Μπορεί κυρίως η νέα γενιά να έχει συνδέσει τον Κώστα Χατζηχρήστο με τον «Ζήκο» τον μπακαλόγατο από την ταινία Της κακομοίρας, όμως η πιο χαρακτηριστική και βιογραφική κατά μια έννοια ήταν το Κακός, ψυχρός και ανάποδος του Πάνου Γλυκοφρύδη.
Ήταν η ταινία που ο ηθοποιός υποδυόταν τον αγνό επαρχιώτη καφετζή «Θύμιο», αλλά και τον σταρ αδελφό του «Κώστα Παπαχατζή». Ο τελευταίος μπορεί να είναι πρώτο όνομα βίωνε την χειρότερη περίοδο της ζωής του, αρχικά οικονομικά. Η αιτία ήταν η μετάκληση ένος μπαλέτου από το Παρίσι, που ήταν πανάκριβο και αναγκαστικά ανέβασε την τιμή του εισιτηρίου με αποτέλεσμα να μην γεμίζει το θέατρο. Και φυσικά υπήρξαν οι συνεργάτες που τον πρόδωσαν. Όλα αυτά είχαν αντίκτυπο και στην υγεία και στην προσωπική του ζωή.
Λίγα χρόνια νωρίτερα ο Χατζηχρήστος, το 1964, στο θέατρο «Παρκ» παρουσιάζει το μπαλέτο Καζινό ντε Παρί, θέαμα που του προκαλεί οικονομική καταστροφή. Ένα χολιγουντιανό κυριολεκτικά υπερθέαμα, με αυτοκίνητα πάνω στη σκηνή, αεροπλάνα, μπαλέτα. «118 άτομα κάθε βράδυ να πληρώνονται. Τα ’χε βάλει η τότε σύζυγός του Καίτη Ντιριντάουα κάτω με μολύβι και χαρτί και μου λέει: Κάθε βράδυ φουλ να είσαι, θα χάνεις και τριάντα οχτώ χιλιάρικα», έλεγε ο Κώστας Χατζηχρήστος.
«Από τα χέρια μου πέρασαν πολλά χρήματα. Έπρεπε να κρατώ πισινή. Ούτε χαρτοπαίκτης ήμουνα, ούτε ιπποδρομιάκιας. Ήμουν αυτός που όταν τέλειωνε η παράσταση έπαιρνα όλον το θίασο και πηγαίναμε να γλεντήσουμε όλοι μαζί», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του.
Στο σανίδι από σπόντα
Ο Κώστας Χατζηχρήστος καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Οι γονείς του μετά τον πρώτο διωγμό εγκαταστάθηκαν στην Καβάλα και ύστερα στη Θεσσαλονίκη, όπου γεννήθηκε το 1921 ο ηθοποιός. Στις αρχές της δεκαετίας του ’20 η πολύτεκνη οικογένεια έρχεται στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο Παγκράτι. Γείτονες με τον Γιώργο Οικονομίδη, έγιναν από παιδιά φίλοι. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ανθυπασπιστών Σύρας, αλλά τον κέρδισε το θέατρο. Τελειώνοντας τη Σχολή ξέσπασε ο πόλεμος. Η στρατιωτική καριέρα τον απωθεί και την εγκαταλείπει, παρ’ ότι είχε υποβάλει τα χαρτιά του για μονιμότητα.
Το 1942 παντρεύεται στη Νάουσα, τη Νίτσα. Φεύγει για λίγο στη Βιέννη για να δουλέψει. Το 1943 επιστρέφει και για να επιζήσει μπαίνει σε ένα θεατρικό μπουλούκι που πέρασε από τη Λάρισα.
Ήταν η Σπεράντζα Βρανά, που για να τον καλύψει από τους Γερμανούς που τον κυνηγούσαν, του έδωσε ένα ρόλο.
Μέχρι το 1948 περιοδεύει με μπουλούκια ανά την Ελλάδα, κυρίως με τον Παρασκευά Οικονόμου. Και ναι, ο νεαρός που ούτε καν του πέρασε από το μυαλό να γίνει ηθοποιός, ερωτεύεται το σανίδι.
«Σ’ άρεσε πολί μου»
Το1949 κατεβαίνει στην Αθήνα και συμμετείχε στο μουσικό θίασο της Κούλας Νικολαΐδου στο θέατρο «Βερντέν» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Σε αυτό το θέατρο κάνει την πρώτη του μεγάλη επιτυχία στο ρόλο του «βλάχου Θύμιου», έναν ρόλο τον οποίο θα επαναλάβει πολλές φορές στο μέλλον με επιτυχία στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
Δεν ξέρουμε εάν σήμερα η political correct εποχή θα ανεχόταν ένα ρόλο σαν αυτόν. Όμως τότε που είχε αρχίσει σιγά-σιγά η αστυφιλία, ο «Θύμιος» δρέπει δάφνες. Φυσικά εάν τον υποδυόταν κάποιος άλλος σίγουρα δεν θα είχε τέτοια επιτυχία και διαχρονικότητα. Ο Χατζηχρήστος ήταν μοναδικός και άμεσος σε ένα ρόλο που έγινε σημαία στην καριέρα του, αν και για κάποιους τον χαντάκωσε καθώς δεν τον άφησε να πάει πιο πέρα.
Στο θίασο της Κούλας Νικολαϊδου, γνωρίζεται με την αδελφή της Μαίρη που γίνεται η δεύτερη σύζυγός του. Και όχι μόνο καθώς αποκτούν την κόρη τους Τέτα (που αργότερα θα παντρευτεί τον Πέτρο Φυσούν). Μόνο που ο… Θύμιος ήταν λάτρης του γυναικείου φύλου και ο γάμος δεν στεριώνει.
Ο τυφώνας Ντιριντάουα
Η Καίτη Ντιριντάουα –καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Κατερίνας Οικονόμου– θα μπορούσε να γίνει μια από τις κορυφαίες της επιθεώρησης. Όμως η ανάμειξή της με τα πολιτικά, οι εξορίες, οι βασανισμοί και όλα τα συναφή και την κράτησαν μακριά από το σανίδι και αναγκάστηκε λόγω προβλημάτων υγείας να αποσυρθεί το 1966 σε νεαρή ηλικία.
Το καλοκαίρι του 1957 πάντως δούλευε στον ίδιο θίασο με τον Κώστα Χατζηχρήστο στην επιθεώρηση των Γιαννακόπουλου – Ελευθερίου – Νικολαΐδη Ελέφαντες και Ψύλλοι στο θέατρο «Περοκέ». Ο Χατζηχρήστος σατίριζε τον τότε υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ. Όταν ένα βράδυ ο Αβέρωφ προσήλθε στο θέατρο για να παρακολουθήσει την παράσταση, ο ηθοποιός ντράπηκε να τον σατιρίσει (ήταν και φίλος του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή) και ζήτησε από τη θιασάρχη του να μην παίξει το νούμερο. Η Ντιριντάουα επέμεινε και ο Χατζηχρήστος φέρεται να της είπε: «Α, όλα κι όλα Ντιριντάουα. Όχι μαστίγιο σε μένα». Ο καυγάς τους εξελίχθηκε σ’ ένα μεγάλο έρωτα που κατέληξε σε γάμο στις 30 Σεπτεμβρίου 1959. Το ζευγάρι απέκτησε μία κόρη, τη Μαριαλένα και χώρισε επισήμως το 1975, λόγω της άστατης ζωής του Χατζηχρήστου, όπως είχε παραδεχθεί και ο ίδιος.
Εδώ έχουμε και διάφορα σενάρια. Η μεγαλοψυχία του Χατζηχρήστου ήταν ονομαστή.
Λόγω Ντιριντάουα είχε ευαισθητοποιηθεί με τους ηθοποιούς που λόγω φρονημάτων είτε τους έτρεχαν στις εξορίες, είτε δεν τους έδιναν δουλειά.
Λέγεται ότι ο ηθοποιός όχι μόνο τους βοηθούσε αλλά προσπαθούσε και να τους σώσει με τις γνωριμίες που είχε.
Η κόρη του Μαριαλένα Χατζηχρήστου είχε δηλώσει πριν μερικά χρόνια: «Ο πατέρας μου ήταν ο πιο γλυκό πατέρας του κόσμου. Δεν έκανε κακό ποτέ σε κανέναν. Μόνο στον εαυτό του. Σε μένα προσωπικά δεν μου έλειψε ποτέ τίποτα. Τα είχα όλα. Απλά δεν τον πολυέβλεπα λόγω δουλειάς. Αλλά ήταν τόσο δοτικός, τόσο γενναιόδωρος. Πάντα να δίνει στους άλλους, ακόμα κι όταν δεν είχε. Όταν είχε όμως, ήταν απίστευτα large. Δεν δεχόταν οι κόρες του Χατζηχρήστου να μην έχουν λεφτά, να ντυθούν, να κυκλοφορήσουν, να κινηθούν. Όπως και να ‘ταν, τον αγαπούσα πολύ και θα τον αγαπώ για πάντα, γιατί πάντα τον σκέφτομαι και πάντα θα μου λείπει».
Πάντως τα χρόνια με την τρίτη του γυναίκα ζούσε σαν ροκ σταρ. Ένταση, πολύ δουλειά, πολλές γυναίκες. Και μπορεί εξωτερικά να μην ήταν ο ωραίος άντρας, όμως ήξερε τις γυναίκες. Όπως είχε πει η Σπεράντζα Βρανά: «Ο Κώστας έχει το ταλέντο που λίγοι άντρες έχουν! Όταν είναι ερωτευμένος, αφοσιώνεται ολόψυχα γι’ αυτό το μικρό διάστημα που κρατάει ο έρωτας, η καψούρα θα την έλεγα εγώ, και το δείχνει με κάθε δυνατό τρόπο, που θα είναι μια γλυκιά κουβέντα, ένα αγκάλιασμα σε στιγμή απρόσμενη ή κάποιο λαχταριστό δώρο, έτσι ξαφνικά, όταν δεν το έχεις ζητήσει κι όταν δεν το περιμένεις, αλλά το έχεις ποθήσει κρυφά, κι εκείνος διάβασε τη σκέψη σου, που μπορεί να είναι από ένα λουλούδι μέχρι έναν πίνακα αξίας».
Η αρχή του τέλους
Τελειομανής, που ήθελε να ελέγχει τα πάντα, αναλάμβανε και χρέη παραγωγού, αλλά και σκηνοθέτη. Το 1961 ανακαλύπτει μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη σε μια στοά στο κέντρο της Αθήνας, ιδιοκτησίας του Πανάγιου Τάφου, τη νοικιάζει και τη μετατρέπει σε θέατρο. Το «Θέατρο Χατζηχρήστου» γίνεται το καμάρι του, αλλά στο φινάλε τον πίκρανε πολύ.
Τη δεκαετία του ’70, αρχίζει να περνά σε δεύτερη μοίρα. Δεν θέλησε να ανανεωθεί; Δεν τον βοήθησαν; Όπως και να ‘ναι ο Χατζηχρήστος λατρευόταν για το παρελθόν του, αλλά με το παρόν τι γινόταν;
Μετά το διαζύγιό του με την Ντιριντάουα παντρεύεται την Ελένη Πανταζή, την τέταρτη του γυναίκα, που όμως πεθαίνει ξαφνικά μόλις στα 42 της χρόνια. Αρχίζει η κατάρρευσή του. Βρίσκει παρηγοριά στο ποτό, το οποίο τον περιθωριοποιεί για αρκετά χρόνια. Τελευταία του εμφάνιση εκείνη την περίοδο της απομόνωσής του ήταν στην επιθεώρηση Ανδρέα προχώρα, σε θέλει άλλη χώρα. «Ένιωσα αχαριστία γιατί δεν πέρασε ένας να ρωτήσει τι κάνω. Ήμουν ένας άνθρωπος μόνος. 7 παρά τέταρτο κάθε απόγευμα άρχιζα να πίνω. Κατανάλωνα 1,5-2 μπουκάλια ουίσκι την ημέρα. Το ουίσκι το πρωτόμαθα στη Δράμα. Πονούσε το δόντι μου και έπαιζα ένα έργο που ήταν όλο πάνω μου. Μου έδωσαν να κάνω γαργάρα με ουίσκι. Εγώ το κατάπια και μου άρεσε. Ε, αυτό ήταν. Μετά από χρόνια μπήκα στο ΓΝΑ για αποτοξίνωση και έφαγα 3.500 ενέσεις. Έκατσα 68 ημέρες. Ήταν στιγμές που έλεγα θα πηδήξω από το παράθυρο», είχε πει σε συνέντευξή του.
Πικρό μέλι
Και μέσα σε αυτή την παρακμή, εμφανίζεται η 5η και τελευταία συζυγός του, η Βούλα Χατζηχρήστου. «Έχω σπουδάσει αρχιτέκτων μηχανικός. Όταν γνώρισα τον Κώστα έκλεισα το γραφείο και σταμάτησα να εξασκώ το επάγγελμα. Ο Κώστας έπινε πολύ και είχε μπει στο νοσοκομείο της Αεροπορίας για αποτοξίνωση και μετά όλα καλά. Μου έλεγαν ότι έχει δυο μήνες ζωής, εγώ έλεγα ότι θα το προσπαθήσω και τελικά έζησε 10 χρόνια», είπε χαρακτηριστικά η Βούλα Χατζηχρήστου, πριν από λίγα χρόνια.
Και σαν σήμερα, το 2001 ο Κώστας Χατζηχρήστος πέθανε στην Αθήνα από λοίμωξη του αναπνευστικού. Ο «Θύμιος» έζησε τα πάντα, στο κόκκινο. Εκτός από το θέμα της υγείας και το οικονομικά του, ένα από τα μοιραία γεγονότα που βίωσε και τον έριξαν ακόμα πιο κάτω ήταν και η απώλεια του θεάτρου του. Και μπορεί να άλλαξε όνομα («Θέατρο Ορφέας») όμως το ξέρανε ως Χατζηχρήστου, όπως και την στοά που ήταν. Και τώρα στέκει ξεχασμένο.
Τον επίλογο τον κάνει ο ίδιος ο Χατζηχρήστος μέσα από τη βιογραφία του: «Όπως όλοι οι άνθρωποι έτσι και εγώ έκανα τα λάθη μου, αλλά με αδίκησαν. Ειδικά στους καλλιτεχνικούς κύκλους η κακία, η ζήλια και ο παραγκωνισμός είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Πρέπει να έχεις σιδερένια νεύρα και ταλέντο. Θα ήμουν όμως αχάριστος αν πω ότι δεν είδα μεγάλη δόξα και ότι δεν κονόμησα λεφτά. Μέσα από την Τέχνη τακτοποίησα τα παιδιά μου και τη δεύτερη γυναίκα μου την Ντιριντάουα. Το θέατρο και ο κινηματογράφος μου άφησαν μια γεύση σαν πικρό μέλι. Μαζί με τις χαρές γεύτηκα και την πίκρα».
Σπύρος Δευτεραίος