Στις περιοχές των Κοτυώρων, της Οινόης, της Τραπεζούντας και της Χαλδίας, όπως μας πληροφορεί ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, το όνομα Θέκλα δεν τύγχανε μεγάλης εκτίμησης. Έτσι αποκαλούσαν μια γυναίκα χωρατατζού «Θέκλα αφωρισμέντζα»! Εξάλλου, και η Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού έρχεται να ενισχύσει τα λεγόμενα του αρχιμανδρίτη φιλολόγου-λεξικογράφου παραθέτοντας στο λήμμα «Θέκλα» το χαρακτηρισμό «γυναικεία μωρία, ελαφρομυαλιά».
Από το όνομα της Θέκλας έβγαινε το ουσιαστικό «θεκλέσα» που σήμαινε τα κωμικά καμώματα αλλά και το κουτσομπολιό. Η λαϊκή ποντιακή μούσα δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχη:
Υπάντρεψον και γλίτωσον
τη χώρας τα θεκλέσα,
τα χρόνα σ’ πα επέρασαν,
άλλο μ’ εφτάς μωρέσα
αλλά και:
δύο κορτσόπα έμορφα,
τ’ έναν τ’ άλλο τερούνε,
κατ’ λέγνε και θεκλεύκουνταν,
πατούνε και γελούνε.
Δεν ξέρουμε για ποιον λόγο επικράτησε η τάση, το όνομα της Θέκλας, της μεγάλης Μικρασιάτισσας Αγίας να έχει συνδεθεί με αυτό το καθόλου κολακευτικό περιεχόμενο. Ίσως να υπήρχε κάποτε μια Θέκλα με αυτά τα χαρακτηριστικά και να «δημιούργησε» αυτήν τη σύνδεση, καθώς η κακή της φήμη εξαπλώθηκε από τα Κοτύωρα μέχρι τη Χαλδία! Αισθανόμαστε όμως την ανάγκη σήμερα, ανήμερα της εορτής της Αγίας Θέκλας, να γράψουμε λίγα λόγια για τον ενάρετο βίο της, να αναστοχαστούμε και να κάνουμε την αυτοκριτική μας ως Πόντιοι και ως χριστιανοί.
Η Αγία Θέκλα ανακηρύχθηκε από την Εκκλησία ισαπόστολος, όπως και η Αγία Μαρία Μαγδαληνή, τίτλος καθόλου ευκαταφρόνητος αφού εξισώνει τις αγίες με τους 12 μαθητές του Ιησού.
Γι’ αυτό όταν αναφερόμαστε σε αυτές τις κορυφαίες μορφές της Χριστιανοσύνης, τις γυναίκες που αγίασαν μέσα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, όπως και στην Αγία Μαρία την Αιγυπτία της οποίας τη μετάνοια συκοφαντούν οι βλάσφημοι, θα πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί. Ας μην αναπαράγουμε αστόχαστα κάποιες «ατυχείς» παροιμίες που αδικούν και δεν αντιπροσωπεύουν τον ποντιακό πολιτισμό και την ευσέβεια των προγόνων μας.
Βίος της Αγίας Ισαποστόλου Θέκλας
Η πρωτομάρτυρας Θέκλα καταγόταν από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας και ήταν γόνος ευγενών. Η μητέρα της Θεοκλεία ήταν φανατική ειδωλολάτρισσα. Αρραβώνιασε την κόρη της με έναν νεαρό άρχοντα του Ικονίου ονόματι Θάμυρι, του οποίου ο έρωτας για τη Θέκλα ήταν διάπυρος. Εκείνη την εποχή ο Απόστολος Παύλος διακήρυττε τον Χριστιανισμό στη Μ. Ασία και πέρασε και από το Ικόνιο. Έμενε στην οικία του Ονησιφόρου, η οποία γειτνίαζε με την οικία του πατρικού της Θέκλας.
Ο Απόστολος Παύλος δίδασκε καθημερινά το λόγο του Θεού στους Ικονιείς που προσέτρεχαν στο σπίτι του Ονησιφόρου για να τον ακούσουν.
Η Θέκλα επί τρία μερόνυχτα άκουγε πίσω από το παράθυρό της τους θεόπνευστους λόγους του Παύλου, ο οποίος μεταξύ άλλων συμβούλευε τους ασπαζόμενους τον Χριστιανισμό να διαφυλάττουν τη χάρη που λάμβαναν με το βάφτισμα αποφεύγοντας τις απατηλές ηδονές της σάρκας, ώστε να γίνουν οι ίδιοι ναοί του Αγίου Πνεύματος και να απολαύσουν την αιώνια μακαριότητα.
Η Θέκλα είχε απορροφηθεί πλήρως από το κήρυγμα του Αποστόλου, σε βαθμό που η μητέρα της και ο αρραβωνιαστικός της να ενοχληθούν και να καταγγείλουν τον Παύλο στον ηγεμόνα.
Ο Παύλος συνελήφθη αμέσως και φυλακίστηκε. Η Θέκλα φιλοδώρησε με τα κοσμήματά της τους δεσμοφύλακες και εισήλθε στο κελί που ήταν φυλακισμένος, ζητώντας του να συνεχίσει να μιλάει για τον Ιησού Χριστό. Το πρωί οι δεσμοφύλακες που άλλαξαν βάρδια στους βραδινούς βρήκαν τους δύο Αγίους μαζί. Άρπαξαν τη Θέκλα και τον Άγιο Παύλο, αφού τον έλυσαν από τα δεσμά του, και τους οδήγησαν στον ηγεμόνα. Η Θεοκλεία, βλέποντας την κόρη της να έχει «αλλοτριωθεί» από τον Θείο έρωτα μη δίνοντας σημασία σε κοσμικούς έρωτες με ημερομηνία λήξης, φώναξε με οργή: «Κατάκαυσε την έχθρα του γάμου στο μέσον του Θεάτρου».
Ο ηγεμόνας έδωσε εντολή να μαστιγωθεί ο Παύλος και να απελαθεί έπειτα από το Ικόνιο, ενώ για τη Θέκλα επιφύλασσε μια σκληρότερη τιμωρία, αυτήν που ζήτησε η ίδια της η μάνα: την καταδίκασε σε θάνατο στην πυρά.
Στήθηκε λοιπόν μια μεγάλη πυρά και εν μέσω της δέσανε τη Θέκλα. Όταν άναψε η φλόγα σχεδόν ταυτόχρονα έπεσε δυνατή βροχή ανάμικτη με χαλάζι, σβήνοντάς την. Παράλληλα, καθώς επικρατούσε σύγχυση από τον όχλο και η ορατότητα ήταν σχεδόν μηδενική, η Αγία κατόρθωσε –αφού κάηκαν τα σχοινιά που την είχαν δεμένη– να διαφύγει από τον τόπο του μαρτυρίου της και να καταφύγει σε έναν νεόκτιστο τάφο.
Η Θεία πρόνοια την οδήγησε στον Απόστολο Παύλο και έφυγαν κρυφά μαζί με την οικογένεια του Ονησιφόρου στην Αντιόχεια της Πισιδίας. Μπαίνοντας στην πόλη, ένας νεαρός άρχοντας ονόματι Αλέξανδρος εντυπωσιάστηκε από το κάλλος και τα νιάτα της Αγίας και όρμησε επάνω της φιλώντας την και αγκαλιάζοντάς την. Εκείνη θέλοντας να αμυνθεί έσπρωξε τον επίδοξο βιαστή της, με αποτέλεσμα να σωριαστεί κάτω. Θυμωμένος με τη δημόσια καταισχύνη του, ο Αλέξανδρος συκοφάντησε την Αγία και την παρέδωσε στον ανθύπατο της πόλης, ο οποίος αποφάσισε να την κάνει «θέαμα» σε θηριομαχία.
Έτσι έριξαν την Αγία Θέκλα μέσα στο στάδιο και εξαπέλυσαν εναντίον της αρκούδες και λέοντες. Μια λέαινα όμως κάθισε μπροστά από την Αγία που είχε μαζευτεί σε μια γωνιά περιμένοντας να την φάνε τα θηρία, και την προστάτευε. Ο ηγεμόνας, μη λαμβάνοντας υπόψη ότι ακόμα και τα άλογα ζώα έγιναν προστατευτικά μπροστά στην αγιότητα της νεαρής εκείνης γυναίκας, αποφάσισε να την ρίξει στη λίμνη με τις φώκιες ώστε να φαγωθεί από αυτές.
Η Αγία μόλις είδε το νερό πήδηξε χωρίς να περιμένει να την σπρώξουν μέσα, λέγοντας: «Ιδού καιρός για να βαφτιστώ εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Βλέποντας οι γυναίκες την ωραιότατη αυτή γενναία κόρη να πέφτει γυμνή στο νερό για να κατασπαραχτεί από τις φώκιες, αντέδρασαν για την άδικη καταδίκη της. Οι φώκιες έμειναν άπραγες, σαν κάποια δύναμη να τις απέτρεπε να κάνουν κακό. Η αλληλεγγύη όμως αυτή των γυναικών και οι διαμαρτυρίες τους δεν εισακούστηκαν από τους δημίους, οι οποίοι αγανακτισμένοι από την «τύχη» της Θέκλας, την έδεσαν χειροπόδαρα με δύο ταύρους που τους κέντριζαν με πυρωμένα σίδερα για να την καταξεσκίσουν τρέχοντας σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι ταύροι όμως επέμειναν το μαρτύριο χωρίς να κινηθούν, σε σημείο που έπιασε φωτιά το σκοινί που τους έδενε με την Αγία και απελευθερώθηκαν. Βλέποντας τα όσα θαυμαστά διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια του, ο ηγεμόνας φοβήθηκε και άφησε την Αγία να φύγει.
Τότε η Θέκλα ντύθηκε με αντρικά ενδύματα, κούρεψε τα μαλλιά της και λέρωσε με χώμα το όμορφο πρόσωπό της για να μην προσέχουν την ομορφιά της. Αφού πήρε τα μέτρα της ώστε η ομορφιά της να μην σταθεί εμπόδιο σε αυτό που ήθελε η ψυχή της, κατευθύνθηκε στα Μύρα της Λυκίας για να ξαναβρεί τον Απόστολο Παύλο. Με την προτροπή του γύρισε στο Ικόνιο για να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Η μητέρα της είχε ήδη πεθάνει.
Αφού κήρυξε στους συντοπίτες της το Λόγο του Θεού, η Αγία αναχώρησε για τη Σελεύκεια.
Εκεί, στο όρος του Καλαμώνος έζησε ως ασκήτρια 72 ολόκληρα χρόνια αντιμετωπίζοντας πολλές δυσκολίες αλλά και τις επιθέσεις των δαιμόνων που βλέποντάς την να προοδεύει στην αρετή και να αποτελεί πρότυπο και για άλλες γυναίκες, λυσσομανούσαν εναντίον της.
Πολλοί την επισκέπτονταν για να ωφεληθούν στην ψυχή αλλά και να τους γιατρέψει μέσω της επίκλησης του ονόματος του Ιησού Χριστού από τις ασθένειες που τους ταλαιπωρούσαν. Τα θαύματα που συνέβαιναν με τις ιάσεις των αρρώστων γρήγορα μαθεύτηκαν από τους ιατρούς της Σελεύκειας που έπνεαν μένεα εναντίον της και την πολεμούσαν. Σε ηλικία 90 ετών η Αγία Θέκλα που προτίμησε τον Θείο Έρωτα από την ματαιότητα των κοσμικών ερώτων, η «Χριστόν αγαπήσασα» όπως λέει και το απολυτίκιό της, παρέδωσε το πνεύμα της στον Δημιουργό της αφού πρώτα είχε κάνει το σώμα της σκεύος και «Ναό του Αγίου Πνεύματος» όπως την δίδαξε ο Απόστολος Παύλος.
Ιερά λείψανα της μεγάλης αυτής γυναικός, της Αγίας Θέκλας, βρίσκονται στη Μεγίστη Λαύρα και στη Μονή Αγίου Διονυσίου Αγίου Όρους, στην Παναγία της Κύκκου στην Κύπρο, στο ομώνυμο μοναστήρι της Αγίας Θέκλας στη Λάρνακα, στην Αγία Πετρούπολη αλλά και στον ελληνικό ναό του Αγίου Γεωργίου στη Βενετία. Μικρασιάτες από το Ικόνιο που εγκαταστάθηκαν στη Δράμα, μετέφεραν το 1922 ως θησαυρό λείψανα της Αγίας τα οποία φυλάσσονται σήμερα στον Ιερό Ναό Αναργύρων Δράμας.
Αγία Θέκλα, πρέσβευε υπέρ ημών!
Αλεξία Ιωαννίδου