«Είχε σταματήσει να τρώει και να πίνει τις τελευταίες τρεις μέρες. “Πιες λίγο νερό”, του λέω να ξαναγυρίσουμε στη ζωή μας. Του είπα πόσο ωραία χρόνια πέρασα, ευχαριστώ για όλα, για το παιδί μας, για όλα. Άκουσε αυτό που ήθελε και κάνει ένα “ααχ” και κατέρρευσε. Ήταν ευλογημένο το τέλος, λες και το ήξερα και του έκανα αυτή την ερωτική εξομολόγηση». Η Λουκίλα Καρρέρ, η για 30 χρόνια σύζυγος του Μίμη Πλέσσα ήταν και ο τελευταίος άνθρωπος που τον είδε ζωντανό. Και όσο περίεργο και μακάβριο να ακούγεται, τι πιο ωραίο να «φεύγεις» στην αγκαλιά ενός ανθρώπου με τον οποίο αγαπήθηκαν πολύ.
Ο μεγάλος συνθέτης «έφυγε» μια εβδομάδα πριν γίνει 100 ετών.
Και σπάραξε όλη η Ελλάδα, σε μια εποχή που κυριαρχούν βάρβαρες συνθήκες και βάρβαρες μουσικές. Να όμως που όπως αποδείχθηκε είχε κρατήσει ένα χώρο στην ψυχή του για να μπουν μέσα οι σπουδαίες μελωδίες του Μίμη Πλέσσα. Που μπορούσε να δώσει τόνους τρυφερότητες ακόμα και σε ένα «άγριο» ζεμπέκικο. Γιατί αυτό ήταν το έργο, αλλά και η ζωή του. Ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές υπήρχε ένα αεράκι τρυφερότητας που του έδινε πνοή. Και το κοινό ακολουθούσε. Όλων των ηλικιών. Γιατί όλους μας, κάπου-κάπου μας φωτίζει ένας ουρανός με αστέρια.
«Δεν θα γίνεις μουζικάντης»
Σαν σήμερα λοιπόν, έναν αιώνα πριν έρχεται στον κόσμο ο Δημήτρης Πλέσσας. Γιος ενός πρώην πλούσιου έμπορα από τη Ζάκυνθο, που στην πορεία όμως κατέρρευσε οικονομικά. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε να αφήσει να κάνει ο γιος του μαθήματα πιάνου. Ήταν και καλός μαθητής, οπότε όλα καλά. Βέβαια η σωστή Ελληνίδα μάνα κάτι υποψιάζεται. Και όταν στην προπολεμική Αθήνα, ο Μίμης όπως τον φώναζαν πλέον ανακοίνωσε στην μητέρα του, ότι ήθελε να γίνει μουσικός εκείνη του απάντησε παιδί μου, σου δίνω ευχή και κατάρα μην γίνεις μουζικάντης. Βέβαια μια που το ‘πε η μάνα, μια που έφυγε από το μυαλό του νεαρού. Σε ηλικία 15 χρονών, το 1939 γίνεται ο νεαρότερος σολίστ που περνάει το κατώφλι του Ε.Ι. Ρ. Και λίγο αργότερα, ξεκίνησε η πορεία σε αμερικάνικες λέσχες και τις εγγλέζικες καντίνες όπου έπαιζε μετά την Κατοχή για να συντηρεί την οικογένειά του, στην Ορχήστρα του Βαγγέλη Ευαγγελίου. Παράλληλα με τις σπουδές του στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ακολουθεί η στρατιωτική θητεία και ο πρώτος του γάμος. Ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν και ένα νεαρό κορίτσι, μαθήτρια Γυμνασίου τότε και συμπαίκτρια της αδελφής του στο βόλεϊ. Το κορίτσι όπως ομολόγησε δημόσια πολλά χρόνια αργότερα, ήταν ερωτευμένη με τον Πλέσσα. Πήγε όπως είπαμε στο γάμο και μετά τη στιγμή που χαιρετάνε το ζευγάρι, εκείνη αγνόησε τη νύφη και απευθυνόμενη στον Πλέσσα του είπε «Ελπίζω εσύ να είσαι ευτυχισμένος». Το όνομά της: Μαίρη Χρονοπούλου.
America-America
Μετά το τέλος των σπουδών του στο Φυσικομαθηματικό, πηγαίνει για μεταπτυχιακά στις ΗΠΑ. Στο Πανεπιστήμιο Cornell ένας από τους καθηγητές στις μεταπτυχιακές σπουδές του στις ΗΠΑ ήταν ο Άλμπερτ Άινστάιν.
«Ευτύχησα να έχω τον Άινστάιν λέκτορα στην τελευταία χρονιά των σπουδών μου. Πιστέψτε με πως υπάρχουν προσωπικότητες σύμβολα στον καθένα από εμάς και μόνο ακούγοντας τις διαλέξεις του, γινόμουν καλύτερος κάθε φορά. Η φράση που με συνέχει, είναι η εκτίμηση που είχε και η αναφορά του στον Έλληνα Καραθεοδωρή που ουσιαστικοποίησε το κομψό E=mc2», είχε αναφέρει σε συνέντευξή του. Και συνέχισε λέγοντας «Θα έπρεπε να θεωρώ τον εαυτό μου πανηλίθιο εάν δεν καταλάβαινα την μεγαλοσύνη τού να βρίσκεσαι δίπλα στον άνθρωπο που κατάφερε τόσο κομψά να εκφράσει τι συμβαίνει στο σύμπαν! Από την άλλη μεριά την ίδια εποχή είχα την ευκαιρία να παίζω με τους μεγαλύτερους τζαζίστες.
Ναι όπως καταλαβαίνετε ο χημικός και ο μουσικός συμβάδιζαν και επί Αμερικανικού εδάφους. Το 1952, σε ηλικία 28 ετών, τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο μουσικής του Πανεπιστημίου της Μινεσότα και την επόμενη χρονιά κατετάγη πέμπτος πιανίστας στις ΗΠΑ. Το 1952 άρχισε την ενασχόλησή του με τη σύνθεση και από το 1956 ως μαέστρος και συνθέτης. Τότε του πρότειναν ένα 7ετές συμβόλαιο να μείνει στην Αμερική. Εκείνος όμως όπως είχε πει σε τηλεοπτική του συνέντευξη, είχε πει πως από το διαμέρισμά του στις ΗΠΑ έβλεπε το central park που όμως δεν είχε τη μυρωδιά της Αθήνας. Και γύρισε. Πολλά χρόνια αργότερα ο Φίνος του είπε «Τι ήρθες να κάνεις εδώ, από δήμαρχος, κλητήρας».
Η Τζένη και τα άλλα «πλεσσόπουλα»
«Πόσο μικρός θα έπρεπε να ήμουν, ώστε να θεωρώ ότι κάποιον που βοήθησα, να πιστεύω ότι μου χρωστάει». Την ατάκα αυτή την είχε πει σε τηλεοπτική του συνέντευξη αναφερόμενος στην πικρία που ένιωσε με τον Γιάννη Πουλόπουλο. Ενός ανθρώπου που στην ουσία τού έφτιαξε την καριέρα και εκείνος και αρνήθηκε να συμμετάσχει σε συναυλία για το έργο του Πλέσσα και έβαζε πιο πάνω τις πιο «πολιτικοποιημένες» συνεργασίες του, από τα «ανώδυνα» όπως πίστευε τραγούδια του συνθέτη. Ανώδυνα; Για πάμε στο 1969. Τότε που κυκλοφόρησε ο Δρόμος. Ο πιο εμπορικός ελληνικός δίσκος όλων των εποχών. Που τα καλόγουστα τραγούδια του στην ουσία, ήταν ένα παιχνίδι με τη χούντα και τη λογοκρισία της εποχής. Πάρτε για παράδειγμα τη μεγάλη επιτυχία του δίσκου το «Ξημερώνει Κυριακή» που γράφτηκε για να θυμίζει την προσμονή για τη δημοκρατία. Ευτυχώς οι λογοκριτές δεν το κατάλαβαν τότε.
Λίγο αργότερα ο δίσκος σπάει το φράγμα των 50.000 πωλήσεων. Τότε κάποιοι από τους χουντικούς αρχίζουν να υποψιάζονται ότι κάτι παίζει, εξού και τα τραγούδια δεν παίζονται από το κρατικό ραδιόφωνο. Και λίγο αργότερα το βασισμένο στα τραγούδια του δίσκου θεατρικά έργο Ο δρόμος, που παρουσιάζεται στο θέατρο «Κατίνα Παξινού», κατεβαίνει εσπευσμένα λόγω παρεμβάσεων της λογοκρισίας. Μόνο μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας ο δίσκος θα δείξει τη δυναμική του. «Είμαστε τόσο μικροί μπροστά σε αυτό το αριστούργημα», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του για αυτό. Και φυσικά αρνήθηκε να κυκλοφορήσει τη συνέχειά του.
Και αν από τον Πουλόπουλο εισέπραξε πικρία από άλλους τραγουδιστές που ανέδειξε μόνο καλή κουβέντα είχε να πει. Π.χ., για τον Τόλη Βοσκόπουλο που αρχικά αρνήθηκε να του γράψει τραγούδια με το σκεπτικό ότι ήταν ήδη φτασμένος. Όταν πείστηκε ο Βοσκόπουλος δεν έπαυε να τον μνημονεύει ως το τέλος του.
Φυσικά το καμάρι του ήταν η Τζένη Βάνου. Για πολλούς η μεγαλύτερη φωνή που πέρασε από τη χώρα και που με τη στήριξη και τα τραγούδια του Πλέσσα εκτοξεύτηκε. Αλλά και η Βάνου τον λάτρευε και με αποδείξεις: Όταν της πρότεινε να συνεργαστούν ο Μάνος Χατζιδάκις εκείνη αρνήθηκε γιατί το έβλεπε σαν προδοσία απέναντι στον Πλέσσα. Εκείνη την περίοδο οι δύο συνθέτες δεν είχαν και τις καλύτερες των σχέσεων αν και στην πορεία αποκαταστάθηκαν. Μάλιστα έχει περάσει στην ιστορία πως όταν έπεσαν πρόσωπο με πρόσωπο στα 70s στην Αμερική, η Βάνου πήγε να χαιρετίσει τον Χατζηδάκι και εκείνος της είπε: «Είσαι ηλίθια κυρία μου».
Η Βάνου λάτρευε τον Πλέσσα και τον ευγνωμονούσε. Και ας ήταν αυστηρός μαζί της στις πρόβες.
Το ελληνικό κινηματογραφικό θαύμα
«Ποιον Πλέσσα; Αυτός είναι γέρος», λέγεται ότι ήταν η απάντηση του Φιλοποίμην Φίνου στον Γιάννη Δαλιανίδη όταν του πρότεινε τον Πλέσσα να συνεργαστούν στο πρώτο έγχρωμο τύπου μιούζικαλ, το Μερικοί το προτιμούν κρύο. Ο παραγωγός ήξερε το όνομά του από το 1939 που ήταν σολιστ στην Ε.Ι.Ρ αγνοώντας ότι τότε ο Πλέσσας ήταν 15 χρονών. Τον πείθει ο Δαλιανίδης και ξεκινά να γράφεται ιστορία. Πάνω από 100 ταινίες και εκτός Φίνου φέρουν την υπογραφή του Μίμη Πλέσσα. Από τα μιούζικαλ μέχρι τον Αστραπόγιαννο.
Ο τζαζίστας Πλέσσας είναι πια στην Ελλάδα και κάνει εκτός από αιθέριες μελωδίες και σύγχρονους ρυθμούς και λαϊκά τραγούδια.
Όλα εμπλουτισμένα με την φινέτσα, την ευγένεια και τη διακριτικότητα που είχε σαν άνθρωπος και που είχε περάσει και στη μουσική του.
Ο κόσμος λατρεύει τα τραγούδια του, οι κριτικοί όμως του φέρονται σχεδόν σαν να μην υπάρχει. Και στη μεταπολίτευση ο συνθέτης δεν κράτησε καμία σημαία. Ο έφηβος που στην κατοχή έφερνε ψωμί στην οικογένεια του κουβαλώντας νεκρούς με το ξύλινο καρότσι, που πάλεψε να σώσει τον πατέρα του που είχε καταδικαστεί σε θάνατο (και τον έσωσε) απαξίωνε όλη αυτή την μεταπολιτευτική υστερία που ζήταγε κομματική ταυτότητα, έχοντας μια μοναδική παρακαταθήκη έργου και δουλεύοντας.
Στη δεκαετία του ’80, ειδικά στις αρχές, ο ελληνικός κινηματογράφος της Φίνος Φιλμ, θεωρείται μεταξύ αστείου και σοβαρού, ποινικό αδίκημα. Όχι ότι ο συνθέτης πείνασε, απλά είχε περάσει στην εφεδρία απευθυνόμενος σε ένα κοινό μεγαλύτερης ηλικίας. Τότε είναι που μπαίνει στη ζωή του, το «Καλλιτεχνικό καφενείο», μια εκπομπή-κόσμημα και ιστορική πλέον, που τότε είχε κατηγορηθεί για ελαφρότητα (πού να ‘ξεραν οι κριτικοί τι θα έβλεπαν τα επόμενα χρόνια) όμως τον έκανε γνωστό σε μια νέα γενιά θεατών. Και τα καλύτερα δεν έχουν έρθει ακόμα.
Ο φύλαξ άγγελος
Η Λουκίλα Καρρέρ είχε τελειώσει το Οικονομικό τμήμα και ετοιμαζόταν να πάει στο Λονδίνο για μεταπτυχιακό. Ευτυχώς η αγάπη της για την ελληνική μουσική και το ραδιόφωνο την κράτησε στην χώρα. Η γνωριμία με τον Μίμη Πλέσσα έγινε μια βραδιά που είχε πάει με τους δικούς της στο κέντρο «Μισέλ» στο Σύνταγμα. Ο συνθέτης εμφανιζόταν τότε μαζί με τον Γιώργο Κατσαρό που της έπαιξε το αγαπημένο της τραγούδι που όμως το είχε γράψει ο Πλέσσας. Ήταν το «Η πρώτη μας νύχτα».
Όταν η αγάπη και η εκτίμηση έγινε έρωτας, λόγω της διαφοράς ηλικίας, οι δυο τους κράτησαν κρυφή τη σχέση. Τελικά παντρεύτηκαν και απέκτησαν το 1998 την κόρη τους Ελεάννα. H Λουκίλα ήταν η τρίτη σύζυγός του. Από τη δεύτερη είχε ένα γιο τον Αντώνη, συνθέτη επίσης όπου μάλιστα έχει γράψει μεταξύ των άλλων και το μουσικό θέμα από τις «3 χάριτες». Από τον Αντώνη είχε δύο εγγόνια που λάτρευε.
Έχει δηλώσει για τον σύζυγό της: « Ο Μίμης Πλέσσας είναι τα πάντα για μένα. Αγαπώ τη σοφία του, την ηρεμία του, την αρμονία του και το ότι είναι μπροστά από την εποχή του, πράγμα που τον κάνει τελικά να ενώνει τις γενιές. Είναι πολύ πιο κοντά στους νεότερους από μένα. Πολλές φορές εκείνος με σπρώχνει στο να κάνω ένα βήμα εμπρός, λ.χ. στην τεχνολογία ή στο να χρησιμοποιήσω όσα μου παρέχει ο υπολογιστής μου. Ανάμεσα στους δυο μας εγώ είμαι το φρένο».
Για του λόγου το αληθές, η περίοδο της καραντίνας εκείνη τη βρήκε σε πλήρη ηρεμία, ενώ εκείνος αισθανόταν σαν το λιοντάρι στο κλουβί. Εκτός όλων των άλλων η Λουκίλα είχε βάλει το έργο του συνθέτη σε μια τάξη, ενώ μεταξύ άλλων έχει γράψει και το βιβλίο Μίμης Πλέσσας -70 χρόνια δημιουργίας- ποιος το ξέρει.
Δεν έχει κρύψει τη δυσαρέσκειά της όταν η υπουργός πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, όταν πέθανε ο Γιάννης Πουλόπουλος και ο Γιάννης Βογιατζής, τους ανέφερε ως ερμηνευτές του Μίκη Θεοδωράκη και όχι και του Μίμη Πλέσσα. Και όχι μόνο, αφού είχε δηλώσει πως: «Τον έζησα από τη στιγμή της αμφισβήτησης της δικής του, γιατί έτσι του είχαν πει ότι “εσύ έχεις τελειώσει, τέλειωσε ο κινηματογράφος, στη δισκογραφία δεν έχεις συμβόλαιο”. Τον πολέμησαν πάρα πολύ, άνθρωπος από τον καλλιτεχνικό χώρο του έχει βάλει απίστευτες τρικλοποδιές».
Ο Μίμης Πλέσσας έζησε, δημιούργησε και έφυγε με ένα χαμόγελο αισιοδοξίας. Ακόμα και όταν οι συνθήκες δεν το ευνοούσαν. Και πάνω απ όλα εισπράττοντας πολλή αγάπη. Από τους δικούς του, αλλά και τον κόσμο.
Σπύρος Δευτεραίος