Υπήρξε σταρ των γηπέδων και σπουδαίος παίκτης. Απλά το πρώτο επικράτησε για τους φιλάθλους. Κομψότατος, μοδάτος, ένας όψιμος playboy ο Μίμης Στεφανάκος είχε ζήσει μοναδικές στιγμές και στην πιο κρίσιμη φάση της ζωής και της καριέρας του, σηκώθηκε και έφυγε απο τη χώρα. Ήταν μια απόφαση που θα λέγαμε σόκαρε τότε αλλά στην πορεία ο ίδιος δικαιώθηκε.
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του σταδιοδρομία από την Υπεροχή Νεαπόλεως. Το 1958 πήγε στον Ολυμπιακό, ενώ είχε δελτίο και ήταν αθλητής στην κολύμβηση του Παναθηναϊκού που τον διεκδίκησε όπως και η ΑΕΚ.
Αγωνίστηκε στην άμυνα του Ολυμπιακού και είχε προτάσεις από την Ίντερ, Μπαρτσελόνα και Φενερμπαχτσέ.
Και κάπου εκεί το 1965 φεύγει για τη Νότια Αφρική όπου και αγωνίστηκε με τις τοπικές Ρέιντζερς και Κορίνθιανς. Και στη Νότια Αφρική θα μείνει για πολλά χρόνια. Όσον αφορά τις εγχώριες διακρίσεις, χρίστηκε 8 φορές διεθνής με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.
Η Μάρθα και οι άλλες
Εκτός από τα γήπεδα, είχε εμφανιστεί και σε κάποιες κινηματογραφικές ταινίες ως ηθοποιός. Όχι πρώτης γραμμής αλλά που του εξασφάλισαν ένα πολύ καλό για την εποχή ποσό. Το οποίο το ξόδευε κυρίως για διασκέδαση. Σκεφτείτε ότι το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα ήταν, ακόμη, ερασιτεχνικό. Για να υπογράψει στον Ολυμπιακό, πήρε 1.500 δραχμές. Άλλες 2.000 έδωσαν στη μητέρα του.
Την dolce vita, στην οποία διακρίθηκε, τη χρηματοδοτούσαν τα έσοδά του από την καλλιτεχνική του καριέρα. Για κάθε ταινία στην οποία έλαβε μέρος, η αμοιβή του ήταν 15.000-18.000 δραχμές. Διόλου άσχημα, αν σκεφτεί κανείς ότι το «κασέ» της Αλίκης Βουγιουκλάκη ήταν γύρω στις 60.000. Κυκλοφορούσε με Άλφα Ρομέο κάμπριο, ντυνόταν με πανάκριβα ρούχα, και τα βράδια απουσίαζε από τα μπουζούκια μόνον εάν την επόμενη μέρα είχε αγώνα – για να μην τον πάρει κανένα μάτι. Θα τον συναντούσες συχνά στην «Τριάνα του Χειλά», στη Συγγρού, απέναντι από τον Άγιο Σώστη, όπου τραγουδούσε ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο –αγαπημένος του– Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ή, στο «Πανόραμα», στην Αχαρνών (Πάνος Γαβαλάς).
Σε συνέντευξή του στο Φως των Σπορ είχε πει αστειευόμενος πως έκανε δύο προπονήσεις τη μέρα: μία το μεσημέρι, με τον Ολυμπιακό, και μία το βράδυ… στο χορό. Παρά τα νυχτοπερπατήματά του, επί επτά χρόνια στη σειρά ήταν αναντικατάστατος στην άμυνα των «Ερυθρόλευκων».
Υπήρξε μέγας καρδιοκατακτητής – όλοι οι άνδρες τον ζήλευαν για τις γυναίκες που δεν κατάφερναν να αντισταθούν στη γοητεία του. Ανάμεσά τους, όπως έγραφαν οι κοσμικές στήλες του αθηναϊκού Τύπου, η Λάουρα (τραγουδίστρια και «σεξοβόμβα» της εποχής), η Τζένη Βάνου, η Σπεράντζα Βρανά, η Μάρθα Βούρτση, η Μελίνα Μερκούρη.
Τη Μάρθα Καραγιάννη τη γνώρισε το 1959. Εκείνη, ανερχόμενη «σταρ» του σινεμά τότε, ούτε που είχε ξανακούσει το όνομά του (δήλωνε οπαδός του Ολυμπιακού επειδή είχε γεννηθεί στον Πειραιά, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχε ιδέα από ποδόσφαιρο). Τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Πέρα από το παρουσιαστικό του, ο Στεφανάκος «είχε τον τρόπο του» με τις γυναίκες. Ηταν σοβαρός, τρυφερός κι ευγενικός.
Η είδηση πως επρόκειτο να παντρευτούν, έγινε πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες: Ο γάμος της χρονιάς, Σμίγουν τα αστέρια, Το πιο λαμπρό ζευγάρι… Ο γάμος έγινε το 1960 στον Αϊ-9Γιώργη, στην Κυψέλη. Μια Δευτέρα του Οκτωβρίου, που η νύφη είχε ρεπό (τις Δευτέρες, τα θέατρα παρέμεναν κλειστά). Λίγους μήνες μετά, οι νιόπαντροι ανακοίνωσαν σε συγγενείς και φίλους ότι περιμένουν παιδί. Αλλά η ευτυχία τους δεν κράτησε πάνω από ένα χρόνο. Το βρέφος γεννήθηκε πολύ πρόωρα, κι έζησε μόνο τρεις μέρες.
Ήταν ένα χτύπημα της μοίρας, το οποίο δεν κατάφεραν να διαχειριστούν. Με πόνο ψυχής, συμφώνησαν να χωρίσουν.
Ο δρόμος για το εξωτερικό
Όλα ξεκίνησαν όταν το 1965 σκέφτηκε να ανοίξει ένα μαγαζί στο Πέραμα, γι’ αυτό ζήτησε από τη διοίκηση του Ολυμπιακού ένα δάνειο 100.000 δραχμών. Του το αρνήθηκαν (ενώ στον Γιώργο Σιδέρη έδωσαν το ίδιο ποσό). Αποφάσισε να φύγει από τον σύλλογο, όμως χωρίς τη συγκατάθεση της ομάδας του δεν μπορούσε να συνεχίσει την καριέρα του, ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Ευρώπη. Τον Φεβρουάριο του 1966 αναχώρησε για το Γιοχάνεσμπουργκ, όπου ο Γιώργος Αμερικάνος, ο θρυλικός μπασκετμπολίστας της ΑΕΚ, είχε συγγενείς. Τον βοήθησαν να υπογράψει στη Ρέιντζερς της Νότιας Αφρικής, για δύο χρόνια, με 32.000 δρχ. τον μήνα. Ύστερα πήρε μεταγραφή στην Κορίνθιανς. Αλλά ένας σοβαρός τραυματισμός στο γόνατο, αρχές του 1969, τον ανάγκασε να σταματήσει το ποδόσφαιρο, στα 32,5.
Τα μετά
Παντρεύτηκε τέσσερις φορές: τρεις στην Ελλάδα και μία στη Νότια Αφρική και απέκτησε δύο παιδιά, τον Πέτρο και την Ανδριάνα. Κουμπάρος σε έναν από τους γάμους του ήταν ο Ανδρέας Μπάρκουλης. Αλλά η σχέση του που «άντεξε» περισσότερο από κάθε άλλη (5 χρόνια) ήταν με μια κοπέλα που εργαζόταν ως υπεύθυνη στο «Ζόναρς»: τη Γιούλα. Ήταν ο μεγάλος του έρωτας. Έζησε με πολύ κόσμο γύρω του, όμως τα τελευταία του χρόνια τα πέρασε μόνος, στην Αρεόπολη. «Έφυγε» σαν σήμερα, το 2021 σε ηλικία 85 ετών.
Σπύρος Δευτεραίος