Ο δέκατος μήνας του ημερολογίου μας, ο μήνας Οκτώβριος, πήρε το όνομά του από το λατινικό October γιατί σύμφωνα με το ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο όγδοος μήνας στη σειρά. Οι αρχαίοι Έλληνες τον ονόμαζαν Πυανεψιώνα (πυανός+έψω: βράζω κουκιά) εξαιτίας των εορτών προς τιμήν του Απόλλωνα. Ο Δημήτριος Λουκάτος διαφοροποιείται και συνδέει τον Οκτώβρη με τον πέμπτο μήνα κατά σειρά του αττικού ημερολογίου, τον Μαιμακτηριώνα, ο οποίος ήταν αφιερωμένος στον Δία τον Μαίμακτο, χαρακτηρισμός που συνδέει τον επικεφαλής του Δωδεκάθεου με την ιδιότητά του να ταράζει τον ουρανό και να δημιουργεί καταιγίδες και έκτακτα μετεωρολογικά φαινόμενα.
Στον Πόντο ο Οκτώβρης λέγονταν Τρυγομηνάς λόγω της προφανούς σύνδεσής του με τον τρύγο, τη συγκομιδή των ώριμων σταφυλιών για να διατεθούν ως βρώσιμα είτε να τύχουν της κατάλληλης επεξεργασίας για τη δημιουργία του οίνου.
Κι ενώ σε όλον τον Πόντο (Κερασούντα, Οινόη, Κοτύωρα, Σάντα, Τραπεζούντα, Χαλδία) ο Οκτώβρης λεγόταν Τρυγομηνάς όπως μας πληροφορεί ο Άνθιμος Παπαδόπουλος, στα Σούρμενα καταγράφει ο Παντελής Μελανοφρύδης πως λεγόταν έτσι ο μήνας Νοέμβριος. Δεν γνωρίζουμε γιατί τα Σούρμενα διαφοροποιούνταν, ίσως γιατί το μικροκλίμα των Σουρμένων ωρίμαζε τα σταφύλια πιο μετά, μέσα στον Νοέμβρη.
Η Έλσα Γαλανίδου-Μπαλφούσια με τη σειρά της καταθέτει πως στην Ινέπολη και τα Κοτύωρα εκτός από Τρυγομηνάς λεγόταν και Αϊ-Δημήτρης, εξαιτίας της μεγάλης γιορτής του Αγίου Δημητρίου στις 26 Οκτωβρίου, στη δε Οινόη Αϊ-Δρημήτης. Σύμφωνα με τον Άνθιμο Παπαδόπουλο (στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου), από το αρχαίο τρυγητήριον=ληνός (κοφίνι για τον τρυγητόν της αμπέλου) παράγεται η ποντιακή λέξη τρυγετέριν, με ακριβώς την ίδια σημασία που είχε και στην Αρχαιότητα.
«Π’ έχ αμπέλα βάλλ’ εργάτους και καράβα καλαφάτους», δηλαδή αυτός που έχει αμπέλια βάζει (στον τρύγο) εργάτες, και αυτός που έχει καράβια έχει καλαφάτες (επισκευαστές καραβιών) λέει η παροιμία από την Τρίπολη του Πόντου, δίνοντάς μας την πληροφορία πως εκτός από το ψάρεμα και τη ναυσιπλοΐα, οι κάτοικοι της όμορφης παραθαλάσσιας πόλης ασχολούνταν και με τον τρύγο των αμπελιών.
Και οι παροιμίες με τα αμπέλια συνεχίζονται, όπως καταγράφει ο ίδιος ερευνητής: «Ο πατέρας εχάρτζεν σο παιδίν ατ’ έναν αμπελώναν και το παιδίν εγούεψεν (τσιγκουνεύτηκε) ας σον κύρ’ν ατ’ έναν βοτρύδ’ (τσαμπί)» έλεγαν για κάποιον που ήταν αγνώμων – ιδίως προς τους γονείς του.
Στην Τραπεζούντα χρησιμοποιούσαν το ρήμα αμπελώνω που προέρχονταν από το «αμπελώ», το οποίο σημαίνει φυτεύω αμπελώνα. Μάλιστα ο Ανθ. Παπαδόπουλος καταγράφει στο λήμμα αυτό στίχους από τραγούδι του ακριτικού κύκλου:
Ακρίτας κάστρον έκτιζεν, Ακρίτας περιβόλιν,
Κι όσα του κόσμου τα φυτά, εκεί φέρ’ και φυτεύει
Κι όσα του κόσμου τ’ αμπέλα, εκεί φέρ’ κι αμπελώνει.
Σχεδόν σε όλες τις περιοχές του Πόντου ευδοκιμούσε η καλλιέργεια του αμπελιού, με πιο φημισμένα τα σταφύλια της Τραπεζούντας. Τα σταφύλια του Πόντου καταγράφηκαν στο βιβλίο του Γάλλου περιηγητή Theophile Deyrolle Το ταξίδι στον Πόντο και στην Αρμενία. Συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο που αναφέρεται στην αρχοντική Αργυρούπολη πληροφορεί τους Γάλλους αναγνώστες πως «δοκίμασε ένα ελαφρύ κρασί» το οποίο όμως συγκρίνοντάς το με τα περίφημα γαλλικά κρασιά, το βρήκε μέτριο και επισήμανε ότι η μη σωστή συντήρησή του το κάνει να παίρνει γρήγορα μια δυσάρεστη γεύση μέσα στα δοχεία μεταφοράς. Ακόμα του έκανε εντύπωση πως τα αμπέλια αναρριχούνταν ελεύθερα στα δέντρα των περιβολιών χωρίς κάποια ιδιαίτερη φροντίδα.
Ο Οκτώβρης ήταν ο μήνας των τελευταίων προετοιμασιών για το χειμώνα. Μέσα σε αυτόν το μήνα μαζεύονταν οι τελευταίοι καρποί, τα ξύλα, και όποια εξωτερική εργασία είχε απομείνει.
Ο Τρυγομηνάς φέρ’ ξύλα και μαραίν’ και ρουζ’ τα φύλλα,
αλλά και
Τρυγομηνάς σερεύ’ (μαζεύει) τα μήλα και μαραίν’ όλα τα φύλλα,
σύμφωνα με τα δίστιχα της Ίμερας και της Κρώμνης. Αυτός ήταν ο μήνας που οι τελευταίοι παρχαρέτ’ κατέβαζαν τα ζώα τους από τα παρχάρια – το λέει άλλωστε και το δίστιχο από το Σταυρίν:
Τρυγομηνά χειμός καιρός και χόνα σα ραχία,
ας σα παρχάρα έφυγαν κ’ επήγαν σα χωρία.
Τσίρας και παστίλας
Ο Οκτώβρης δεν ήταν μήνας προετοιμασίας για το χειμώνα μόνο σε ό,τι αφορά τις εξωτερικές εργασίες. Οι νοικοκυρές ήταν επιφορτισμένες εκτός όλων των άλλων και με τις «εσωτερικές» εργασίες. Έτσι λοιπόν το μήνα αυτόν ασχολούνταν με την ξήρανση μήλων, δαμάσκηνων, αχλαδιών, κοκκύμελων (κορόμηλα) και άλλων φρούτων.
Αφού έκοβαν σε φέτες τα φρούτα, τα αράδιαζαν σε μεγάλα ταψιά τα οποία τα σκέπαζαν με ένα τούλι για να αποφύγουν τα μυγάκια. Μετά, για μεγαλύτερη ασφάλεια, τα έψηναν για λίγη ώρα στο φούρνο ώστε να αφυδατωθούν πλήρως. Τα μήλα τα περνούσαν σε μια κλωστή σχηματίζοντας έτσι αρμαθιές. Από αυτά τα αφυδατωμένα φρούτα παρασκεύαζαν και το χοσάφ’ (κομπόστα), αφού τα έβραζαν στο καζάνι με ζάχαρη.
Ένα ιδιαίτερα δημοφιλές γλυκό στην ποντιακή ζαχαροπλαστική ήταν η παστίλα.
Μοιάζει με μουσταλευριά και παράγεται από το χυμό των μούρων, αλλά και από κράνα ή δαμάσκηνα. Σε ορισμένες περιοχές του Πόντου πρόσθεταν αλεύρι και καρυδόψιχα. Το τελικό παρασκεύασμα το ξέραιναν και ακολούθως το έκοβαν σε κομμάτια για να το σερβίρουν.
Γιορτές του Οκτώβρη
Ανάμεσα στις γιορτές που ξεχωρίζουν στον μήνα αυτό είναι η γιορτή του Πόντιου Αγίου Θεόδωρου Γαβρά από τη Χαλδία (2 Οκτωβρίου) και η γιορτή του Μεγαλομάρτυρα Αγίου Δημητρίου στις 26 του μηνός.
Ο Άγιος Δημήτριος όπως και ο Άγιος Γεώργιος, οι δύο καβαλάρηδες Άγιοι, τιμούνταν με μεγάλη ευλάβεια όχι μόνο στον Πόντο αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα. Ο Οδυσσέας Λαμψίδης υπογραμμίζει πως δεν υπήρχε τόπος που να μην υπάρχει εκκλησία ή παρεκκλήσι τους. «Τον άγιον τούτον [Άγιο Δημήτριο] τα μάλιστα τιμώσιν οι Έλληνες, ως ποιούσι και δια τον Άγιον Γεώργιον, ούτως ώστε ολίγοι θρησκευτικοί τόποι υπάρχουσιν, ένθα λείπει εκκλησία ή παρεκκλήσιόν τι, αφιερωμένον εις τιμήν των δύο τούτων αγίων…».
Στην Αμισό, στον οικισμό των Άνω Αντρεάντων υπήρχε ωραιότατος ναός αφιερωμένος στον πολιούχο Άγιο Δημήτριο. Πάνω από την κεντρική πύλη του ναού υπήρχε η επιγραφή (στα τουρκικά): «Η ιερή αυτή εκκλησία που το όνομά της είναι Άγιος Δημήτριος χτίστηκε κατά το έτος 1840».
Σύμφωνα με τον Γ. Χατζόπουλο υπάρχει μια ενδιαφέρουσα παράδοση για το πώς χτίστηκε ο ναός αυτός:
Άι-Δημήτρης τ’ εμέτερον έτον σ’ έναν ορμίν άκραν κεικά. Έναν ημέραν έβρεξεν κ’ έρθεν πολλά σελ’ [νερό] να παίρ’νεν κ’ επέν’νεν την εγκλεσίαν. Ο Άι Δημήτρης ερωματίασεν [έστειλε όραμα] τη Χατζιάντων τον Γιώρ’ κ’ είπεν ατόν: “Απαδακά ’α σκώνετ’ εμέν κι ’α χτίζετε την εγκλεσία μ’ κι άλλο πλαν”. Ας ση Ασάραγατσης το ποϊρούμ’ [βράχος] έκοψαν λιθάρα για ντιρέκα κ’ έχτισαν τον Άι-Δημήτρην σ’ Απάν’ τ’ Αντρεάντων. Ας έχτισαν ατόν κ’ ύστερα, ’κ’ εδέβεν πολλά καιρός, κ’ ερωματίασεν τ’ εγκλεσίας τοι μουτεβελίτ’ς [εκκλησιαστικό συμβούλιο] κ’ είπεν ατσέν: “Το παλόν το οσπίτ μ’ α τσεβιρεύετε ’το. Αποπές πουλίν πα ’κι ’α δαβαίν”! Έλεγαν ότι το ταφίν ατ’ πα εκεί έτον. Οι χωρέτ’ επήαν έναν ημέραν κ’ ετσεβίρεψαν [έφραξαν] α με τη πελιτί’ [δρυός] τα ξύλα. Ο ποπά-Νικόλας επέν’νεν κ’ έφτηνεν την καντήλαν ατ’ όλον τον χρόνον, εξόν αν έτον βαρυχειμωνία.
Την ημέρα της εορτής του Αγίου Δημητρίου γινόταν μεγάλο πανηγύρι με θρησκευτικό αλλά και εμπορικό χαρακτήρα στο χωριό των Άνω Αντρεάτων. Μαζεύονταν πολλοί άνθρωποι από τις γειτονικές περιοχές, γίνονταν γεύματα αγάπης, προσφερόταν στον κόσμο το νοστιμότατο κεσκέκ’ (πλιγούρι με κρέας) και διοργανώνονταν αγώνες πάλης στο προαύλιο του ναού. Ο νικητής πεχλιβάνος έπαιρνε για έπαθλο ένα πρόβατο ή ένα μοσχάρι, και το γλέντι με τις λύρες, τα νταούλια και τα κλαρίνα συνεχιζόταν μέχρι αργά το βράδυ.
Η πίστη των Ποντίων για τη μεσολάβηση και προστασία του Αγίου Δημητρίου ήταν τόσο μεγάλη που έφτασαν σε σημείο να παρερμηνεύσουν την εικονιστική παράδοση που θέλει τον Άγιο Δημήτριο έφιππο να σκοτώνει τον αιμοδιψή τσάρο των Βουλγάρων Ιωαννίτζη, τον οποίο οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν «Σκυλογιάννη». Σύμφωνα λοιπόν με τους απλούς Ποντίους χωρικούς –τους χωρέτες, που έβλεπαν ολόκληρα χωριά και πόλεις να ξεκληρίζονται από την πανώλη–, ο Άγιος Δημήτριος σκότωνε τον Γουρζουλά, δηλαδή τη θανατηφόρα ασθένεια.
Ευχόμαστε καλό και ευλογημένο μήνα και καλή προετοιμασία, όπως έκαναν οι παλαιοί εμούν, για το χειμώνα που είναι μπροστά μας.
Τρυγομηνά χειμός καιρός και χόνα σα ραχία
Πολλά χόνα εσκέπασαν παρχάρια και χωρία.
Αλεξία Ιωαννίδου