Από την Καππαδοκία ο Ευτύχιος ο γραμματέας βρέθηκε να υπηρετεί ως καϊμακάμης στη Σεβάστεια, όπου πριν από την Ανταλλαγή πληθυσμών, κατοικούσαν 1.500 ελληνόφωνοι και τουρκόφωνοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι.
Ο Ευτύχιος, όπως σημείωνε ο δάσκαλος και συγγραφέας Γεώργιος Φωτιάδης σε άρθρο του στο τεύχος 15 της «Ποντιακής Εστίας» του 1977, βρήκε καταφύγιο στο Ακ Νταγ Ματέν μαζί με την οικογένεια και το άλογό του όταν εκδιώχθηκε από τη θέση του.
Εκεί ένιωθε ασφαλής και δεν φοβόταν να κυκλοφορήσει με το περήφανο άτι του που τον υπεραγαπούσε και τον αναγνώριζε ως μόνο αναβάτη του. Δυστυχώς έκανε λάθος. Όχι για την πίστη του αλόγου του αλλά για το πόσο ασφαλής ήταν…
≈
Ο Ευτύχιος ο Κετίπης (γραμματεύς), (το επώνυμό του δεν κατωρθώσαμε να μάθωμε προς το παρόν), ήταν πολύ μορφωμένος. Καταγόταν από το χωριό της Καππαδοκίας Κερμίρα. Διετέλεσε υποδιοικητής (καϊμακάμης) στην περιοχή Σεβάστειας.
Κατά το 1918-1919 εξεδιώχθηκε από τους Κεμαλικούς και εγκαταστάθηκε στο Ακδαγμαδέν, όπου βρήκε σχετική ησυχία και φαίνεται ένοιωθε ασφάλεια ανάμεσα στους πέντε χιλιάδες Έλληνες.
Είχε ένα άλογο χρώματος ψαρού, πολύ ωραίο, έξυπνο, ώστε αντιλαμβανόταν τον κίνδυνο και όταν ο Ευτύχιος έδινε το σήμα του κινδύνου, αυτό χωνόταν μέσα στις λόχμες, στις ρεματιές ή γονάτιζε πίσω από θάμνους και περίμενε το σήμα της λήξεως του συναγερμού.
Αγαπούσε πρώτα αυτό και μετά τα παιδιά του και τη γυναίκα του.
Του έγινε πρόταση από μερικούς Τούρκους να τους το πουλήση, αλλά αυτός τους είπε: «Κάτίπ μεζαρντά, ατ μεζαχτά», που εσήμαινε: ο Κετίπης (γραμματεύς) στον τάφο και το άλογο στη δημοπρασία.
Του είχε μια ωραιοτάτη σέλα με πολλά στολίδια. Τακτικά το ανέβαινε και έκαμνε περιπάτους, ιδιώς στα γύρω χωριά. Όταν περνούσε από την αγορά ο κόσμος έτρεχε να θαυμάση το άλογο και τον αναβάτη, που ήταν επίσης ωραίος άνδρας, υψηλός μ’ ένα σακάκι από αγγλικό κασμήρι στικτό (πουάν), παντελόνι από κατιφέ και μπόττες.
Η εμφάνισή του προκαλούσε θέαμα ευχάριστο, αλλά και προκλητικό.
Γι’ αυτό, κατά το 1920 στο Τσιουρφαλού φονεύθηκε από τ’ αποσπάσματα. Το άλογο δεν μπόρεσαν να το καβαλικέψουν και το έφεραν τραβώντας το από το χαλινό στο Μαδέν. Περνώντας από το σπίτι του το άλογο χλιμίντρισε και αμέσως η γυναίκα του είπε: «είναι η φωνή του αλόγου, όμως ο Κετίπης λείπει».
Πολλές μέρες πολέμησαν να το καβαλικεύσουν αλλά δεν μπόρεσαν να το ημερέψουν.
Τότε έφεραν ειδικούς Τσερκέζους (Κιρκασίους).
Οι Τσερκέζοι ήταν ανέκαθεν ειδικοί για τη ζωή, την μεταχείριση και περιποίηση των αλόγων και από τα διάφορα σημάδια που είχε το άλογο έβγαζαν συμπεράσματα ως προς τα προτερήματα ή ελαττώματά του.
Στ’ άλογο αυτό δεν βρήκαν κανένα ελάττωμα παρά μόνο προτερήματα. Έπειτα από πολλές προσπάθειες, ένας Τσερκέζος συνέστησε να δεθούν τα μάτια του αλόγου. Πραγματικά του έδεσαν τα μάτια, και τότε ο Τσερκέζος μ΄ ένα σάλτο ανέβηκε και κάθισε στη σέλα του.
Μόλις όμως έλυσαν το μαντήλι, το άλογο γύρισε το κεφάλι του πίσω, είδε τον ξένο καβαλάρη, ξεκίνησε, πήγε έως 50 μέτρα, πέρασε το γεφύρι και σωριάστηκε χάμου νεκρό. Οι θεατές και ιδιώς οι δήμιοι του κυρίου του, έμειναν κατάπληκτοι.
Πιστό στον κύριό του, ένοιωσε την έλλειψή του και η φοβερή κατάθλιψη το λύγισε, το θανάτωσε.
Αργότερα ένας απ’ αυτούς φορούσε το ωραίο στικτό σακάκι του Κετίπη από αγγλικό κασμήρι.
Αυτές τις πληροφορίες έλαβα από τον κ. Γεώργιο Σαρασίτη, ο οποίος πρόσθεσε: «Όταν ήρθαμε στην Θεσ/νίκη, έψαξα στα καταστήματα και βρήκα το ίδιο στικό αγγλικό κασμήρι και έραψα ένα σακάκι, τόση εντύπωση μου είχε κάμει».
Τις μέρες που το άλογο ήρθε στο σπίτι δίχως τον αναβάτη του, φίλοι του Κετίπη και η γυναίκα του πήγαν στο Τσιουρφαλού, βρήκαν κάποιο βοσκό που είδε το μέρος όπου τον έρριψαν και αφού τον βάλανε σ’ ένα τσουβάλι τον έφεραν στο Μαδέν, όπου έγινε η κηδεία του.
Κάποιος μάλιστα συνέταξε ένα τραγούδι που το απήγγειλε στην κηδεία του και αργότερα το τραγουδούσαν. Άρχιζε έτσι:
Από το πόσικ βγήκα λεύτερος
στο Τσιουρφαλού να πάω
στο νου μου δεν ήλθε να ρωτήσω
και με δόλο πιάστηκα.
Τα τελευταία αυτά (τα περί της ταφής του) επληροφορήθηκα από την Ανατολή, κόρη του Διάκου Βασιλείου Φελέκη και φίλη της συζύγου του Ευτυχίου.
Γ. Φωτιάδης