Η Αγία Παρασκευή η Επιβατηνή (ή Νέα), τη μνήμη της οποίας τιμά η Ορθόδοξη Εκκλησία στις 14 Οκτωβρίου, καταγόταν από βυζαντινή οικογένεια. Γεννήθηκε στους Επιβάτες της Ανατολικής Θράκης στις αρχές του 10ου αιώνα (μεταξύ 910 και 930) και πέθανε στη γειτονική Καλλικράτεια, σε ηλικία 27 ετών.
Από μικρή ηλικία ακολουθούσε το δρόμο του Ευαγγελίου και έκανε αγαθοεργίες – κάποια φορά μάλιστα, μην έχοντας άλλον τρόπο να βοηθήσει μια ζητιάνα που βρέθηκε στο δρόμο της, της έδωσε τον χρυσό σταυρό της.
Η ομορφιά και η καλοσύνη της προκαλούσαν το ενδιαφέρον πολλών επιφανών νέων, οι οποίοι τη ζητούσαν σε γάμο, αλλά εκείνη απέρριπτε όλα τα προξενιά. Προκειμένου να αποφύγει το γάμο, εγκατέλειψε το σπίτι της και έφυγε για την Κωνσταντινούπολη, και μετά από προσκύνημα στα μοναστήρια και τις εκκλησίες, έφτασε με τα πόδια μέχρι την Ηράκλεια του Πόντου ώστε να την χάσουν οι γονείς της. Εκεί έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα, και κατόπιν επιβιβάστηκε σε πλοίο με προορισμό την Ιερουσαλήμ.
Αφού προσκύνησε τα σημεία από όπου πέρασε ο Ιησούς Χριστός, μπήκε σε γυναικείο μοναστήρι όπου έλαβε και τη μοναστική κουρά, και μετά από κάποια χρόνια έφυγε για να ζήσει βίο αναχωρητή. Στην έρημο παρέμεινε πέντε χρόνια με νηστεία και προσευχή, παρακαλώντας τον Θεό να συγχωρέσει τις αμαρτίες της. Κάποια μέρα της παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, ο οποίος την πρόσταξε να εγκαταλείψει την έρημο και να επιστρέψει στην γενέτειρά της.
Έφτασε στο λιμάνι της Ιόππης (αρχαίο λιμάνι της Παλαιστίνης στην Ανατολική Μεσόγειο, η σημερινή Γιάφα), απ’ όπου ξεκίνησε για τους Επιβάτες.
Όταν έφτασε εκεί, η όψη της είχε αλλοιωθεί τόσο πολύ από τις ταλαιπωρίες της ερήμου, ώστε δεν την αναγνώρισε κανένας. Αφού προσκύνησε τους τάφους των γονέων της, ξεκίνησε και πάλι με τα πόδια για την Κωνσταντινούπολη, όπου και προσκύνησε σε διάφορα μοναστήρια και εκκλησίες. Κατά την επιστροφή της προς τους Επιβάτες σταμάτησε στην Καλλικράτεια, όπου και έμεινε σε ένα παράπηγμα δίπλα στο ναό των Αγίων Αποστόλων, διακονώντας την εκκλησία.
Παρέμεινε εκεί δύο χρόνια. Κάποια μέρα αισθάνθηκε έναν πόνο στο κεφάλι και παρέδωσε το πνεύμα σε ηλικία 27 ετών.
Η φανέρωση του σκηνώματός της στην Καλλικράτεια
Η άγνωστη υπομονετική καλόγρια τάφηκε στο Κοιμητήριο των Ξένων της Καλλικράτειας, ώσπου μετά από χρόνια αποκαλύφθηκε θαυματουργικά το σκήνωμά της (μεταξύ των ετών 1028-1038).
Κάποιος αμαρτωλός είχε πεθάνει και τυχαία τον έθαψαν δίπλα στον τάφο της οσίας Παρασκευής. Την ίδια μέρα κάποιος ενάρετος άνθρωπος της Καλλικράτειας, ονόματι Γεώργιος, ονειρεύτηκε μια βασίλισσα, καθισμένη σε χρυσό θρόνο και πλαισιωμένη από αγγέλους, να του ζητάει να μεταβεί στα κοιμητήρια για να ξεθάψει και να απομακρύνει το σώμα του αμαρτωλού από δίπλα της:
«Απομάκρυνε τις βρομερές σάρκες από δίπλα μου, γιατί εγώ είμαι ήλιος και φως και δεν αντέχω τη δυσωδία».
Εκείνος, σκεπτόμενος ότι ίσως να ήταν πειρασμός του διαβόλου, δεν εκτέλεσε τη διαταγή. Την ονειρεύτηκε και δεύτερη φορά, αλλά και πάλι αδιαφόρησε. Την τρίτη φορά την ονειρεύτηκε νευριασμένη, να τον απειλεί ότι θα μετανιώσει για την αδιαφορία του. Τότε την ρώτησε: «Και ποια είσαι κυρία μου;», και η οσία του απάντησε: «Ονομάζομαι Παρασκευή και είμαι από τους Επιβάτες».
Έντρομος ο Γεώργιος ειδοποίησε τους κατοίκους της Καλλικράτειας ότι στο Κοιμητήριο των Ξένων είναι θαμμένη μια αγία γυναίκα, η οποία τού εμφανίστηκε σε όνειρο τρεις φορές. Το ίδιο όνειρο ομολόγησε ότι είδε και μια γυναίκα, ονόματι Μαρία. Τότε ο λαός της Καλλικράτειας πήγε με εκκλησιαστική πομπή στα Κοιμητήρια, σαν να επρόκειτο να βρει μεγάλο θησαυρό.
Πλησιάζοντας στον τάφο της οσίας Παρασκευής αισθάνθηκαν μια μεγάλη ευωδία, και σκάβοντας βρήκαν το σκήνωμά της άφθαρτο, σαν να κοιμόταν.
Το μετέφεραν μέσα στην εκκλησία και το τοποθέτησαν σε σκαλιστή λάρνακα που την είχε φτιάξει κάποιος κάτοικος του Οικονομείου. Εκεί το σκήνωμα θαυματουργούσε συνεχώς, με αποτέλεσμα να προκαλέσει το ενδιαφέρον του αυτοκράτορα, ο οποίος ως ένδειξη ευγνωμοσύνης ανακαίνισε την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στην Καλλικράτεια.
Λόγω των θαυμάτων, η φήμη της αγίας ξεπέρασε γρήγορα τα Βαλκάνια και έφτασε μέχρι τη Ρωσία. Κατά το 1238, ο τσάρος των Βουλγάρων Ασάν Β’ έπεισε τους Λατίνους (που κατείχαν τότε την Κωνσταντινούπολη) να του δώσουν το σκήνωμα, το οποίο μεταφέρθηκε στο Τίρνοβο της Βουλγαρίας. Εκεί παρέμεινε μέχρι το 1389, οπότε και μεταφέρθηκε στο Βελιγράδι.
Μετά την πτώση της σερβικής πρωτεύουσας στα χέρια των Τούρκων, το 1521, ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής μετέφερε το σκήνωμα στην Κωνσταντινούπολη, αναγκάζοντας το Πατριαρχείο να το αγοράσει έναντι 12.000 χρυσών δουκάτων, μαζί με έναν βραχίονα της Αγίας Αικατερίνης και μιας εικόνας της Θεοτόκου. Έτσι το σκήνωμα βρέθηκε στον Πατριαρχικό Ναό, μέχρι το 1641, όταν παρουσιάστηκε ο ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Βασίλειος Λούπου και το ζήτησε ως αντάλλαγμα της πληρωμής όλων των χρεών του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Αφού η Ιερά Σύνοδος αναγκάστηκε να συμφωνήσει, το σκήνωμα πήρε με άκρα μυστικότητα το δρόμο για το Ιάσιο της Ρουμανίας, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα. Από τότε θεωρείται προστάτιδα όλης της Ρουμανίας, και η ημέρα της γιορτής της είναι εθνική αργία.
Όλες αυτές οι μετακινήσεις του σκηνώματός της, καθιέρωσαν την Οσία Παρασκευή ως προστάτιδα των Βαλκανίων, δημιουργώντας και διεκδικήσεις της εθνικής της ταυτότητας από τους λαούς που κατείχαν κατά καιρούς το σκήνωμά της.
Προς τιμήν της Οσίας Παρασκευής της Επιβατηνής υπάρχουν στη βόρεια Ελλάδα τρεις ναοί σε μέρη όπου κατέφυγαν Ανατολικοθρακιώτες πρόσφυγες: στους Νέους Επιβάτες, στη Νέα Καλλικράτεια και την Πτολεμαΐδα. Στη νότια Ελλάδα υπάρχει μόνο ένας ναός στη Νέα Πεντέλη, που τιμά και την Αγία Παρασκευή τη Μεγαλομάρτυρα (26 Ιουλίου) και την Αγία Παρασκευή την Επιβατηνή (14 Οκτωβρίου), ενώ συνεορτάζει και το θαύμα της Αγίας Παρασκευής στη Χίο το 1442, όταν η πρώτη έσωσε από θεομηνία και καταποντισμό το νησί (επίσης 14 Οκτωβρίου).