξεκινήσουν για τον τελικό προορισμό τους.
Μετά από μια κατηφορική διαδρομή με τεράστια έλατα και πεύκα, ακολουθώντας πορεία ζικ-ζακ όπως και ο ποταμός Κάνις, οι έξι φίλοι βλέπουν από τα σκονισμένα τζάμια της Μπιούικ τον ποταμό να ελίσσεται σαν όφις και να εισχωρεί στο άντρο του, στις υπώρειες του βουνού. Περνούν το γεφύρι της Χάραβας και φτάνουν στον Διπόταμο όπου είναι η συμβολή δύο ποταμών, του Κάνεως και της Νίβαινας (Σουρή Καρρά Μουσταφά). Δεξιά υπάρχει μια γέφυρα που στο μέσο της έχουν εντοιχίσει μια μαύρη πέτρα (καρά ταϋ). Όταν τα διερχόμενα αυτοκίνητα ρίχνουν την νύχτα τα φώτα τους πάνω της διακρίνεται η μορφή του Μουσταφά Κεμάλ, πληροφορεί με ενθουσιασμό τους πελάτες του σαν να πρόκειται για αξιοθέατο ο Αλή, όμως αυτοί δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον, δεν έχουν καμιά φανερή αντίδραση.
Το αυτοκίνητο έχοντας δεξιά του πάντα τον Κάνη ποταμό εισέρχεται στα στενά του Ταλταπάν. Το τοπίο αλλάζει άρδην. Πελώριοι γρανιτένιοι όγκοι, κατάμαυροι και γυμνοί υψώνονται από πάνω τους σε όλη την διαδρομή, ενώ ο ταχύροος ποταμός ακολουθεί ατάραχος την αιώνια πορεία του. Ένθεν και ένθεν αυτού απόλυτη γύμνια, καμία βλάστηση. Πιο πέρα οι βουνοπλαγιές βάφονται μαύρες και κόκκινες από τα χώματα τους. Βγαίνοντας από τα στενά του Ταλταπάν ξεπροβάλει εμπρός τους σε ύψος 600-700 μέτρων σε απόκρημνο βράχο το Κάστρο του Γαβρά. «Ρίγη συγκινήσεως μας καταλαμβάνουν βλέποντας το κατεστραμμένον κάστρο με το υψηλόν τείχος της ανατολικής πλευράς του υψούμενον προς τον ουρανόν σαν να διαμαρτύρεται δια την αιωνίαν εγκατάλειψιν. Δεσπόζει όλης της γύρω χώρας. Ήτο καταφανές εξ όλων των ενοριών της Αργυρουπόλεως, στεφανούμενον καθ’ εκάστην με τας ακτίνας του δύοντος ηλίου», γράφει ο Νεοκλής Νικολαΐδης και νιώθουμε τον πόνο του.
Ο αέρας αρχίζει και λεπταίνει κουβαλώντας τις μυρουδιές από τους καταπράσινους κήπους που βρίσκονται παρακείμενοι των όχθεων του Κάνη. Η μυρωδιά αυτή είναι τόσο γνωστή στους έξι φίλους. Ήρθε η ώρα να αντικρύσουν ξανά μετά από τριάντα δύο ολόκληρα χρόνια την πόλη που πρωτοπερπάτησαν, πρωτομίλησαν με την ελληνική τους λαλιά, πρωτοερωτεύτηκαν, και έμειναν για πάντα συνδεδεμένοι μαζί της, την αρχόντισσα του πνεύματος, την Αργυρούπολη.
Συνεχίζεται…
Αλεξία Ιωαννίδου