Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από την εγκατάσταση των Ανατολικορωμυλιωτών στο Πολύκαστρο του ν. Κιλκίς, η πρόεδρος του τοπικού συλλόγου Ελένη Χαμουρούδη μιλά στην Αλεξία Ιωαννίδου για τις ρίζες τους, για τα πρώτα χρόνια στη νέα πατρίδα, αλλά και τα έθιμα που έφεραν μαζί τους.
Ακολουθεί το δεύτερο μέρος της συνέντευξης (διαβάστε το Μέρος Α’).
Δεν ξέρω αν είναι στο φάσμα του αστικού μύθου, όμως υπάρχει μια ιστορία που λέει πως βρεθήκατε σε αντιπαράθεση με τους Ποντίους για την ονομασία. Εσείς θέλατε να ονομάσετε το Καρασούλι «Νέο Σιναπλί», οι Πόντιοι «Νέα Τραπεζούντα». Αληθεύει;
Το 1928-1929 υπήρχε οδηγία από την κυβέρνηση να αλλαχτούν όλες οι βουλγάρικες και οι τουρκικές ονομασίες των τοπωνυμίων για ευνόητους λόγους. Η διαδικασία είχε ως εξής: πρότειναν οι κοινότητες κάποια ονομασία που τους εξέφραζε, αλλά σε περίπτωση που υπήρχε διχογνωμία θα έδινε η επιτροπή που είχε οριστεί από την πολιτεία όποια ονομασία ήθελε αυτή. Κατεξοχήν ο πρόεδρος του Πολυκάστρου ήταν Θρακιώτης λόγω της υπεροχής του αριθμού των Σιναπλιωτών, και ο αντιπρόεδρος ήταν Πόντιος γιατί ήταν η δεύτερη πληθυσμιακά κοινότητα.
Κατά κοινή ομολογία οι Μικρασιάτες ήταν πάντα με τους Θρακιώτες.
Ακόμα κι όταν έπαιζαν ποδόσφαιρο οι δεύτερης γενιάς πρόσφυγες του Πολυκάστρου (τα παιδιά των προσφύγων τα οποία γεννήθηκαν στο Πολύκαστρο), οι Μικρασιάτες ήταν με τους Θράκες και «σκοτωνόντουσαν» με τους Ποντίους, μέχρι που ευτυχώς ίδρυσαν την ΑΕΠ (Αθλητική Ένωση Πολυκάστρου) το 1951 και μονιάσαμε όλοι – Θράκες, Πόντιοι, Μικρασιάτες, Σαρακατσάνοι, Βλάχοι, ντόπιοι!
Δεν γνωρίζω τις προτάσεις τους. Όμως επειδή η καθεμία πλευρά πρότεινε το δικό της και δεν έκανε πίσω, έγινε αυτό που σας είπα. Η επιτροπή που αποτελούνταν από γεωπόνους, γεωλόγους και άλλους επιστήμονες πρότεινε την ονομασία «Πολύκαστρο», κι αυτό γιατί στον Αίμονα, στη Μαύρη Θάλασσα, υπάρχει ένα ακρωτήρι που λέγεται Πολύκαστρο. Έτσι συνδύασαν τις δύο περιοχές, τη Θράκη με τον Εύξεινο Πόντο, και δεν άφησαν κανέναν παραπονεμένο.
Την εκκλησία μας την αφιερώσαμε στην Αγία Τριάδα.
Η εκκλησία που αφήσαμε πίσω στο Σιναπλί ήταν του Προφήτη Ηλία. Στην επαρχία του Καβακλί, κοντά στις Καρυές –όπως ανέφερα και προηγουμένως ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο χωριό της επαρχίας– είχαμε ένα μοναστήρι ελληνικό που ήταν αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα. Έτσι είπαμε την εκκλησία μας Αγία Τριάδα, και συμφώνησαν και όλες οι κοινότητες σε αυτό.
Γι’ αυτό το μοναστήρι, εάν μου επιτρέπετε θα ήθελα να πω κάτι. Όταν είχαμε πάει για πρώτη φορά στο Σιναπλί, το 2004, επισκεφτήκαμε και το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στο οποίο πήγαιναν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας. Είχαμε βρει δύο μοναχές, μία γερόντισσα μεγάλης ηλικίας ελληνικής καταγωγής και την υποτακτική της. Η γερόντισσα αυτή μου είχε πει τα εξής: «όταν ήμουν μικρή ήρθε στο σπίτι μας ένας γεροδεμένος άνδρας και χτύπησε το χέρι του πάνω στο τραπέζι φωνάζοντας “από εδώ και στο εξής τέρμα τα ελληνικά, θα μιλάτε μόνο βουλγάρικα”». Όταν πήγα για δεύτερη φορά στο Σιναπλί, λίγα χρόνια μετά, δυστυχώς η Μονή αυτή από γυναικεία είχε μετατραπεί σε ανδρώα και είχαν αντικατασταθεί οι μοναχές από μεγάλη ανδρική μοναχική συνοδεία.
Φέρατε στην περιοχή την τέχνη της αμπελουργίας.
Δεν υπήρχε περίπτωση θρακιώτικο σπίτι να μην είχε το αμπέλι του και να μην έφτιαχνε το κρασί και το τσίπουρό του. Ακόμα και τα ονόματά μας μαρτυρούν την σχέση μας με τη γη: Σιδέρω, Υακίνθη, Ροδούλα, Τριανταφυλλιά κτλ. Σε πολύ μεγάλο βαθμό κρατήσαμε την τέχνη της αμπελουργίας έως σήμερα. Είμαστε παιδιά του Διόνυσου. Γλεντζέδες αλλά και συντηρητικοί, σφιχτοί όσο αφορά την διαχείριση των οικονομικών και νοικοκύρηδες, που κρατούν τις παραδόσεις.
Μας ενδιαφέρει το σπίτι μας και ο «μισός ο δρόμος» μπροστά από το σπίτι μας, δεν ξέρω αν γίνομαι κατανοητή. Θέλω να πω, πως σε αντίθεση με τους Ποντίους που είναι εξωστρεφείς, εμάς μας ενδιαφέρει πρώτα το σπίτι μας και η δουλειά μας.
Με το που ήρθαμε από την Ανατολική Ρωμυλία, όπως και οι υπόλοιποι πρόσφυγες, καταπιαστήκαμε με τη γη. Ήταν παρατημένη. Ξεχερσώσαμε και οργώσαμε, πρώτα με ξύλινα αλέτρια, μετά με σιδερένια, στην αρχή με αγελάδες μετά με άλογα, για να καταλήξουμε στα μετέπειτα χρόνια στα τρακτέρ. Από τη δεκαετία του ’60 κι έπειτα το Πολύκαστρο ερήμωσε, οι περισσότεροι έφυγαν – Γερμανία, Σουηδία, Βέλγιο, Ολλανδία, Αυστραλία. Υπήρχε πείνα, όλοι ήταν με ένα τεφτέρι και τα έγραφαν βερεσέ. Όταν έπαιρναν την αμοιβή από τη σοδειά τους από τα στάρια, τότε μόνο ήταν σε θέση να πληρώσουν τα χρέη που είχαν συσσωρευτεί.
Επικρατούσε φτώχεια, το ψωμί το έλεγαν ψωμάκι. Μετά ήρθαν τα στρατόπεδα και αναπτύχθηκε η πόλη. Τι έκαναν τα στρατόπεδα πέραν του αισθήματος ασφάλειας που έδωσαν; Κάθε ένα σπίτι είχε ένα περίσσιο δωματιάκι που νοίκιαζε σε στρατιωτικούς και έτσι εξασφάλιζε ένα έσοδο. Έπλεναν τα ρούχα τους, έκαναν τέτοιες βοηθητικές δουλειές που εξυπηρετούσαν πρωτίστως το στράτευμα αλλά και συνεισέφεραν στην οικιακή οικονομία. Μετά πέρασε ο δρόμος, η ΠΑΘΕ, αναπτύχθηκε ο τουρισμός της χώρας μας, η κυριότερη πύλη εισόδου και εξόδου της Ελλάδας ήταν οι Εύζωνοι, η περιοχή μας. Δόθηκαν κίνητρα για να γίνει βιομηχανική-βιοτεχνική περιοχή.
Έτσι σιγά-σιγά το Πολύκαστρο αναπτύχθηκε και έγινε αυτό που είναι σήμερα.
Πολλοί κάτοικοί του προτιμούν να πηγαίνουν στη δουλειά τους στη Θεσσαλονίκη που απέχει μισή ώρα και να επιστρέφουν σε αυτό για να έχουν την ποιότητα ζωής που έχουν, μιας πόλης που δεν της λείπει σχεδόν τίποτα και όλα κινούνται με ανθρώπινους ρυθμούς. Έχει ρυμοτομία, είναι σχεδιασμένο από Αυστριακούς μηχανικούς. Διαθέτει σπίτια με ισομερή οικόπεδα, μεγάλους δρόμους όπως ο κεντρικός, η Μεγάλου Αλεξάνδρου. Υπήρχε πρόγραμμα, είχαν χτιστεί τα λεγόμενα «σπίτια του εποικισμού», και ανάλογα με τα μέλη που διέθετε κάθε οικογένεια γινόταν κλήρωση και έπαιρνε ο καθένας αυτό που του αναλογούσε σε τετραγωνικά μέτρα.
Τι ήταν αυτό που σας συνέδεσε τόσο στενά με την καταγωγή σας και το όνομά σας έχει συνδεθεί άρρηκτα με το Σύλλογο;
Την γιαγιά μου όπως σας είπα την έλεγαν Σιδέρω, ήταν πολύ έξυπνη παρόλο που ήταν αγράμματη. Αυτή με μεγάλωσε, γιατί οι γονείς μου ήταν μετανάστες στη Γερμανία. Από τη γιαγιά μου λοιπόν αγάπησα την καταγωγή μου. Είχα τη μεγάλη ευλογία να καταγράψω όλα τα έθιμα του τόπου της. Μου είπε 53 τραγούδια, όλα όσα θυμόταν στη μεγάλη ηλικία που είχε φτάσει.
Εκτός από την καταγραφή που έκανα, μου έδωσε πληροφορίες για το κάθε τραγούδι, με ποια αφορμή το τραγουδούσαν. Είναι μια πλήρης λαογραφική μελέτη που έχω στα σκαριά για να την εκδώσω.
Το μόνο που δεν καταφέραμε να διασώσουμε είναι η μουσική μας, κι αυτό γιατί δεν ήρθαν μουσικοί από το Σιναπλί. Έτσι το ρυθμό των τραγουδιών αν και τον θυμάμαι όπως μου τα τραγουδούσε η γιαγιά μου, δεν μπόρεσα να τον καταγράψω ώστε να διασωθεί στην αυθεντική του μορφή.
Η γιαγιά μου η Σιδέρω μου είπε ακόμα και για τα έθιμα της πατρίδας. Για τις περίφημες «Καμήλες». Αυτά τα έθιμα και τα τραγούδια, ο λαογραφικός μας πλούτος θα χάνονταν εάν δεν βρισκόταν η «αγράμματη» αυτή γυναίκα για να τα διασώσουμε, γιατί κάποια από τα έθιμα είχαν σταματήσει να τα αναβιώνουν εδώ στην Ελλάδα. Το «βρέξιμο του γαμπρού», το έθιμο της «Μπάμπως» το οποίο είναι ραβδιώτικο. Είναι ένα ιδιαίτερο έθιμο κατά το οποίο τιμάται η γυναίκα, η μαμή συγκεκριμένα, η οποία ξεγεννάει και δίνει ζωή.
Το «κουρμπάνι του Τρύφωνα», μια γιορτή για το κρασί, έχουμε το «Συχώριο» που γίνεται την τελευταία Κυριακή της Τυρινής. Έχουμε την «Καλινίτσα» τον Αϊ-Γιάννη τον Κλήδονα δηλαδή.
Υπάρχει και το έθιμο «Κουρμπάνι» που γίνεται προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου. Στην Αρχαιότητα υπήρχε λατρεία για τον Ρήσο, τον Θράκα βασιλιά που απεικονίζεται σε παραστάσεις πάνω σε άλογο με το μανδύα να κυματίζει και να σκοτώνει με το δόρυ του ένα θήραμα. Τι σου θυμίζει; Δεν θυμίζει την απεικόνιση του Αγίου Γεωργίου έφιππου να σκοτώνει το δράκο; Αυτή λοιπόν είναι η συνέχεια. Όταν εκχριστιανίστηκαν οι Θράκες, έπρεπε να εκχριστιανιστούν και τα έθιμά τους. Έτσι ο Ρήσος έγινε Αϊ-Γιώργης και το κουρμπάνι επέζησε αιώνες τώρα, να συνδέει την Αρχαιότητα με το σήμερα. Το ίδιο έγινε και με τον Διόνυσο. Η λατρεία προς τον Διόνυσο των αρχαίων Θρακών αντικαταστάθηκε με την τιμή στο πρόσωπο του Αγίου Τρύφωνος, του προστάτη της αμπελουργίας. Πολλοί Θράκες φέρουν αυτό το όνομα, και σίγουρα δεν είναι τυχαίο.
Πείτε μας για τον πολύ εντυπωσιακό χορό σας, τον Τσέστο. Είναι αλήθεια πως τον θεωρείτε «θρακιώτικο Πυρρίχιο»;
Ο Τσέστος δεν είναι πανθρακικός χορός. Χορευόταν στη δική μας την περιοχή και όχι στη Μαύρη Θάλασσα. Οι παππούδες μας από το Σιναπλί τον χόρευαν με δύο-τρεις φιγούρες, ενώ οι Ραβδιώτες που ήταν Μαυροθαλασσίτες δεν τον ήξεραν.
Δηλαδή εννοείτε πως υπήρχαν δύο-τρεις φιγούρες σιναπλιώτικες που χόρευαν οι πρόσφυγες που ήρθαν από το Σιναπλί, ενώ άλλες περιοχές της Θράκης, πλην των παραλίων της Μαύρης Θάλασσας, χόρευαν άλλες φιγούρες;
Καταρχήν ο Τσέστος χορευόταν στα δύο Μοναστήρια, στο Μικρό και το Μεγάλο Μοναστήρι. Όταν οργανώθηκαν οι σύλλογοι εδώ στην Ελλάδα, τότε οι χοροδιδάσκαλοι μας δίδαξαν τον Τσέστο όπως χορεύεται σήμερα.
Πόσες φιγούρες έχει;
Έχει πολλές, πάνω από είκοσι.
Δηλαδή υπήρξαν έρευνες και καταγραφές για τις φιγούρες του Τσέστου ή είναι «δημιουργήματα» ευφάνταστων χοροδιδασκάλων που έδρασαν στην Ελλάδα, όπως συμβαίνει και σε άλλες παραδόσεις;
Σίγουρα ο πυρήνας είναι αυθεντικός. Εμείς οι Σιναπλιώτες χορεύουμε τις φιγούρες που χόρευαν οι παππούδες μας, αλλά χορεύουμε κι άλλες όπως έχουν διδαχτεί στα χορευτικά μας από τους χοροδιδασκάλους. Ο Τσέστος, όπως και ο δικός σας ο Πυρρίχιος, είναι χορός που χορεύεται από άντρες.
Τι φαγητά μαγείρευαν οι ανατολικορωμυλιώτισσες γιαγιάδες σας;
Εγώ είχα την τύχη και την ευλογία να μεγαλώσω με τη γιαγιά μου, όπως προείπα, και γεύτηκα την αυθεντική θρακιώτικη κουζίνα. Θυμάμαι τα σαλιγκάρια της, το τουρσί το λάχανο που ετοίμαζε για όλον το χρόνο. Να σου πω την αλήθεια δεν ήμουν και πολύ φαγανό παιδί γι’ αυτό δεν έδινα τόσο σημασία, αλλά σήμερα μου λείπουν.
Τι θυμάστε λοιπόν από αυτήν τη Θρακιώτισσα γερόντισσα που σας μεγάλωσε;
Εκτός από τις νουθεσίες της που μας βοήθησαν και γίναμε και εγώ και η αδελφή μου οι άνθρωποι που είμαστε σήμερα, θυμάμαι ένα περιστατικό που έγινε στη Γερμανία όταν μας πήγε να δούμε τους γονείς μας. Μας συνόδεψε στο πάρκο δίπλα στο σπίτι που μέναμε. Είχε καθίσει στο παγκάκι από όπου μας καμάρωνε που παίζαμε. Η γιαγιά μου ήταν η κλασική γιαγιά, με το μαύρο τσεμπέρι, τη μαύρη φαρδιά φούστα, την ποδιά και τη ζακέτα. Κάποια στιγμή, σε μια ανάπαυλα του παιχνιδιού μας, την είδαμε να μιλάει με μια κυρία μοντέρνα ντυμένη που δεν έμοιαζε Ελληνίδα, αλλά ούτε και Γερμανίδα έμοιαζε. Αυτό μας κίνησε το ενδιαφέρον και κοντέψαμε με την αδελφή μου για να ακούσουμε σε τι γλώσσα συνεννοούνταν οι δύο γυναίκες. Τότε ακούσαμε για πρώτη φορά την γιαγιά μας να μιλάει μια ξένη γλώσσα. Μείναμε κατάπληκτες! Όταν την χαιρέτησε και έφυγε η ξένη γυναίκα, τρέξαμε δίπλα της και την ρωτήσαμε τι γλώσσα ήταν εκείνη που μιλούσε πριν από λίγη ώρα. Μας απάντησε «βουλγάρικα». Τότε της είπα εγώ: «και γιατί δεν μας τα μαθαίνεις κι εμάς;».
Θυμάμαι το βλέμμα της όπως συνοφρυώθηκε, γύρισε και μου είπε αυστηρά: «να μάθω στα εγγόνια μου βουλγάρικα; Ποτέ! Γι’ αυτό έφυγα από το σπίτι μου, για να μιλάτε ελληνικά!».
Εκείνη τη στιγμή, παρά το μικρό της ηλικίας μου, συνειδητοποίησα όλον αυτόν τον πόνο και την πικρία της για την προσφυγιά της. Συναισθάνθηκα επίσης και τη μεγάλη της αγάπη για την Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα. Αυτός ο απαίδευτος άνθρωπος είχε τεράστιο πλούτο μέσα της, όπως και όλοι οι πρόσφυγες παππούδες και γιαγιάδες μας, είτε είναι Θρακιώτες, είτε Μικρασιάτες είτε Πόντιοι!
Αλεξία Ιωαννίδου