Πολλές από τις απόψεις των Ποντίων για άλλα έθνη, όταν βρίσκονταν ακόμα στα ιερά χώματα της πατρίδας, παρέμειναν ίδιες με το πέρασμα των χρόνων ενώ ορισμένες άλλαξαν εντελώς.
Με το θέμα καταπιάστηκε ο Παντελής Μελανοφρύδης, σε άρθρο του στα Χρονικά του Πόντου (Ιούλιος-Αύγουστος 1944). Στο Μέρος Β΄ του άρθρου με τίτλο Ιδέαι των Ποντίων περί των άλλων εθνών μαθαίνουμε τις απόψεις των προγόνων μας, μεταξύ άλλων, για τους Γεωργιανούς, τους Λαζούς, τους Εβραίους, τους Τσιγγάνους, τους Αιγύπτιους, τους Αγαρηνούς και τους Κιρκάσιους.
≈
4ον Πέρσαι
(Ατζάμ’ς, πληθ. Ατζάμ’ Ατζαμία και Πέρσας, πληθ. Περσάδες και Περσάντ’).
Διά τους Πέρσας, παρ’ όλην την γειτονίαν των μετά του Πόντου δεν απαντάται εις την Ποντιακήν κανείς χαρακτηρισμός, παρά μόνον η έννοια του θρησκευτικού φανατισμού. Άμον Πέρσας φανατικός. Φαίνεται ότι λόγω της ταυτότητος της θρησκείας Τούρκος και Πέρσης εθεωρούντο ως εν έθνος, εφόσον και οι δύο ήσαν μουσουλμάνοι.
5ον Τσαπνήδες
(Τσαπνής, θηλ. Τσαπνίτσα, χώρα Τσαπνία).
Οι Τσαπνήδες είνε λαός νομαδικός, ιθαγενής του Πόντου.
Άμον Τσαπνής=σκληρόκαρδος, άγριος. Το κατσίν ατ’ς άμον Τσαπνίτσας εν’= απαίσιος, αιμοβόρος.
Οι Τσαπνήδες φημίζονται και ως κλέπται δεινοί.
6ον Λαζοί
(Λάζος πληθ. οι Λάζ’, χώρα Λαζία).
Κοινή είνε η ιδέα Τούρκων και Ελλήνων ότι οι Λαζοί είνε ανδρείοι και καλοί χορευταί. Λάζ ουσαγού=λαζόπουλο, λαζάκι, παλληκάρι (εξυπακούεται και κομψός, γιοσμάς).
7ον Γενουήνσιοι
(Δζινιβί’ης, πληθ. Δζινιβίζ’).
Το επίθετον Δζινιβίζ’ απαντάται εις αρκετά χωρία (Δζινιβίζης, Δζινιβίδης). Η ανάμνησις των Γενουηνσίων που υπήρχον εις Τραπεζούντα μέχει της αλώσεως αυτής, υφίσταται, θεωρούνται δε ούτοι ως φιλάργυροι και δόλιοι. Γνωστή δε η φράσις=Δζινιβιζτάν καλμά=έμεινεν από τους Γενουηνσίους, δηλ. είνε αρχαιότατον.
Άμον Δζινιβίτσος= δόλιος, φιλάργυρος, πανούργος.
8ον Εβραίοι
(Εβραίος και Εβραίον, θηλ. Εβραίισσα-κον, Εβραιΐα, περιληπτ.-πολλοί Εβραίοι. Εκεί σην πολιτείαν πολλά εβραιΐα εν’).
Και τους Εβραίους εγνώρισαν οι Πόντιοι εκ της Εκκλησίας, διότι εν Πόντων Εβραίοι δεν υπήρχον. Συνεπώς οι Εβραίοι εθεωρούντο α) σκληρόκαρδοι. Άμον Εβραίος ή ανάθεμά τον, τον Εβραίον και το λαϊκό τραγούδι λέγει: Ανάθεμα την μάνναν σου, την τσούναν, την Εβραίϊσαν! β) φιλάργυροι άμον Εβραίος ή άμον τσιφούτ’ς. Ελέγοντο και αλάδωτοι ή παλαιοί.
9ον Γεωργιανοί
(Γκιουρτζής, Γκιουρτζήσα, Χώρα Γκουρτζία, η.)
Φημίζονται διά την ωραιότητά των Γκιουρτζή γκιουζελί ωραία Γεωργιανή. Φράσις: άμον Γκιουρτζίας γεσίρ’= σαν αιχμάλωτος της Γεωργίας δι’ άνθρωπον πολυβασανιζόμενον, τυραννούμενον επί πολύ ανελιπώς.
10ον Φράγκοι
(Φράγκος-σσα, χώρα Φραγκία, η).
Όταν λέγουν διά κάποιον άμον φράγκος εννοούν: Νεωτεριστής, περιφρονητής των παραδόσεων.
11ον Αγαρηνοί
(Αγορενόν, -έσσα).
Ωνομάζοντο ούτω οι Τούρκοι διά να μη γίνη η λέξις αντιληπτή. Ελέγοντο και άπιστοι.
Εις την ποίησιν συχνά απαντάται η λέξις: Ελέπν’ ατόν Αγαρενοί, ζελεύ’ν ατόν οι Τούρκοι.
12ον Σαρακηνοί
(Σαρακιανόν). Απαντάται μόνον εις την ποίησιν:
Σαρακιανοί αγροίκιστοι κρατούν τα παραστάρα (του Άδου). Το όνομα Σαρακιανοί και Αγαρενοί συνήθως εναλάσσονται, πάντοτε δε υπονοούν τους Τούρκους ως επιδρομείς.
13ον Βούλγαροι
(Ο Βούλγαρον, Βουλγάρτσα ή Βουλγάραινα).
Την ιδέαν των ποντίων περί Βουλγάρων χαρακτηρίζει επαρκώς η φράσις: άμον Βούλγαρος= σκυθρωπός, αμίλητος, καθώς και η παροιμία Βούλγαρος έρθεν κ’ εδέβεν και σελαμετλίχ’ ‘κ’ έδωκεν=σαν Βούλγαρος επέρασεν αμίλητος, ακοινώνητος.
14ον Κιρκάσιοι
(Τσερκέζον-αινα). Άμον Τσερκέζος καλοντυμένος, κατσαρομάλλης, απότομος.
15ον Αιγύπτιοι
(Μισίρ’, το)=Αίγυπτος.
Όταν ωμίλουν διά την Αίγυπτον εννοούσαν χώραν εύφορον, πλουσίαν μακρινήν.
Φέρ’ ασ’ ‘σην Πόλιν μάστοραν κι’ ασό Μισίρ αργάτην.
Φαίνεται χάριν πολυτελείας ο ερωτευμένος νέος φέρει μαστόρους από την Πόλην και εργάτας από την Αίγυπτον διά να κατασκευάση τον τάφον της αγαπημένης του.
Αλλού: για τ’ ατέν σην Πόλ’ θα πάγω σο Μισίρ’ θα κατηβαίνω.
16ον Τάταροι
(Τάταρον, Τατάραινα, χώρα Ταταρία).
Φράσις: Άμον Τάταρος ή άμον Ταταροπούλα=ξυπόλυτος, αβράκωτος, λερωμένος.
17ον Τερεκεμέδες
Λαός Καυκάσιος. Φράσις άμον Τερεκεμές υβριστικώς=αιμοβόρος, ληστής. Η περί Τερεκεμέδων ιδέα προέρχεται βεβαίως εκ των Τούρκων, εφόσον οι Πόντιοι δεν ήλθον εις συνάφειαν με τον λαόν αυτόν.
18ον Κόκκινοι
(Κόκκινοι= Ερυθίνοι, τουρκ. Κιζίλ πάσ).
Διά τους Κόκκινους επικρατεί η ιδέα ότι είνε λαός με ήθη και θρησκευτικάς πεποιθήσεις μίγμα Χριστιανισμού και Μουσουλμανισμού. Τους Έλληνας αγαπούν και ευχαρίστως φιλοξενούν. Οι θρησκευτικοί αυτών αρχηγοί Τατά=(πατέρες) είνε κληρονομικοί. Φράσις: άμον Κόκκινοι ταράουνταν, δι’ ανθρώπους μη σεβομένους τους συγγενικούς δεσμούς αλλά νυμφευομένους συγγενείς. Επικρατεί η ιδέα ότι οι Κόκκινοι εις ωρισμένην ημέραν συνερχόμενοι εντός του τεμένους των προβαίνουν εις όργια.
19ον Άραβες
(Αράπ’ς-παινα, Αραβία και Αραπιστάν).
Συνήθως γίνεται σύγχυσις του εθνικού Αράπ’ς μετά του μυθολογικού Αράπ’ς=Αράπης. Αμόν Αράπ’ς=μαύρος.
20ον Μολδοβλάχοι
(Μολδοβάνον-ντσα, χώρα Βλαχία).
Μόνον εις την φράσιν Μολδοβάνον το χτήνον σαν αγελάδα Μολδοβλαχίας, δία γυναίκα σωματώδη, χονδρήν, εξυπακουομένου και ανόητη: Περίπου η αυτή σημασία της φράσεως άμον Τσολόχαινας χτήνον».
21ον Τσιγγάνοι
Τσιγάνον, Τσιγγενές, Ελεκτζής (κοσκινάς), ποσάς άβα. Πάντοτε με περιφρονητικήν σημασίαν: ακάθαρτος, φιλάργυρος, ζητιάνος. Παροιμία: ο Ποσάς Πασάς ‘κι’ γίνεται= αδύνατον ν’ αλλάξη φυσικόν.
22ον Μιγγρέλοι
(Μεγγρέλον, οι Μεγγρέλ’). Εις την φράσιν: άμον Μεγγρέλος=αλύγιστος, ο λόγιος ‘κι’ συγκλίσκεται.
Π. Μελανοφρύδης
•Διαβάστε εδώ το Μέρος Α’.