Έξι φίλοι, με καταγωγή από την Αργυρούπολη του Πόντου αποφασίζουν να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους μετά από τριάντα δύο χρόνια από τον ξεριζωμό τους, για να προσκυνήσουν τα άγια χώματά της και να δουν με τα μάτια τους τι απέγινε ο τόπος τους χωρίς τους Έλληνες.
Ήταν το έτος 1953, τότε που η τουρκική κυβέρνηση έλαβε την απόφαση «να επιτρέψει τα ταξίδια εις Τουρκίαν ομαδικώς και μη, άνευ θεωρήσεως διαβατηρίων».
Ο Νεοκλής Νικολαΐδης (ο γράφων), ο Θεόδωρος Μουμτζίδης, ο Ιάκωβος Λαυρεντιάδης, ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, ο Βλάσης Κυριακίδης και ο Χρήστος Παναγιωτίδης, κάτοικοι πλέον της Θεσσαλονίκης οι τέσσερις πρώτοι και της Νάουσας οι δύο τελευταίοι, παίρνουν το τρένο από τη Θεσσαλονίκη μια Κυριακή πρωί και ξεκινούν για το δύσκολο ταξίδι.
Αντηχούσαν στα αυτιά τους τα λόγια των γνωστών τους «τι θα πάτε να δείτε; Ερείπια και χαλάσματα; Θα στεναχωρηθείτε περισσότερο όταν δείτε τα σπίτια σας και την πατρίδα σας σε ξένα χέρια», αλλά εκείνοι δεν έδιναν σημασία. Να γυρίσουν πίσω έστω και σαν ταξιδιώτες, να μυρίσουν ξανά τα λουλούδια στις αυλές των σπιτιών τους, να τους φυσήξει ο άνεμος από τη Μαύρη Θάλασσα στο πρόσωπο και ας ήταν οι τελευταίες τους ώρες.
Διασχίζουν τη μακεδονική γη, Κιλκίς, Δοϊράνη, Μουριές, περνούν τον Στρυμόνα και τη Δράμα, μπαίνουν στη Θράκη και αφήνουν πίσω τους την Ξάνθη και την Κομοτηνή για να φτάσουν στην Αλεξανδρούπολη. Εκεί στον σταθμό της Αλεξανδρούπολης τους περιμένει μια έκπληξη. Ο Γεώργιος Κανδηλάπτης (Κάνης) μαθαίνοντας για το ταξίδι τους επιβιβάζεται στο τρένο και ψάχνει να τους βρει. Τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα όπως περιγράφει ο Νεοκλής Νικολαΐδης και με φωνή διακεκομμένη από την συγκίνηση καταφέρνει να αρθρώσει δυο κουβέντες: «Αχ πόσον σας μακαρίζω! Είσθε ευτυχείς που πάτε να δήτε τα ιερά εκείνα χώματα και να πιήτε τα κρύα εκείνα νερά! Αν ήτο δυνατόν να σας έδινα προσωρινά το ένα μου μάτι! Πιέστε νερό από το κοτσορίμι για μένα»!
Το τρένο φτάνει στην Κωνσταντινούπολη στις 9 το πρωί. Οι έξι Αργυρουπολίτες αποφασίζουν να διανυκτερεύσουν στην Πόλη για να δουν τον συμπατριώτη τους Αριστείδη Καζαντζίδη ο οποίος είχε εγκατασταθεί εκεί. Τον βρίσκουν στην στοά Ανανιάδη και όταν του φανερώνουν τον σκοπό του ταξιδιού τους, εκείνος τους συνιστά να αρκεστούν στην επίσκεψη στην Τραπεζούντα και να αφήσουν την Αργυρούπολη γιατί «δεν θα γνωρίσουν κανέναν, θα εύρουν την πόλι τελείως κατεστραμμένη, ούτε σπίτια, ούτε εκκλησία, ούτε σχολεία» και πως η πάλαι ποτέ αρχοντική Αργυρούπολη με το όμορφό της ποτάμι τον Κάνι, έχει καταντήσει χειρότερα κι από ένα χωριό, με 4-5 σπίτια και εκείνα ετοιμόρροπα! Οι φίλοι μένουν αποσβολωμένοι στο άκουσμα των κακών μαντάτων.
Με καράβι έφυγαν πριν από 32 χρόνια από τον Πόντο κρατώντας παραμάσχαλα μια βαλίτσα με ό,τι μπόρεσαν να σώσουν, και από αυτά που είχαν επάνω τους έδωσαν τα περισσότερα για να καταφέρουν να φύγουν από την κόλαση που είχε μετατραπεί ο αλλοτινός παράδεισός τους. Με καράβι λοιπόν θα αντίκριζαν ξανά τα παράλια της πατρίδας τους και θα προσέγγιζαν τη γη που τους γέννησε και τους ανέθρεψε. Ινέπολη, Σινώπη, Σαμψούντα, Οινόη, Φάτσα, Πουλαντζάκη, Κερασούντα.
Το ατμόπλοιο που τους μετέφερε και έπλεε για ημέρες στον Εύξεινο Πόντο, κόβει ταχύτητα και μπαίνει στο λιμάνι της Δαφνούντας. Το μάτι αχόρταγο μετά από 32 ολόκληρα χρόνια, ανοίγει διάπλατα και προσπαθεί να μην δακρύσει για να ατενίσει απρόσκοπτα την τόση ομορφιά. Να η Αγία Σοφία, να τα εξώτειχα, να και το Φροντιστήριο!
Όλα στην θέση τους, μόνο αυτοί που τα έχτισαν λείπουν. Το πλοίο κόντεψε κι άλλο και άρχισαν να διακρίνονται ο Άγιος Φίλιππος και η Ελεούσα με το παρεκκλήσι της τον Άγιο Σάββα κατεστραμμένο. Μέσα στο βράχο ξεπροβάλλουν ερείπια από τα κάτασπρα εκκλησάκια με τα μισογκρεμισμένα σκαλάκια τους που κάποτε τα περπατούσαν καθημερινά προσκυνητές. Το ρολόι του Αγίου Γρηγορίου, του μητροπολιτικού ναού της Τραπεζούντας θα έδειχνε 9 π.μ. εάν δεν δοκίμαζε και αυτό την καταστροφική μανία των Τούρκων.
Μια μανία στραμμένη εναντίον όλων όσων θύμιζαν το παρελθόν αυτού του τόπου. Μια λύσσα που όμοιά της να μην ξαναδεί η ρωμιοσύνη. Ψάχνουν τα μάτια τον Άγιο Γρηγόριο, μάταια, τον γκρέμισαν για να μην «αλλοιώνεται» λέει η πρώτη εικόνα της Τραπεζούντας στα μάτια των επισκεπτών της από τη θάλασσα. Τι να πει κανείς… στέρεψαν τα λόγια, μόνο αρμέγει με το βλέμμα την αλλοτινή ομορφιά σαν να επρόκειτο για παλιά αγαπημένη που τώρα αντικρίζουν σε χέρια ξένα.
Οι μικρές μεταγωγικές βάρκες πλησιάζουν στο ατμόπλοιο και οι επιβάτες του μεταφέρονται στο λιμάνι. Είναι η στιγμή που οι έξι Αργυρουπολίτες φίλοι –άνδρες σε προχωρημένη ηλικία πια– πατούν μετά από 32 χρόνια στην πρωτεύουσά τους.
Ανεβαίνουν τα πλατιά σκαλοπάτια κάτω από τον Άγιο Ελευθέριο. Έι κιτί νεότητας… αυτά τα ανέβαιναν δυο-δυο όταν ήταν νέοι. Εδώ κάποτε το σημείο έσφυζε από ζωή, θορυβώδεις χαμάληδες και υπαίθριοι κουρείς με μια χάλκινη λεκάνη φορώντας μια λερωμένη άσπρη ποδιά, σου έπαιρναν τα αυτιά διαλαλώντας τις υπηρεσίες τους. Προχωρούν στο Καγιακλούκ. Ευτυχώς τα καφενεία του έμειναν ίδια, με προσανατολισμό στη θάλασσα όμως ο κόσμος που συχνάζει τους ήταν εντελώς άγνωστος.
Στρίβοντας δεξιά στη γωνία είδαν ένα λευκοφορεμένο μάγειρα με το μαχαίρι στο χέρι και τον άσπρο του σκούφο στο κεφάλι να ετοιμάζει το όρθιο τζάκι και να διαπερνά στη σούβλα τεμάχια κρέατος για το περίφημο ντονέρ κεμπάπ. Δίπλα του κομμένο κρεμμύδι και μαϊντανό και ολοστρόγγυλες κατακόκκινες ντομάτες. Πέρασαν τα χρόνια αλλά τον γνώρισαν και τους γνώρισε κι αυτός, ήταν ο περίφημος Πέρσης κεμπαπτσής Αγά Αλής. «Εβεχιντέ μπουϊρουνούζ» [περάστε το μεσημέρι] τους είπε και οι έξι Αργυρουπολίτες του χαμογέλασαν και έγνεψαν καταφατικά με το κεφάλι τους.
Περνούν το ξενοδοχείο «Καύκασος» με τα στρογγυλά παράθυρά του και το παλιό ταχυδρομείο που είχε μετατραπεί σε ξενοδοχείο κι αυτό με το όνομα «Ερζερούμ» και προσπερνούν βιαστικά το χάλκινο άγαλμα του Μουσταφά Κεμάλ το οποίο είχε στηθεί σε μαρμάρινο βάθρο παρουσιάζοντας τον με πελερίνα και κασκέτο να κοιτάει όλο έπαρση προς την ανατολή. Φτάνουν στο ξενοδοχείο του Ανέστη Καφάτου το «Κωνσταντινόπλ Παλλάς» όπου και θα καταλύσουν. Τώρα πια έχει μετανομαστεί σε «Γεσίλ-οτζάκ». Όλα έμειναν ίδια μέσα στο ξενοδοχείο, οι μεγάλοι καθρέφτες το ρολόι, το μαύρο τραπέζι στη μέση του λόφτ, το μόνο που προστέθηκε ήταν μια μεγάλη φωτογραφία του Κεμάλ. Φαίνεται πως την απεχθή εκείνη εικόνα θα την αντίκριζαν σε κάθε γωνιά της πατρίδας τους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Ήπιαν ένα ποτηράκι ρακί με τη συνοδεία χαψίων για το καλωσόρισμα και ξεχύθηκαν πάλι στους δρόμους της Τραπεζούντας για να αδράξουν την μέρα.
Κατευθυνόμενοι προς την αγορά του Μεϊτανίου διήλθαν μπροστά από το ξακουστό καφενείο Τεβφήκ. Δεξιά τους φαινόταν η παραλία, το «αρμένικο λιθάρ» εκεί όπου σύχναζαν κάποτε οι Αρμένιοι και έκαναν τα θερινά τους μπάνια.
Σε μικρή απόσταση, μόλις 150 μ. υπήρχε το «ρωμαίικον λιθάρ», όπου προτιμούσαν να κολυμπούν οι Έλληνες.
Προχωρώντας προς την αγορά διαπίστωσαν με ευχαρίστηση πως ο φούρνος του Μικέλ με τα ωραία πεϊνιρλία εξακολουθούσε να ευωδιάζει φρέσκο ψωμί. Λίγο πιο εκεί η τράπεζα του Θεοφυλάκτου, η παλιά Οθωμανική τράπεζα, μέσα στο στενό η οικία του Παν. Κογκαλίδη, η αρμένικη μητρόπολη και το φωτογραφείο Φώτο-Κακούλη. Πόσες και πόσες όμορφες στιγμές δεν αποτύπωσε, πόσες ποντιακές οικογένειες δεν απαθανατίστηκαν από τον φωτογραφικό του φακό μην έχοντας ιδέα για το τι θα επακολουθήσει!
Λίγο πιο κάτω τα καταστήματα Βελισσαρίδου, Ξανθοπούλου και αδελφών Πηλείδη με είδη υφασμάτων και νεωτερισμού. Απέναντι ακριβώς το κατάστημα του Κογκαλίδη που τώρα είχε μετατραπεί σε υφασματοπωλείον. Λίγο παρά πέρα η οικεία Ακριτίδου, όπου στεγαζόταν η «Μέριμνα Κυριών». Έι κιτί, πόσα και πόσα κορίτσια δεν βοήθησε… πόσα έσωσε από τη φτώχεια κάνοντάς τις «Κυρίες» του εαυτού τους. Και πόσα τουρκόπαιδα δεν τάισε και έσωσε από τον λιμό στην περίοδο του ρωσοτουρκικού πολέμου! Να θυμούνται άραγε την ευεργεσία από τους Έλληνες;
Το βήμα του Νεοκλή Νικολαϊδη βάρυνε όταν αντίκρισε το σπίτι του πεθερού του. Αργά και σταθερά κατευθύνονταν στην οικεία Κουρτίδη, εδώ που παντρεύτηκε και γεννήθηκε το πρώτο του παιδί που πέθανε λίγο καιρό μετά. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει.
Σπρώχνει την πόρτα της αυλής και μπαίνει μέσα δηλώνοντας στο νέο του ιδιοκτήτη τον γιατρό Ιμπραήμ Καγιά την ταυτότητά του.
Εκείνος τον υποδέχεται εγκάρδια, φωτογραφίζεται μαζί του στον κήπο και του φανερώνει την πρόθεσή του να κατεδαφίσει την παλαιά οικία για να ανεγείρει μια νέα σύγχρονη ώστε να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της οικογένειάς του. Ο κ. Νεοκλής ήπιε μια γουλιά καφέ για να καταπιεί το νέο, έφαγε και το γλυκό κουταλιού με κεράσια από την Κερασούντα που τον κέρασε η καινούργια οικοδέσποινα για να γλυκάνει την πίκρα του αλλά μάταια. Ο κόμπος στον λαιμό του δεν τον άφηνε να καταπιεί.
Πέρασαν με ταχύτητα φωτός εικόνες της ζωής του από μπροστά του. Την πρώτη φορά που μπήκε σε αυτήν την αυλή ως υποψήφιος γαμπρός, νέος τότε, λυγερόκορμος, γεμάτος ζωή, το βλέμμα του πεθερού του που κοίταζε διερευνητικά τον πολλά υποσχόμενο εκείνον Κιμισχαναλή υπάλληλο της Τραπέζης, το αμήχανο αλλά κι όλο υποσχέσεις χαμόγελο της γυναίκας του, τα λευκά μακριά της δάχτυλά που κρατούσαν τον ασημένιο δίσκο που είχε επάνω του πιατάκι από κρύσταλλο Βοημίας με το γλυκό σταφύλι που είχε φτιάξει η ίδια από το αμπέλι τους… Την πρώτη νύχτα του γάμου τους, την μυρουδιά από το αγιόκλημα, τα γλέντια που κατέληγαν πάντα σε Σέρρα χορό, τη γέννηση του παιδιού τους, τον ήχο από τα γέλιο του…
— Νικολαΐδη μπέι, [τον διέκοψε ο γιατρός] είστε καλά;
— Ben çok iyiyim doktorum (είμαι πολύ καλά γιατρέ). Πρέπει να πηγαίνω. Έχω να ταξιδέψω για την Κιμισχανά.
Συνεχίζεται…
Αλεξία Ιωαννίδου