Πολλά ήταν τα καθάρματα, που έχοντας το «πράσινο φως» από τον Τοπάλ Οσμάν και τους συνεργούς του στην υλοποίηση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, τριγύριζαν στα χωριά όπου κυριαρχούσαν οι Έλληνες και οι χριστιανοί άλλων εθνών και τα λεηλατούσαν. Έκλεβαν, σκότωναν, βίαζαν και έφευγαν σαν κύριοι καίγοντας, συχνά, και τα πάντα στο πέρασμά τους. Οι ιστορίες είναι αμέτρητες, αδιάψευστοι μάρτυρες των όσων έγιναν στα ιερά χώματα της αλησμόνητης πατρίδας στις αρχές του 20ού αιώνα.
Μια από αυτές, που ευτυχώς είχε αίσιο τέλος, μοιράστηκε με τους αναγνώστες της Ποντιακής Εστίας, το 1955, ο Ιμεραίος Κώστας Ιωαννίδης.
Πρωταγωνιστές ήταν ο μονόφθαλμος ληστής Κιόρ Σαλέχ με τη συμμορία του και ο ευρυματικός, όπως αποδείχθηκε, Ιμεραίος προύχοντας Λάμπρος Μαυροματόπουλος.
≈
Την εποχήν κατά την οποίαν ωργίαζεν εις Κερασούντα ο απαίσιος Τοπάλ Οσμάν (1920-1921) εις την επαρχίαν Χαλδίας ενεφανίσθη παρόμοιος ληστής ο Κιόρ Σαλέχ, ο μονόφθαλμος, ο οποίος με δέκα άλλα καθάρματα ετρομοκράτει τα χωρία της περιφερείας. Μίαν ημέραν έξαφνα ενεφανίσθη με την συμμορίαν πάνοπλος εις την Ίμεραν και χωρίς πολλάς διατυπώσεις απήτησε από τους κατοίκους να σφάξουν μερικά αρνία διά να φάγουν και κατόπιν να χορέψουν αι ωραιότεραι γυναίκες προς τέρψιν των. Ως ήτο επόμενον οι Ιμεραίοι ανεστατώθησαν.
Ο εκ των προυχόντων της Ιμέρας Λάμπρος Μαυροματόπουλος, γνωστός διά την τόλμην και την ευστροφίαν του πνεύματος, συνέστησε ψυχραιμίαν και ανέλαβεν ο ίδιος να κανονίση το ζήτημα.
Οι χωρικοί οι κατέχοντες όπλα ήσαν άνω των είκοσι. Τούτους εκάλεσεν ο Λάμπρος και συνέστησε, κατά την ώραν την οποίαν θα συνεζήτει μετά του Κιόρ Σαλέχ ως αντιπρόσωπος του χωρίου να παρουσιασθούν κατά διαλείμματα ανά ένας ή δύο οπλισμένοι με διαφόρους προφάσεις. Παρουσιάσθη λοιπόν ο Λάμπρος εις τον Κιόρ Σαλέχ, ο οποίος εις πολύ έντονον ύφος επανέλαβε τας γνωστάς απαιτήσεις του. Εις απάντησιν ο Λάμπρος του είπεν ότι το καθήκον της φιλοξενίας υποχρεώνει τους χωρικούς να τους περιποιηθούν με όσα μέσα διαθέτουν. Προκειμένου όμως περί του χορού των γυναικών ούτε λόγος μπορεί να γίνη.
Εν τω μεταξύ εσυνεχίζοντο αι διαδοχικαί επισκέψεις των ενόπλων. Είχαν ήδη παρουσιασθή άνω των 15, τότε ο Σαλέχ λέγει εις τον Λάμπρον. «Μα βλέπω σεις έχετε εδώ ολόκληρον τάγμα καλώς οπλισμένον». Του λέγει ο Λάμπρος «Τι να κάμωμε αγά μου, εάν δεν είχαμε αυτά τα όπλα είναι ζήτημα αν θα είμαστε ζωντανοί. Εις αυτάς τας περιστάσεις, μόνον με αυτόν τον τρόπον κατωρθώσαμεν να αντιμετωπίσωμεν τους διαφόρους ληστάς που εσχάτως εφάνισαν εις την περιφέρειάν μας».
Ο Σαλέχ άρχισε ν’ αλλάζη ύψος. «Εκάνατε πολύ καλά διότι με αυτόν τον τρόπον υποβοηθείτε και το έργον της Κυβερνήσεως η οποία φροντίζει διά την ασφάλειαν των υπηκόων της. Τώρα, Λάμπρο εφένδη, δεν πιστεύω να ελάβατε στα σοβαρά τα λόγια μου, σχετικώς κυρίως με τες γυναίκες. Ημείς γνωρίζομεν πόσον αυστηρά είναι τα ήθη σας. Απλώς ηθελήσαμεν να σας δοκιμάσωμεν. Επειδή όμως βιαζόμεθα να φύγωμεν παρακαλώ να μας δώσητε να φάμε ό,τι πρόχειρον έχετε, και αφού ξεκουρασθώμεν θα φύγωμεν». Έτσι τους έδωσαν μόνο γιαούρτι και αφού έφαγαν, ευχαρίστησαν και μ’ ένα βαθύ ντεμενά απεχαιρέτισαν και έφυγαν.
Ο Λάμπρος διά να τους τιμήση τάχα, αλλά μάλλον χάριν ασφαλείας, διέταξε να τους συνοδεύσουν οι ένοπλοι έως ότου εξέλθουν του χωρίου. Όταν δε απεχωρίσθησαν, ερίφθησαν αρκετοί χαιρεστήριοι πυροβολισμοί εκατέρωθεν».
Κώστας Ιωαννίδης