Στη ραγδαία ανάπτυξη της Οδησσού, της σημαντικότερης εμπορικής πόλης της Νέας Ρωσίας (Novorossia) και του Εύξεινου Πόντου, κατά τον 19ο αιώνα, σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι Έλληνες πάροικοι. Οι περισσότεροι από αυτούς άρπαξαν τις ευκαιρίες και τα προνόμια που τους είχε δώσει η τσαρίνα Μεγάλη Αικατερίνη και πέτυχαν επαγγελματικά σε τέτοιο βαθμό που τέθηκαν επικεφαλής της εμπορικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής της πόλης καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα.
Από το παραδοσιακό εμπόριο βρέθηκαν να διακρίνονται και σε άλλους τομείς της οικονομίας, όπως οι ναυτιλιακές επιχειρήσεις (με ειδίκευση σε πρακτορεύσεις, ναυλώσεις, μεσιτείες, προμήθειες), οι τραπεζικές αλλά και οι ναυτασφαλιστικές.
Ειδικά στον τομέα των ναυτασφαλίσεων, η Οδησσός είχε ξεχωρίσει. Εκείνη την εποχή θεωρούνταν ως ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της ανατολικής Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου. Οι ναυτασφαλιστικές εταιρείες με ελληνικές συμμετοχές άρχισαν να ιδρύονται ήδη από την πρώτη 10ετία του 19ου αιώνα.
Πρώτη εμφανίστηκε, το 1808, η Γραικορωσική Συντροφία των Ασφαλειών (Greko-russkoe strahovoe obščestvo). Ιδρυτές και διευθυντές της ήταν οι Έλληνες έμποροι Ιωάννης Δεστούνης, Θεόδωρος Σεραφινός και Ιωάννης Πεταλάς. Σύμφωνα με το καταστατικό της, μάλιστα, ποσοστό της τάξης του 10% των κερδών της εταιρείας οριζόταν να αποδίδεται στο ελληνικό σχολείο και τα νοσοκομεία της πόλης.
Έξι χρόνια αργότερα, το 1814, άρχισε να λειτουργεί η Συντροφία των Γραικών Ασφαλιστών. Από τις σελίδες του Λόγιου Ερμή της Βιέννης προκύπτει ότι πρώτοι διευθυντές της εν λόγω εταιρείας είχαν εκλεγεί οι έμποροι της Οδησσού Ιωάννης Αμβρόσιος, Ηλίας Μανέσης και Στέργιος Ξυδάς. Επίσης, υπήρχε η διάταξη που όριζε πως κάθε χρόνο ένα από τα μέλη της τριμελούς διοίκησης έπρεπε να αλλάζει μέσα από εκλογική διαδικασία στην οποία λάμβαναν μέρος οι μέτοχοι. Σύμφωνα με το καταστατικό της εταιρείας, το 10% των κερδών οριζόταν ως αμοιβή των διοικητών. Όμως αυτό το ποσοστό αποφασίστηκε να δίνεται στην Ελληνική Σχολή της Οδησσού και στο Νοσοκομείο σε αναλογία 7/10 και 3/10 αντίστοιχα.
Το 1816, η εταιρεία μετονομάστηκε σε Εταιρεία των Ηνωμένων Ασφαλιστών Γραικών. Σκοπός αυτής της μετοχικής επιχείρησης ήταν η ασφάλιση εμπορευμάτων και πλοίων. Η διοίκησή της ήταν τριμελής και εκλεγόταν από τους μετόχους της.
Μετά από ένα χρόνο, το 1817 ιδρύθηκε στην Οδησσό τρίτη ελληνική ασφαλιστική εταιρεία υπό την επωνυμία Νέα Γραικική Εταιρεία Ασφαλειών (Novoe grečeskoe strahovoe obščestvo) από τους μεγαλεμπόρους Δημήτριο Ζώτωφ, Γρηγόριο Μαρασλή και Γεώργιο Παπούδογλου (Παπούδωφ), τη διεύθυνση της οποίας ασκούσαν και οι τρεις από κοινού.
Η φιλοπατρία τους τούς οδήγησε στην απόφαση να διαθέσουν το 20% των κερδών τους στην Ελληνεμπορική Σχολή της Οδησσού.
Η εντεινόμενη εμπορική και εξαγωγική δραστηριότητα των Ελλήνων της Οδησσού οδήγησε σε περαιτέρω οικονομική άνθηση των επιχειρήσεών τους, σε σημαντική συσσώρευση κεφαλαίων, σε συνένωση κεφαλαίων και, κυρίως, στην απόκτηση μεγαλύτερων κερδών. Το αποτέλεσμα ήταν, μπροστά στις νέες οικονομικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν, να διεισδύσουν δυναμικότερα στη ναυτασφαλιστική αγορά της Οδησσού. Έτσι, συμπεριλαμβανομένης της προαναφερθείσας Νέας Γραικικής Εταιρείας Ασφαλειών, κατά το έτος 1817 οι Έλληνες ίδρυσαν συνολικά τέσσερις ασφαλιστικές εταιρείες.
Το 1826 δημιουργήθηκε στην Οδησσό άλλη μία ελληνικών συμφερόντων ναυτιλιακή ασφαλιστική εταιρεία από τους επιχειρηματίες Ριζνίρς, Κ. Παπούδωφ και Κο.
Η οικονομική δραστηριότητα της εταιρείας στο αρχικό στάδιο έληξε με παθητικό. Σε αυτό το αρνητικό ξεκίνημα συνέβαλε και η έκρηξη του Ρωσο-οθωμανικού πολέμου, το 1828. Αποτέλεσμα ήταν η εταιρεία να αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της και να διακόψει τη λειτουργία της το 1828.
Έπειτα από ένα χρόνο, το 1829, ιδρύθηκε στην Οδησσό μία νέα ναυτιλιακή ασφαλιστική εταιρεία με συμμετοχή Ελλήνων επιχειρηματιών, όπως του Παλαιολόγου και άλλων. Το αρχικό κεφάλαιο της εταιρείας ανερχόταν σε 400.000 ρούβλια. Όμως και αυτή η νέα επιχειρηματική προσπάθεια είχε ολιγόχρονη διάρκεια.
Μια άλλη πρωτοβουλία στο χώρο της ναυτασφάλισης ανήκει στους Έλληνες μεγαλεμπόρους Μαυροκορδάτο, Ράλλη και Μαύρο, οι οποίοι απέσπασαν από το υπουργείο Οικονομικών της Ρωσίας την άδεια για ίδρυση στην Οδησσό ναυτιλιακής ασφαλιστικής εταιρείας υπό την ονομασία Νεοφιλεμπορική. Διευθυντής της τελευταίας διορίστηκε ο μεγαλέμπορος και επιχειρηματίας Θεόδωρος Ροδοκανάκης με τη σύμπραξη των Ράλλη και Δούμα. Ο ίδιος αργότερα, το 1850, διετέλεσε διευθυντής της ναυτιλιακής ασφαλιστικής εταιρείας του Νοβοροσίσκ. Επίσης, το 1836 μεταξύ του διευθυντικού προσωπικού της Κρατικής Εμπορικής Τράπεζας Οδησσού συγκαταλεγόταν και ο Αλέξανδρος Σ. Μαύρος.
Υπάρχει αναφορά για άλλη μία ελληνικών συμφερόντων ναυτασφαλιστική εταιρεία, την Ελληνική, για την οποία, όμως, δε διαθέτουμε περισσότερα στοιχεία. Στα μέσα του 19ου αιώνα οι ασφαλιστικές εταιρείες που είχαν ιδρύσει οι ομογενείς της Οδησσού με κεφάλαιά τους πολλαπλασιάστηκαν. Το 1850, χαρακτηριστικά, εντοπίζουμε τρεις ναυτασφαλιστικές εταιρείες στην Οδησσό, πάντα με την οικονομική και επιχειρηματική κάλυψη των Ελλήνων μεγαλεμπόρων της πόλης. Πρόκειται για τις: Ελπίς, Minerva και Gli Uniti Assicuratori, οι οποίες εντάσσονταν στις πλέον αξιόλογες και αξιόπιστες ολόκληρης της ανατολικής Μεσογείου. Σε ό,τι αφορά την εταιρεία Ελπίς, γνωρίζουμε πως είχε διευθυντή τον Ιωάννη Σπανδώνη και εφόρους τους Στέφανο Μπούμπα και Κριωνά Παπανικόλα, εμπόρους μεσαίας δυναμικότητας ανάμεσα στους Έλληνες παροίκους.
Τέλος, στον τομέα των ασφαλειών της Οδησσού δραστηριοποιούνταν και υποκαταστήματα ναυτασφαλιστικών εταιρειών που είχαν συστήσει Έλληνες από τις παροικίες της Δύσης. Χαρακτηριστικά, ο Βασίλης Ξένης, έμπορος της Οδησσού, υπήρξε ο αντιπρόσωπος κατά το 1829 της ναυτασφαλιστικής εταιρείας Nuova Stanza d’Assicurazione, η έδρα της οποίας βρισκόταν στην Τεργέστη.
Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι πολλοί από τους σημαίνοντες Έλληνες μεγαλεμπόρους της Οδησσού ασχολήθηκαν και με τη ναυτασφάλιση.
Η συμμετοχή τους στη σύσταση και λειτουργία ασφαλιστικών εταιρειών καταδεικνύει ότι είχαν συνειδητοποιήσει την ανάγκη να συγκροτήσουν τους θεσμούς εκείνους που θα καταστούσαν το εμπόριο και τις θαλάσσιες μεταφορές πιο ασφαλείς και συνεπώς πιο κερδοφόρες. Φυσικά η επένδυση κεφαλαίων σε ασφαλιστικές εταιρείες ήταν και επιχειρηματική επιλογή, καθώς η κερδοφορία τους ήταν σημαντική.
Επίσης, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι μεγαλέμποροι είχαν από νωρίς κατανοήσει πως η επένδυση και σε άλλους, πλην του εμπορίου, τομείς, όπως η αγορά ακινήτων ή γαιών και αργότερα η βιομηχανία, τους διασφάλιζε από πιθανές αποτυχίες στο εμπόριο. Η σημασία των ελληνικών ασφαλιστικών εταιρειών της Οδησσού μειώθηκε μετά και την οπισθοχώρηση των ελληνικών εμπορικών οίκων της πόλης, από τα μέσα του 19ου αιώνα.