Όταν πριν από 102 χρόνια κατέρρεαν οι ελληνικές δυνάμεις στη Μικρά Ασία, λίγοι μπορούσαν να φανταστούν την έκταση των όσων θα έκαναν οι Οθωμανοί Τούρκοι στη συνέχεια: σφαγές, λεηλασίες και εκτοπισμούς. Η συστηματική προσπάθεια εξόντωσης των Ελλήνων που ζούσαν στα μικρασιατικά χώματα, ένα σχέδιο με γερμανική σφραγίδα το οποίο υλοποίησαν οι Νεότουρκοι, κορυφώθηκε το 1922 βυθίζοντας στο πένθος τον Ελληνισμό όπου γης.
Όμως μόλις το 1998, στις 24 Σεπτεμβρίου, η Ελλάδα καθιέρωσε την Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας στις 14 Σεπτεμβρίου.
Η πρωτοβουλία ανήκε σε τρεις βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, τον Γιάννη Διαμαντίδη, τον Γιάννη Καψή και τον Γιάννη Χαραλάμπους που περίπου ένα χρόνο νωρίτερα, στις 12 Μαΐου 1997, είχαν καταθέσει σχετική πρόταση νόμου.
«Η κατάρρευση των ελληνικών δυνάμεων το 1922 στη Μικρά Ασία, οι σφαγές, λεηλασίες και η προσφυγιά που ακολούθησαν, αποτελούν το αποκορύφωμα μιας συστηματικής προσπάθειας εξόντωσης του ελληνικού στοιχείου από τα χώματα της Μικρά Ασίας, που έβαλε τέρμα στην τρισχιλιετή παρουσία του στην πέραν του Αιγαίου Ελλάδα, μια περιοχή όπου αναπτύχθηκε η ωριμότερη φάση του ελληνικού πολιτισμού […] την τερατώδη αυτή γερμανική σύλληψη πρώτοι οι Νεότουρκοι ανέλαβαν να κάνουν πράξη.
»Και κοντά στις βάρβαρες ασιατικές μεθόδους του βίαιου εξισλαμισμού, του γενιτσαρισμού και των κατά τακτά διαστήματα φυλετικών εκκαθαρίσεων ήρθε να προστεθεί η τευτονική ψυχρή μεθοδικότητα με τη λειτουργία των περίφημων ταγμάτων εργασίας», ανεφεραν μεταξύ άλλων στην εισηγητική τους έκθεση.
Το 2022, 100 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και 24 από τον προσδιορισμό Ημέρας Μνήμης, η Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων συμμετείχε στις σχετικές εκδηλώσεις, φιλοξενώντας στον 1ο όροφο του πρώην Δημόσιου Καπνεργοστασίου της οδού Λένορμαν 218, ένα τρίπτυχο εκθέσεων εμπνευσμένων από την επέτειο 1922-2022, οι οποίες διαπραγματεύονταν με όρους διαφορετικούς, αλλά συμπληρωματικούς και συνδιαλεγόμενους, διαφορετικές όψεις ενός γεγονότος-τομής για τον Ελληνισμό.
Η πρώτη έκθεση, με τίτλο Ιστορίες επιβίωσης (σε γενική επιμέλεια Μ. Καμηλάκη και επιμέλεια Μ. Βλασσοπούλου & Α. Καραπάνου, με την επιστημονική συνδρομή των Ν. Ανδριώτη, Ευ. Αχλάδη, Ευ. Καραμανέ, Γ. Καραχρήστου, Π. Ποτηρόπουλου & Σ. Ριζά), ήταν αφιερωμένη στην επαγγελματική ενσωμάτωση των προσφυγικών πληθυσμών στις νέες πατρίδες και τη συμβολή τους στον εργασιακό βίο της Ελλάδας από τα πρώτα χρόνια της άφιξής τους μέχρι τη δεκαετία του 1940.
Σε άρθρο του, ο ιστορικός, εκπαιδευτικός και συγγραφέας Νίκος Ανδριώτης είχε επικεντρωθεί στο θέμα της άφιξης και της προσωρινής εγκατάστασης των προσφύγων, μετά το 1922, στην Ελλάδα αναφερόμενος και σε αριθμούς.
≈
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1922 αναφέρεται ότι βρίσκονταν στην Ελλάδα περίπου 200.000 πρόσφυγες. Η πρώτη συστηματική εκτίμηση του αριθμού των προσφύγων έγινε στα τέλη Οκτωβρίου καταγράφοντας 800.000 πρόσφυγες, 595.420 από τη Μικρά Ασία και 204.580 από την Ανατολική Θράκη1.
Η ειδική απογραφή που διενήργησε το Υπουργείο Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως τον Απρίλιο του 1923 κατέγραψε 786.431 πρόσφυγες2. Την ίδια όμως περίοδο εκτιμήσεις στελεχών της ΕΑΠ ανέβαζαν τον αριθμό των προσφύγων σε 1.300.000-1.400.0003. Είναι γεγονός ότι το πρώτο διάστημα η θνησιμότητα μεταξύ των προσφύγων ήταν ιδιαίτερα αυξημέρνη, ενώ ταυτόχρονα πολλοί ήταν οι πρόσφυγες οι οποίοι μετά από σύντομη παραμονή στην Ελλάδα, μετανάστευσαν στις ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Αίγυπτο και αλλού4.
Η επίσημη απογραφή πληθυσμού του 1928 κατέγραψε 1.221.849 πρόσφυγες, μαζί με τα παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα. Υπολογίζεται ότι, σε σχέση με τον αριθμό των γεννηθέντων το διάστημα 1922-1928, ένας μεγαλύτερος αριθμός προσφύγων απεβίωσε ή μετανάστευσε στο εξωτερικό. Από τους 1.221.849 πρόσφυγες, το 52% απογράφηκε στη Μακεδονία και το 22% στην Αττική. Το 53% των προσφύγων ήταν αστικής προέλευσης και το 47% αγροτικής.
Οι 151. 892 ήλθαν πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή και οι 1.069.957 μετά.
Στη συντριπτική πλειονότητά τους (90,4%) προέρχονταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1928 οι πρόσφυγες ήταν εξίσου εγκατεστημένοι σε πόλεις (51%) και σε κωμοπόλεις-χωριά (49%). Οι γυναίκες αποτελούσαν την πλειονότητα του προσφυγικού πληθυσμού (51,8%). Μεταξύ όσων κατέφυγαν στην Ελλάδα ήταν και περίπου 45.000 Αρμένιοι. Στην απογραφή του 1928 είχαν παραμείνει περίπου 33.000 και στα τέλη της δεκαετίας του 1930 περίπου 25.000. Στην Ελλάδα προσέφυγε επίσης μικρός αριθμός Κιρκάσιων και Ασσυροχαλδαίων5.
Στατιστικά στοιχεία του ξεριζωμού
Τις πρώτες 10ετίες του 20ού αιώνα και σύμφωνα με την απογραφή του 1928, οι πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Ελλάδα ήταν 1.221.849. Πόσοι ήρθαν και από ποιες περιοχές φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:
Την ίδια ώρα, ενδιαφέρον έχει το πώς κατανεμήθηκαν οι πρόσφυγες ανά γεωγραφικό διαμέρισμα: