Πέρασαν εξήντα πέντε χρόνια από τότε! Ήμην μαθητής της α’ τάξεως του Φροντιστηρίου Τραπεζούντος. Ετελείωσαν αι εξετάσεις και ευρισκόμην εις το χωριό μας, Κοινώνισσα των Σουρμένων.
Εις γειτονικόν μας αγρόκτημα αρρώστησεν ο μεγαλύτερος υιός του Κ. Καλαντίδου, νέος 30 ετών, εύρωστος, υγιέστατος και ακατάβλητος πεζοπόρος∙ έπαθεν από αφασίαν, με το βλέμμα απλανές, έχασε κάθε ενεργητικότητα και βούλησιν. Ιατρός στο χωριό βέβαια δεν υπήρχε και η μητέρα του Ελέγκω, τύπος ανδρογυναίκας, απεφάσισε να τον πάγη στην Τραπεζούντα. Επήρε κ’ εμένα μαζύ της ως γνώστην της πόλεως και διερμηνέα.
Ανεχωρήσαμεν πολύ πρωΐ απ’ τα Σούρμενα και το απόγευμα είμεθα στην Τραπεζούντα. Απ’ την βάρκα κατ’ ευθείαν επήγαμεν εις το φαρμακείον του Σπαθάρου. Ο ιατρός εξήτασε με πολλήν προσοχήν τον ασθενή. Ύστερα από εξαντλητική εξέτασιν μας είπε να καθίσωμε να περιμένωμε ολίγον. Δεν επέρασεν πολλή ώρα και παρετήρησα ότι ο ένας μετά τον άλλον συνεκεντρώθησαν εις το φαρμακείον όλοι οι ιατροί της Τραπεζούντος, με τα υψηλά καπέλλα των: ο Μεταξάς, ο Εφραιμίδης κ.ά.
Όλοι εκείνοι οι ιατροί προσεκτικά εξήτασαν τον ασθενή και στο τέλος μ’ εκάλεσε ο Σπαθάρος και με πολλήν σοβαρότητα μου είπε να μεταδώσω εις την μητέρα του ασθενούς, ότι όλοι τους συμφωνούν πως ο υιός της δεν θα ζήση πολύ, και θα κάμη καλά να επιστρέψη αμέσως στο χωριό της.
Τα λόγια του ιατρού τα κατάλαβε η γρηούλα και με ύφος οργίλον του απήντησε: «Εγώ εξέρω και άλλον γιατρόν, πρώτα θα πάω σ’ εκείνον και ύστερα θα γυρίζω ‘ς σο χωρίον!»
Εννοούσε την Παναγία του Σουμελά.
Την επαύριον ενωρίς, ξεκινήσαμεν με άλογα για το Μοναστήρι, όπου και εφθάσαμεν ενωρίς την επομένην.
Εκεί αι τρεις λειτουργίαι, αι προσευχαί, αι νηστείαι, τα δάκρυα της στοργικής μάνας έκαμαν το θαύμα. Την τέταρτην ημέραν απ’ το πρωί, ο ασθενής ήρχισε να ερωτά την μητέρα του «πού ευρισκόμεθα, πού είνε η Ανθή (η σύζυγός του), πού είνε τα δύο αγόρια του». Φαντάζεσθε τώρα την χαρά της μάνας, τα θερμά δάκρυα της ευγνωμοσύνης προς την Θεομήτορα. Από συγκίνησιν έκλαιαν και οι δυο συνοδοί καλόγηροι. Ειδοποιήθη αμέσως ο ηγούμενος διά το θαύμα, εκτύπησαν αι καμπάνες, έγινε γενική συνάθροισις όλων των μοναχών και των προσκυνητών και αντελάλησαν οι ύμνοι και αι ψαλμωδίαι του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος.
Μετά το τέλος της Παρακλήσεως, ο ασθενής εζήτησε τροφήν, έφαγε μόνος του και κατόπιν έπεσεν εις ληθαργικόν ύπνον, ο οποίος διήρκεσε 14 ώρας. Εμείναμεν ακόμα τρεις ημέρας, με αυξάνουσαν βελτίωσιν της καταστάσεως του ασθενούς μας και την ογδόην ανεχωρήσαμεν.
Τη παρακλήσει της γρηάς οι αγωγιάται, οι οποίοι έμαθαν το θαύμα, μας πήγαν κατ’ ευθείαν στον φαρμακείον του Σπαθάρου, όπου ο καταδικασμένος ασθενής ξεπέζευσε και εχαιρέτησε τον ιατρόν! Όταν τον είδεν ο Σπαθάρος με απορίαν και θαυμασμόν τον ερώτησεν «εσύ ζης ακόμη, δεν απέθανες;»
Απήντησεν αμέσως η μητέρα. «Η Παναγία ελάρωσεν ατόν, η Παναγία, να λελεύ’ ατεν, τιναν εσείν ‘κι πιστεύετε». Έκαμε τον σταυρόν του ο ιατρός και είπε «πρέπει να πιστεύωμεν».
Αυτά τα ενθυμούμαι σαν να ήτανε χθες!
Άραγε πόσα θαύματα δεν θα εβλέπαμε κ’ εδώ, όλα αυτά τα χρόνια, αν οι πάσχοντες μπορούσαν να πάνε να προσκυνήσουν την Παναγία μας, όπως άλλοτε…
Ν. Θ.
•Πηγή: Ποντιακή Εστία, 1977, τεύχ. 13 (σελ. 16)
•Σημ.: Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του πρωτότυπου.