Ο Σάββας Τσιλφόγλου γεννήθηκε στον οικισμό Σουλούγκιολ, στα ΝΑ της Νεοκαισάρειας. Οι Έλληνες κάτοικοι του χωριού ήταν περίπου 340 και μιλούσαν ποντιακά. Είχαν έρθει κυρίως από το γειτονικό Σορχούν, ενώ κάποιες οικογένειες προέρχονταν από τα Κοτύωρα (Ορντού) ή από την περιοχή Πουλαμάν (Bolaman). Kύρια ασχολία τους ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία και στον οικισμό, όπου ζούσαν και τέσσερις-πέντε οικογένειες Τούρκων, υπήρχε μικρή εκκλησία του αγίου Χαράλαμπου και μονοθέσιο σχολείο, που συντηρούνταν αποκλειστικά με τις εισφορές των κατοίκων.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Πόλεμος 1914. Εξορίες. Έξοδος. Ο μεγάλος πόλεμος μπήκε άνοιξη του 1914. Πρώτα μας είπανε, μπορείτε να δώσετε πετέλι μέσα σε τρεις μήνες και να μην πάτε στο στρατό.
Πήγανε στο Νίκσαρ και πληρώσανε. Εγώ ήμουνα γραμμένος τέσσερα χρόνια πιο μικρός από την ηλικία μου και δεν παρουσιάστηκα. Ο πατέρας μου και τα δύο αδέλφια μου έπρεπε να πάνε.
Οκτώβριο μήνα ήρθανε τζανταρμάδες και κολλήσανε κάτι κόκκινα χαρτιά και γράφανε πως πληρωμή δε χωράει, δεν ισχύει κι έπρεπε όλοι να παρουσιαστούνε.
Ο πατέρας μου και τ’ αδέλφια μου φύγανε στο Νίκσαρ κι από κει τους διώξανε προς το εσωτερικό της Τουρκίας. Ερζερούμ τους πήγανε, Ντιάρμπεκιρ και Μαλάτεια τους πήγανε. Εγώ, λόγω της ψεύτικης ηλικίας μου, παρέμεινα στο χωριό.
Ήρθε στρατός τούρκικος στα χωριά κι εμένα με πήρανε κοντά τους να τους κάνω διάφορες δουλειές. Με στέλνανε Νίκσαρ κι έφερνα ψωμιά για το στρατό κι άλλες τέτοιου είδους δουλειές. Κακό δεν έπαθα ποτέ κι λίγα τρόφιμα οικονομούσα κι έφερνα στο σπίτι μου.
Το Αρμένικο όταν έγινε και πήρανε όλους τους Αρμένους και τον δικό μας τον Χατζηκουκά μαζί και τους σφάξανε όλους, εμείς πολύ τρομοκρατηθήκαμε, αλλά δε μας πείραξαν καθόλου.
Τέσσερα χρόνια περάσαμε έτσι και το 1918 έγινε Ανακωχή και γυρίσανε πίσω ο πατέρας μου και τα δύο αδέλφια μου. Από το δικό μας χωριό πέντε-έξι απώλειες είχαμε μόνο. Σ’ άλλα χωριά είχε αποδεκατισμό. Στ’ αμελέ ταμπουρού τούς είχανε όλους και υποφέρανε πολύ και από πείνα και από κούραση και ταλαιπωρία. Ψείρα και αρρώστια, πολλοί πεθάνανε.
Από τον πόλεμο είχε αρχίσει το αντάρτικο στα χωριά του Νίκσαρ. Πρώτος βγήκε ένας από το δικό μας χωριό, το Σορχούν, ο Γιακώβ και μαζί του έγινε ομάδα και βγήκανε κι από άλλα χωριά.
Βγαλμένοι ήτανε στο βουνό και από τα χωριά του Έρμπαα ο Αναστάς ο Αράπογλους και ο Αναστάς ο Παπαδόπουλος. Μαζί τους είχανε πάει και λίγοι Αρμεναίοι, όσοι κατάφεραν και τόσκασαν.
Στο αντάρτικο βγήκανε από τα χωριά που ήτανε από το Λυκοπόταμο αριστερά, ανατολικά. Από τα δικά μας χωριά δε βγήκε αντάρτικο. Ελάχιστοι πήγανε. Από το δικό μας χωριό, κανείς.
Στο 1919 που πήρε όλη την εξουσία ο Κεμάλης η κατάσταση αγρίεψε. Έκανε κάτι δικαστήρια που τα λέγανε Ιστικλάλ και αρπάζανε ανθρώπους και τους δικάζανε και τους καταδικάζανε σε κρεμάλα. Και Χριστιανούς παίρνανε και Τούρκους παίρνανε. Κατηγορία ψεύτικη ήτανε η προδοσία. Από το χωριό μας δεν πήρανε κανένα. Έρχονταν τζανταρμάδες και μας πιέζανε να παραδώσουμε όπλα.
Και στα 1921 είχαμε κάνει Πάσχα, πέρασαν ένα δύο μήνες και πρωί-πρωί μια μέρα ήρθε στρατός και σήκωσε όλο το χωριό.
Μας πήγανε Νίκσαρ. Μας βάλανε μέσα στην Αρμένικη εκκλησία. Από κει την άλλη μέρα χωρίσανε τους άντρες και μας πήρανε. Μας πήγανε Σιβάς και από κει Ζάρα. Μας ρωτήσανε τι τέχνη ξέρουμε και μας γράψανε εργάτες.
Αρρώστια πολλή έπεσε απ’ την ψείρα. Έτρεχαν πάνω μας τα ζωύφια. Αρρώστησα βαριά κι εγώ. Στη Ζάρα είχε δύο νοσοκομεία. Ένα έμπαινες δωρεάν, στο άλλο με πληρωμή. Εκεί ούτε περιποίηση είχε, ούτε τίποτα. Εγώ είχα φυλαγμένα μπαγκανότια κι έδωσα τρία μπαγκανότια και με πήρανε στου Στεφάν εφέντη το νοσοκομείο κι έγινα καλά.
Στη Ζάρα ήμαστε και μάθαμε πως ο Βενιζέλος υπόγραψε την Ανταλλαγή με τον Τούρκο και θα φεύγαμε όλοι για την Ελλάδα. Όσοι βρεθήκαμε στη Ζάρα, καμιά τριανταριά νομάτοι ήμαστε, κινήσαμε και πήγαμε Τοκάτ για να κατεβούμε Σαμψούντα.
Στο Τοκάτ μάς βάλανε σε μια εκκλησία, μείναμε λίγες μέρες και φύγαμε για Σαμψούντα. Εκεί άμα φτάσαμε κατεβήκαμε στη σκάλα να μπούμε σε πλοίο να φύγουμε. Είχε κόσμο «μουατζήριδες» μυρμήγκια. Ένα ρώσικο βαπόρι έφευγε και πήγαμε να μπούμε. Οι τζανταρμάδες οι Τούρκοι μάς σταματήσανε και μας είπανε να πάτε πρώτα να διορθώσετε το «βασικά» σας για να μπορείτε να φύγετε. Πεντακόσια άτομα μείναμε. Οι γυναίκες μπήκανε στο ρωσικό βαπόρι και φύγανε. Εμάς μας βάλανε να φτιάξουμε έναν δρόμο. Έξι μήνες μας κράτησαν εκεί. Οι Αμερικάνοι μάς έδιναν συσσίτιο όλο τον καιρό.
Έβγαινε 1922 και εμπήκε 1923. Μπήκανε ύστερα σε πλοίο και φύγαμε. Κανονίσανε πια το «βασικά» μας.
Περάσαμε από Κωνσταντινούπολη, τρεις ώρες μείναμε, αλλάξαμε πλοίο και μ’ ελληνικό βαπόρι ήρθαμε Πειραιά.
Εκεί μας βγάλανε και μας βάλανε σ’ ερείπιο βαπόρι και είπανε θα μείνουμε δεκαπέντε ημέρες για καραντίνα.
Ύστερα μας είπανε: «που θέλετε να πάτε;» και μας φέρανε στον Αστακό. Εκεί από λόγια μάθαμε πως οι οικογένειές μας είναι στη Λάρισα. Ζητήσαμε να μας πάνε εκεί, δεν μας πήγαιναν.
Κινήσαμε με τα πόδια και πήγαμε Αγρίνιο, από κει Αθήνα και από την Αθήνα Λάρισα και βρήκαμε τους δικούς μας. Λίγο καιρό μείναμε Τύρναβο και μας στείλανε Σάτοβο και μας δώσανε κλήρο.