Γεννήθηκε και πέθανε στη Σαλαμίνα. Έναν τόπο που λάτρευε αλλά και αυτή τον τίμησε. Ήταν Αρβανίτης στην καταγωγή και πολύ περήφανος για αυτό. Και μπορεί ο ίδιος λόγω χαρακτήρα και στάσης ζωής να μην κυνηγούσε την δημοσιότητα, όμως ο κόσμος τον αγαπούσε. Και επειδή εσχάτως πολύ λόγος γίνεται αν υπάρχει ηλικία που κάποιος πρέπει να αποσύρεται από το τραγούδι, ο Γιώργος Παπασιδέρης τραγουδούσε σε κέντρο μέχρι και λίγες μέρες πριν από το θάνατό του. Ασχέτως αν οι δικοί του άνθρωποι τού έλεγαν να ξεκουραστεί.
Tον είχε τόσο πολύ καταξιώσει ο κόσμος και ο κύκλος των μουσικών, που ένιωθε αρχηγός!
Kαι όχι γι’ άλλον λόγο, απλώς γνώριζε τι προσέφερε και τι αφήνει στη μουσική, στην ιστορία και την πατρίδα.
Η τελευταία φορά που τραγούδησε ήταν 24 μέρες πριν «φύγει» από ανακοπή, στα Τρίκαλα της Κορινθίας, στο πανηγύρι του Σταυρού. Και με μια φωνή-καμπάνα.
Οι επιλογές που τον καθόρισαν
Γεννήθηκε στη Σαλαμίνα στις 14 Σεπτεμβρίου του 1902. Ήταν το πέμπτο από τα εννέα παιδιά της οικογένειας του Χρήστου Παπαϊσιδώρου, όπως ήταν και το πραγματικό του επίθετο. Τελείωσε το Δημοτικό και στη συνέχεια ρίχτηκε στο μεροκάματο. Έγινε αγρότης, ναύτης σε εμπορικά καΐκια και καραγωγέας, έως ότου τον κέρδισε και δόθηκε εξ ολοκλήρου στο τραγούδι. Το 1923 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο Πολεμικό Ναυτικό.
Ξεκίνησε να τραγουδάει επαγγελματικά από μικρή ηλικία, παίζοντας παράλληλα και κιθάρα. Tα πρώτα του τραγούδια τα ηχογράφησε το 1928 σε ηλικία 26 ετών και ήταν οι δύο αμανέδες. Πώς προέκυψε αυτό; Ο συνεργάτης της «Columbia» Λαμπρούλιας συναντήθηκε με τον Παπασίδερη, ύστερα από μεσολάβηση του Σαλαμίνιου λαουτιέρη Σιδέρη Ανδριανού. Έκατσαν ώρες μαζί, συζήτησαν, τραγούδησαν. Ο έμπειρος Λαμπρούλιας ενθουσιάστηκε και του πρότεινε να συνεργαστεί με την «Columbia». Έτσι κι έγινε.
Ο Γιώργος Παπασίδερης βρέθηκε να ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι σε ηλικία 26 ετών, το 1928. Βέβαια μιλάμε για μια άλλη εποχή, αφού έγινε η ηχογράφηση η «μήτρα» μεταφέρθηκε στην Αγγλία όπου έγινε η αναπαραγωγή σε δίσκους 78 στροφών που ήρθαν στην Ελλάδα μετά από έξι μήνες, το 1929, οπότε κυκλοφόρησε ο πρώτος του δίσκος.
Την εποχή αυτή, αρχές του 1930, έπαιρνε απ’ την «Οdeon» 1.000 δραχμές για κάθε τραγούδι. Επειδή οι φωνητικές του δυνατότητες το επέτρεπαν πολλές φορές ηχογραφούσε πολλά τραγούδια σε μια μέρα. Έτσι κάποια φορά παρουσία του αδελφού του Δημήτρη ηχογράφησε σε μια μέρα τριάντα τραγούδια παίρνοντας το μυθικό, για την εποχή αυτή μεροκάματο, των τριάντα χιλιάδων δραχμών.
Η κατοχή και η Βέμπο
Το 1931 παντρεύτηκε την Αφροδίτη Τσεβά. Το 1932 απέκτησαν το μοναδικό τους παιδί, τον μετέπειτα γιατρό Χρήστο Παπαϊσιδώρου που δυστυχώς έφυγε από την ζωή το 1992). Το Νοέμβρη του 1940 ο Γιώργος Παπασίδερης, συμβάλλει κι αυτός στην εμψύχωση του Ελληνικού Στρατού, που πολεμούσε στο Αλβανικό μέτωπο γράφοντας τα τραγούδια: «Μες της Κλεισούρας τα βουνά» και «Μέρα και νύχτα με το ντουφέκι». Κατά τη διάρκεια της Κατοχής για τα τραγούδια αυτά τον κατάτρεχαν οι Ιταλοί. Αυτά τα ηχογράφησε σε δίσκους αργότερα, το 1947. Κάποια στιγμή συναντήθηκε με τη Σοφία Βέμπο και συζήτησαν για τη φυγή τους στην Αίγυπτο. Η Βέμπο έφυγε, ο Παπασίδερης έμεινε. Οι Ιταλοί που τον «είχαν βάλει στο μάτι», ένα βράδυ τον ξυλοκόπησαν άγρια.
Ως και ο Καζαντζίδης
Και μπορεί το δημοτικό τραγούδι να το αγαπούσε ο κόσμος, όμως κακά τα ψέματα δεν έχαιρε της προβολής που είχαν τα άλλα είδη και κυρίως το λαϊκό. Σε όλες τις εποχές. Παρόλα αυτά ο Παπασιδέρης και κόσμο μάζευε και γνωστός ήταν στον χώρο. Και όπως φαίνεται ο ίδιος δεν ήταν σχεδόν καθόλου της προβολής.
Όπως σημειώνουν άνθρωποι που τον γνώριζαν «Aν τον έβλεπες, όπως ήταν άγριος και γεροδεμένος και με τον Aρβανίτικο αέρα που είχε, κάθε άλλο παρά τραγουδιστής θα φανταζόσουνα πως ήταν».
Ένας από τους θαυμαστές του ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης, που σε μια εμφάνισή του στον Μαραθώνα ζήτησε να τον γνωρίσει.
Οι δυο άντρες έγιναν φίλοι και ο Καζαντζίδης ηχογράφησε για πρώτη φορά δημοτικά τραγούδια.
Στη διάρκεια της καριέρας του, πήγε σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Έχει ηχογραφήσει δεκάδες τραγούδια. Απ’ αυτά τα μισά περίπου είναι δικά του (στίχοι) και τα άλλα μισά παλιά δημοτικά τραγούδια (στίχοι και μουσική). Κάποια τα τραγούδησε όπως ήταν και άλλα συμπλήρωσε με στίχους του γιατί ήταν ξεκομμένα δίστιχα. Μάλιστα πολλά τα «διέσωσε» από την πιθανότητα να ξεχαστούν εντελώς, μέσω των ηχογραφήσεών του. Έχει γράψει επίσης στίχους για τραγούδια που έχουν ερμηνεύσει άλλοι τραγουδιστές.
Ο Παπασίδερης «διέσωσε δεκάδες παλιά δημοτικά από βέβαιο θάνατο» και τα ξαναπαρήγαγε δίνοντάς τους «ζωήν αιώνιoν». Σε κάθε χωριό που πήγαινε και ιδιαίτερα στ’ απομακρυσμένα, επειδή δεν υπήρχαν ξενοδοχεία και ξενώνες για να μείνει, συνήθως τον φιλοξενούσαν άνθρωποι του τόπου που είχαν τη δυνατότητα.
Τις ώρες της ανάπαυλας συζητούσε με τους ντόπιους και κατέγραφε παλιά τραγούδια ολόκληρα ή ελλιπή τα οποία ηχογραφούσε και διέσωζε.
Στις περιοχές που πήγαινε να τραγουδήσει πολλές φορές έπρεπε να μείνει μέρες για τις εκεί γιορτές, γάμους κ.τλ. Σ’ αυτά του τα ταξίδια τον συνόδευε πάντα σχεδόν η σύζυγός του, η οποία ήταν απαραίτητη για τη διαμονή και την εμψύχωση του στα μεγάλα γλέντια που διατηρούσε ζωντανά για μέρες ολόκληρες. Χαρακτηριστικό της δύναμης του είναι ότι πολλές φορές μετά από τριήμερα γλέντια, με ελάχιστη διακοπή 2-3 ωρών ανάμεσα στα 24ωρα, παράγγελνε άλλη ορχήστρα ξεκούραστη για να συνεχίσει άλλο τόσο «γλέντι», γιατί οι μουσικοί της πρώτης είχαν πάθει υπερκόπωση.
Όπως αναφέρει και ο Στάθης Kάβουρας στο βιβλίο του: «O Παπασιδέρης δεν τραγούδησε τίποτε άσχημο και κράτησε το δημοτικό τραγούδι πολύ ψηλά».
Στη Σαλαμίνα μια φορά
Το 1971 πήγε για μια σειρά εμφανίσεων στο Σικάγο, ενώ μέχρι το 1972 τραγούδησε αδιάκοπα εκατοντάδες τραγούδια σε δίσκους. Και μπορεί να είχε περάσει στον κόσμο κυρίως ως τραγουδιστής , όμως ήταν πολυγραφότατος συνθέτης και έχει αφήσει πολύ μεγάλο έργο. Δεν είναι τυχαίο ότι η «Columbia» του είχε δώσει εν λευκώ το δικαίωμα να γράφει όποτε θέλει, ό,τι θέλει και με όποιους θέλει.
O Παπασιδέρης ήταν πηγαίος ποιητής και συνθέτης σοβαρός. Πρέπει νά ’χει γράψει πάνω από 150 τραγούδια, εκ των οποίων τα περισσότερα έχουν κλαπεί ή διασκευαστεί τόσο από δημοτικούς όσο και από λαϊκούς συνθέτες.
O Παπασιδέρης, παρότι ήταν Aρβανίτης, κατείχε όλο το ρεπερτόριο των παραδοσιακών τραγουδιών.
Το συνολικό έργο του αποτελείται γύρω στα 400 τραγούδια εκ των οποίων καμία πενηνταριά μάλλον δεν υπάρχουν πουθενά.
Πολλά χρόνια αργότερα από το «φευγιό» του, ο Δήμος Σαλαμίνας ανέγειρε σε μια μικρή πλατεία κοντά στο σπίτι του την προτομή του μεγάλου βάρδου.
Σπύρος Δευτεραίος