Ένας από τους μύθους που έχουν ακουστεί και διαδοθεί για το ελληνικό θέατρο, ήταν αυτός με τις διπλές παραστάσεις των έργων που έπαιζε η Σπεράντζα Βρανά, με την ώρα που μεσολαβούσε μεταξύ των δύο παραστάσεων: Ενώ στα άλλα θέατρα ήταν μία ώρα, σε αυτά που ήταν η Σπεράντζα ήταν δύο. Για το γιατί, βάλτε την φαντασία σας να δουλέψει.
Μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για ένα από τα πρώτα μεταπολεμικά σύμβολα του σεξ.
Ευτυχώς για εκείνην και για την ιστορία του ελληνικού μουσικού θεάτρου, η Βρανά δεν επένδυσε στην εξωτερική εμφάνισή της, αλλά στο σπουδαίο και μοναδικό ταλέντο της. Με το που πάταγε το πόδι της πάνω στη σκηνή ή ξεκινούσε την πρώτη νότα στο τραγούδι της, μάγευε το κοινό.
Ένας έρωτας, ο πόλεμος και η ορφάνια
«Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε ένα αρχοντικό στην πλατεία Κάνιγγος μια εύπορη αριστοκρατική οικογένεια. Ο πατέρας παιδίατρος, από τους καλύτερους της εποχής. Ήταν ο παππούς μου….» γράφει στο βιβλίο της Τολμώ η Σπεράντζα Βρανά. Και συνεχίζει: «Όταν ο μπαμπάς μου έκλεισε τα 17 πήγε στο Μεσολόγγι, από την Πάτρα όπου σπούδαζε, για να μείνει το καλοκαίρι με τους δικούς του. Ήταν τότε που για πρώτη φορά είδε τη μαμά μου και την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα».
Εκείνος 17, εκείνη 15, και ο πλούσιος γιατρός παππούς ούτε ήθελε να ακούσει για το ζευγάρι. Το κορίτσι μένει έγκυος και το ζευγάρι κατέφυγε στο σπίτι ενός τσέλιγκα και έμειναν εκεί ώσπου άρχισε η κοιλιά να φουσκώνει κι έτσι αναγκάστηκε ο παππούς μου να πει το μεγάλο ναι. Έτσι παντρεύτηκαν. «Αμέσως μετά το γάμο, ο μπαμπάς μου επέστρεψε στο σχολείο, στην 6η γυμνασίου. Κι όταν κάποια μέρα ο καθηγητής φώναξε το όνομά του, ακούστηκε ένα “απών, γεννάει η γυναίκα του…“». Το κοριτσάκι που γεννήθηκε πήρε το όνομα Ελπίδα. Που στα ιταλικά λέγεται Σπεράντζα.
Η μικρή μεγάλωνε κυρίως με τη γιαγιά της, καθώς οι δικοί της εργάζονταν πολλές ώρες και έλειπαν από το σπίτι. Ο έρωτας δεν εξελίχθηκε ιδανικά, καθώς ο πατέρας της χτυπούσε τη μητέρα της και κάποια στιγμή σηκώθηκε και έφυγε από το σπίτι. Και λίγο μετά ξεσπάει ο πόλεμος. Φτώχεια, πείνα και όλα τα σχετικά, και η ηθοποιός θυμόταν με συγκίνηση πως η μητέρα της υπήρχαν μέρες που στερήθηκε και το ψωμί, για να μην μείνει νηστική η κόρη της.
Μέσα στον πόλεμο, το 1942, πεθαίνει η μητέρα της από καρκίνο. Η Ελπίδα μένει ολομόναχη από γονείς και πηγαίνει να ζήσει με κάτι συγγενείς της στο Μεσολόγγι. Πριν πεθάνει η μητέρα της, της είχε εξομολογηθεί ότι θέλει να γίνει ηθοποιός. Η μητέρα δεν έφερε αντίρρηση, αρκεί η μικρή να τελείωνε πρώτα το σχολείο.
Πολλά χρόνια μετά, μιλώντας για την ορφάνια της, είχε πει: «Ορφάνεψα μικρή και έτσι δεν είχα να δώσω λογαριασμό πουθενά. Έπαιρνα τη ζωή όπως μου ερχόταν».
Αυλαία και πάμε
1948. Μετά τον πόλεμο και τον Εμφύλιο που ακολούθησε, η Ελλάδα προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της. Η 19χρονη Ελπίδα Χωματιανού, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, έρχεται από τα μπουλούκια και βρίσκεται στο θέατρο «Μετροπόλιταν» όπου περνά οντισιόν –ακρόαση το λέγανε τότε– για μια νέα επιθεώρηση των Σακελάριου-Γιαννακόπουλου, όπου το γκραντ φινάλε του Ορέστη Μακρή χρειαζόταν μια νεαρή κοπέλα που να είναι μάγκισσα.
Ανάμεσα στις υποψήφιες είναι και η Ειρήνη Παπά.
Η Βρανά είναι αγχωμένη αλλά φέρνει στο νου της δύο γνωστές της που είχαν αυτό το στιλ και κερδίζει το ρόλο στην επιθεώρηση Άνθρωποι-άνθρωποι. Η καριέρα της μόλις ξεκίνησε. Σακελάριος και Γιαννακόπουλος γίνονται οι νονοί της, και η Ελπίδα Χωματιανού γίνεται Σπεράντζα Βρανά.
Εκεί τραγούδησε και την πρώτη της επιτυχία, «Το τραμ το τελευταίο».
Σε χρόνο d.t. γίνεται η βασίλισσα της επιθεώρησης. Παράλληλα γίνεται και sex symbol, προκαλώντας τη συντηρητική κοινωνία της εποχής. Όμως δεν ιδρώνει το αυτί της.
Και όσο περνάνε τα χρόνια τόσο λατρεύει το θέατρο και τόσο μπαίνει σε δεύτερη μοίρα το sex symbol και βγαίνει μπροστά το τεράστιο ταλέντο της.
Χαίρεται την επιτυχία και το θαυμασμό και στην πορεία αποδεικνύεται ότι μακράν απέχει από ίντριγκες και καμαρίνια. Ίσα-ίσα, αυτά την αρρώσταιναν. Ασχέτως που λίγο αργότερα θα πέσει θύμα αυτής της κατάστασης.
Με τον κινηματογράφο, πάλι, οι σχέσεις ήταν τυπικές. Κάνει ένα φοβερό ντεμπούτο ως «Νανά» στο Έλα στον θείο, και τέσσερα χρόνια μετά ακολουθεί ο ρόλος της πόρνης στην Κάλπικη λίρα. Τα υπόλοιπα ήταν απλώς άλλη μια παραλλαγή της μάγκισσας ή της γυναίκας της αμαρτίας.
Ο Βουτσάς και η Βέμπο
Ανήλικη ακόμα, είχε κάνει έναν γάμο που κράτησε περίπου έναν χρόνο. Από τις πρώτες της επώνυμες σχέσεις ήταν αυτή με τον Κώστα Βουτσά. Γνωρίστηκαν στα παρασκήνια του Θεάτρου «Ακροπόλ». Η γνωριμία τους εξελίχθηκε σε μια έντονη σχέση γεμάτη ζήλιες, απιστίες, καβγάδες, χωρισμούς και επανασυνδέσεις.
Η Σπεράντζα δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του, εξαρχής.
Όπως παραδέχεται στη βιογραφία της, έκανε σχέση μαζί του με στόχο να εκδικηθεί την ηθοποιό Στέλλα Στρατηγού –την επίσημη σχέση του Κώστα Βουτσά–, επειδή είχε υποψίες ότι φλέρταρε τον πρώην της.
Οι δύο ηθοποιοί διατηρούσαν παράνομη σχέση. Όταν όμως έγινε γνωστό, ο Βουτσάς πήγε και είπε στη Βρανά: «Διάλεξε: Ή αύριο παντρευόμαστε και πάω και καθαρίζω απ’ έξω που περιμένει η Στέλλα, ή στο τέλος της πρόβας πάμε στο Περιστέρι και λες στη Στέλλα πως δεν έχουμε τίποτα και λάθος της είπαν».
Η Σπεράντζα αρνήθηκε να τον παντρευτεί, αλλά ο Κώστας Βουτσάς χώρισε με τη Στρατηγού για να μείνει με εκείνην.
Η Βρανά τότε πίστευε ότι ο Βουτσάς έμενε μαζί της για να γίνει και αυτός διάσημος, μιας και τότε έκανε τα πρώτα του βήματα. «Ήταν και είναι πολύ φιλόδοξο παιδί, κι ήθελε ν’ ακούγεται – γιατί μη μου πεις ότι δεν έπαιξε ρόλο ότι ήμουν η Σπεράντζα Βρανά που είχα φίρμα, και σου λέει ο Κωστάκης γιατί να μην τα έχω με τη Βρανά, που και θέση καλύτερη έχει στο θέατρο και μπορώ ν’ ακουστώ δίπλα της».
Αρραβωνιάστηκαν το 1961, αλλά ούτε τότε τα πράγματα ηρέμησαν. Ο Βουτσάς ήθελε η γυναίκα του να μένει στο σπίτι και να φροντίζει το νοικοκυριό. Της έλεγε: «Μην ξεχνάς πως όταν παντρευτούμε, θα φύγεις απ’ το θέατρο. Δεν μπορώ εγώ να ‘χω τη γυναίκα μου στη σκηνή και να σου βλέπουν τα πόδια και να μαλακίζονται».
Η Σπεράντζα όμως δεν μπορούσε να αφήσει το θέατρο και έτσι η σχέση τους που διήρκεσε 4,5 χρόνια, τελείωσε οριστικά.
Λίγα χρόνια πριν, η Βρανά είχε βιώσει και ένα άλλο τραγικό επεισόδιο. Τότε συμμετείχε στο θίασο της Σοφίας Βέμπο στην επιθεώρηση Έχετε γεια βρυσούλες, στη Θεσσαλονίκη. Για… ευνόητους λόγους η Βρανά είχε μικρό ρόλο. Κάθε της κίνηση περνούσε από το μικροσκόπιο της Βέμπο, η οποία ήδη είχε δημιουργήσει στο μυαλό της το σενάριο πως κάτι τρέχει ανάμεσα σε εκείνην και τον Μίμη Τραϊφόρο. Αυτή η πεποίθηση την έκανε να έχει εξαιρετικά κακή συμπεριφορά απέναντι στη νεαρή ηθοποιό, με αποτέλεσμα να την κατσαδιάζει δημοσίως σε κάθε ευκαιρία. Όταν ο θίασος πήγε περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη, η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο.
Και όταν την πέτυχε να μιλάει με τον Τραϊφόρο, άρχισαν τα δράματα. Δύο μέρες μετά γυρνάει η Βέμπο και της λέει: «Έλα δω, Βρανά. Δεν μου λες, πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι, σε μπουλούκι, και κάνεις ό,τι θες;». Και η Βρανά απάντησε «Όχι σε μπουλούκι, κυρία Βέμπο, με πήρατε από το “Ακροπόλ” νομίζω», περιγράφει στην αυτοβιογραφία της η Σπεράντζα Βρανά. Τότε η Βέμπο την άρπαξε από το μαλλί και άρχισε να την χτυπάει. Τα χτυπήματα ήταν πολλά και δυνατά. Η Βρανά μάτωσε. Ο Νίκος Σταυρίδης ήταν αυτός που κατάφερε να πάρει τη νεαρή ηθοποιό από τα χέρια της μαινόμενης Βέμπο.
Λίγο καιρό αργότερα ο θίασος πήγε για κάποιες παραστάσεις στην Κύπρο. Εκεί η Βρανά δέχθηκε πρόταση για να συμμετάσχει σε άλλη παράσταση, και έτσι έφυγε από το θίασο της Βέμπο. Το τελευταίο βράδυ όλοι οι συντελεστές έφαγαν μαζί, και η Βέμπο –εμφανώς μετανιωμένη για τη συμπεριφορά της– ζήτησε να κάνει πρόποση.
«Πίνω στην υγειά της Βρανά που είναι το καλύτερο κορίτσι του θιάσου και της εύχομαι “Καλή επιτυχία” τώρα που θα γυρίσει, και καλή καριέρα γιατί της αξίζει», είπε, και οι δυο γυναίκες έμειναν καλές φίλες καθώς η Βρανά την συγχώρησε.
Η μεγάλη αγάπη και οι αλλαγές στη ζωή της
Το 1966 παντρεύεται τον τραγουδιστή Παύλο Πατάκα και στο πρόσωπό του βρίσκει όχι μόνο την ηρεμία, αλλά και τη μεγάλη αγάπη. Ένα τροχαίο ατύχημα το 1981 την λύγισε. Για πολύ καιρό την άφησε σχεδόν κατάκοιτη. Η αφοσίωση όμως και η αγάπη του Παύλου, αλλά και η ψυχική της δύναμη, την έκαναν να σηκωθεί – έστω και με πατερίτσες.
Σιγά-σιγά απομακρύνθηκε για λόγους υγείας από τον «μεγάλο εραστή» της, όπως αποκαλούσε το θέατρο και βρήκε τρόπο διαφυγής στα βιβλία.
Συγγραφέας, πλέον, κάνει κάποιες σποραδικές εμφανίσεις κυρίως σε σειρές, αν και το 2002 ως συνεργάτρια σε πρωινή εκπομπή που έδινε συμβουλές αισθηματικού τύπου, της ξέφυγαν κάποιες…hard λέξεις και το ΕΣΡ έβαλε πρόστιμο στο σταθμό.
Η γυναίκα που αλώνιζε τη σκηνή, το σύμβολο του πόθου που (όπως της έλεγε ο Γιώργος Μουζάκης) δεν θα έπαιρνε ποτέ το χειροκρότημα που της άξιζε γιατί οι άντρες θεατές έχουν τα χέρια στις τσέπες τους όταν την βλέπουν στο σανίδι, έχει αλλάξει ριζικά. Όμως είναι ευτυχισμένη. Ο Παύλος Πατάκας ήταν ο μεγάλος και αληθινός έρωτας της ζωής της.
«Ήταν η μάνα μου, ο πατέρας μου, ο φίλος μου, ο εραστής μου. Αυτός ο άνθρωπος με ντάντευε εδώ και είκοσι χρόνια, καθώς τότε με είχε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο και χρειαζόμουν ιδιαίτερη φροντίδα, όπως εξάλλου και τώρα…» είχε πει σε συνέντευξή της. Ο Πατάκας έφυγε από τη ζωή το 2008, και έναν χρόνο αργότερα ακολούθησε και η Σπεράντζα.
Ήταν σαν σήμερα το 2009.
«Η παρουσία του στο σπίτι ακόμα και μετά το θάνατό του είναι έντονη. Τον βλέπω στην πολυθρόνα που καθόταν κι έβλεπε τηλεόραση, στον ύπνο μου να έρχεται και να μου χαϊδεύει τα μαλλιά», είχε εξομολογηθεί σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις.
Η Σπεράντζα Βρανά ήταν μια γυναίκα που τα πάντα τα έζησε στο κόκκινο. Και τη μεγάλη επιτυχία και την οικιακή ηρεμία. Και ήταν μια γυναίκα που εκτός από μοναδική, αποδείχτηκε και αντοχής.
Σπύρος Δευτεραίος