Ο πρώτος Έλληνας που επισκέφθηκε τον ιστορικό Πόντο μετά την Ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν ο Ελευθέριος Ελευθεριάδης, γνωστός ως Λευτέρ Αγάς. Γεννημένος το 1910 στη Λαραχανή της Ματσούκας του Πόντου ερευνούσε και μελετούσε τα πάντα γύρω από τον τόπο του. Ο Λευτέρ Αγάς πέθανε στην Τραπεζούντα το 1988 ενώ βρισκόταν σε ταξίδι, το τρίτο κατά σειρά.
Η ταφή του έγινε στην Παναγία Σουμελά του Βερμίου όπου βρίσκεται εντοιχισμένος ο σταυρός από το αγίασμα στην Παναγία Σουμελά του Πόντου. Ο ίδιος είχε φέρει τον σταυρό στην Ελλάδα.
Ο Ελευθεριάδης, το 1975, είχε μοιραστεί με τους αναγνώστες της Ποντιακής Εστίας μια από τις πολλές δοξασίες της αλησμόνητης ιδιαίτερης πατρίδας τους για τη χαμαιλέτε, τον χαμαιλετάρ’ και τον Αράπ΄.
≈
Η χαμαιλέτε
Η «χαμαιλέτε»1 εθεωρείτο στην Λαραχανή άντρον εξωτικού θεριού με μορφή Αράπη.2
Αιμοβόρος ο Αράπης, ο ουσιαστικός νοικοκύρης του μύλου –όπως επιστεύετο– ρουφούσε το αίμα του ανθρώπου που θάμενε τη νύχτα σ’ αυτόν ή θα τύχαινε να περάση κοντά από κει. Διότι είχε την ικανότητα να το κάνη κι από απόσταση, δίχως να πλησιάση το θύμα. Και το πρωί θα τον εύρισκαν τον άνθρωπο νεκρό, κατάμαυρο σαν κάρβουνο.
Αλλά και όλη η γύρω περιοχή του μύλου ήταν επικίνδυνη για το νυκτερινό διαβάτη. Εκεί περιφέρονταν «μάισσες»3 κι ένα πλήθος από κακά πνεύματα, που δεν αφαιρούσαν ή αλήθεια, τη ζωή των περαστικών, αλλά τους έκαμναν άλλες ζημιές βαρειές: Τους «έπαιρναν τα συλλογικά», τους μάγευαν, τους έκαμναν ανίκανους σαν άντρες και σαν γυναίκες. «Έβλαφταν»4 τις έγγυες, έκαμναν αντρόγυνα να μισούνται μεταξύ τους και να χωρίσουν, άλλα πάλι από τα θύματά τους μαράζωναν και καταντούσαν ζωντανοί πεθαμένοι, σκιές του εαυτούς τους.
Όλα αυτά είχαν στερεώσει στη συνείδηση του λαού την πίστη, πως η περιοχή του μύλου ήταν γεμάτη αόρατους κινδύνους για κάθε άνθρωπο που θα έκαμνε την επιπολαιότητα και να την προσεγγίση ακόμα, έπειτα από τη δύση του ηλίου. Ευτυχώς, όλα τα κακά πνεύματα εξαφανίζονταν με το χάραγμα της ημέρας, που αποκαθιστούσε την ελευθεροκοινωνία με τον μύλο.
Κι ο μυλωνάς; Γιατί δεν πάθαιναν τίποτε όσοι από αυτούς διανυκτέρευαν στον μύλο τους;
Ε, για τον μυλωνά αλλάζει το πράγμα. Ο μυλωνάς έπρεπε να ήταν παλληκάρι, να το ‘λεγε η ψυχή του. Τέτοιο παλληκάρι, ώστε να το λογαριάζουν και τα ίδια τα κακά πνεύματα, ακόμα κι ο φοβερός Αράπης, και να του είναι υποτακτικός του και δούλος του. Μυλωνάς δε μπορούσε να γίνη όποιος-όποιος. Κι αν κανένας ήθελε να κάμη τον παλληκαρά δίχως να ‘ναι, την πάθαινε στα σίγουρα, γιατί τα ξωτικά είχανε τρομερή διαίσθηση και τον «μυρίζονταν» λες, από μακρυά.
Φως φανερό, πως την δοξασία αυτή πρέπει να την έχει πλάσει κάποιος πονηρός «ντεερμεντζής»5 πολύ ευφάνταστος, για να μονοπωλήση το επάγγελμα και να μην αφήση περιθώριο συναγωνισμού από άλλον ή άλλους συγχωριανούς του. Κι έπειτα, καθώς ο μύλος αναγκαστικά χτίζεται πάντα έξω από το χωριό, σε τοποθεσία ερημική, εκεί όπου το νερό έχει από την φύση την απαραίτητη κλίση ή μπορεί να δημιουργηθή τεχνητά ένα παρακλάδι του ποταμιού με τέτοια κλίση, το «χαρκ»6, όπως το λέγαμε, επιτυγχάνονταν ταυτόχρονα κι η εξασφάλιση του μυλωνά από κάθε κίνδυνο ληστείας.
Οι Τούρκοι, αφελέστεροι και πιο φιλόζωοι από τους Έλληνας, πίστευαν περισσότερο στα «παραμύθια» για τις μάισσες και τα ξωτικά. Απόδειξη, ότι τρεις ήσαν όλοι κι όλοι οι ντεερμεντζήδες στη Λαραχανή – Έλληνες κι οι τρεις.
Κι ομολογούν σήμερα οι Τούρκοι της Λαραχανής, πως όταν φύγανε οι «Ρωμέοι» από το χωριό, με την Ανταλλαγή, δεν ήξεραν να δουλέψουνε να βρούνε «χαμαιλετάρ»,1 ώσπου βρέθηκε κάποιος από τον Όφη Τούρκος (ίσως «κλωστός»7), που εγκαταστάθηκε μόνιμα στο χωριό μυλωνάς.
Ελ. Ε. Ελευθεριάδης