Εκείνο το τραπέζι με τα σκαλιστά πόδια, το έφεραν λυμένο απ’ την Αφησιά. Τα τέσσερα ποδάρια του, ξεβιδωμένα, δεμένα μαζί και τυλιγμένα με κάποιο απ’ τα υφαντά της, δέθηκαν πάνω σε ένα απ’ τα μπαούλα τους. Το πάνω μέρος τυλίχτηκε μαζί με τις εικόνες, δεμένες πάνω του.
Μια βδομάδα πάνω στο κατάστρωμα του «Κωνσταντινούπολις», από την Αφησιά στο Λαύριο… Κι εκείνη σκεφτόταν τα δεμένα ποδάρια του τραπεζιού της, κάτω στο αμπάρι…
Νοικιάσανε στης κυρα-Αθηνάς. Στο Νυχτοχώρι ήταν το σπίτι. Ένα στενόμακρο χτίσμα, με μια στενόμακρη μικρή αυλή κι ένα μικρό λουτρό στο πλάι της. Δύο δωμάτια και κουζίνα. Τρία μπαούλα – όλο το βιος τους. Μόλις «ταχτοποιήθηκαν», η Διαλεκτή παρήγγειλε στον Γλαράκη ένα καινούριο ξύλο για το τραπέζι, με πλαϊνά φύλλα που άνοιγαν και μεγάλωνε (το άλλο είχε χιλιοχτυπηθεί στο αμπάρι). Το σκούπιζε μαλακά και το φρόντιζε με αγάπη.
Το κοίταζε, κι ο νους της ταξίδευε σε εκείνες τις τελευταίες μέρες, πριν απ’ τον ξεριζωμό. «Φεύγουμε… τα μαζεύουμε…» της ανακοίνωσε ο Αντώνης. Εκείνος έδιωχνε τα τελευταία εμπορεύματα με το ολοκαίνουργιο καΐκι του. Τι να προλάβει; Γεμάτη ήτανε η αποθήκη με τα κρασιά, τα λάδια, τα παστωμένα ψάρια… Εκείνη, τις νύχτες σηκωνόταν κρυφά απ’ το κρεβάτι κι έμπαινε στο δωμάτιο με τα αραδιασμένα πράγματα. Τα «απαραίτητα». Μετά, ως το πρωί έκανε τις «αντικαταστάσεις» με κάποια αγαπημένα της κι «αδικημένα», που θα ’μεναν πίσω.
Μια μέρα μαλώσανε για εκείνο το μαρμαρένιο γουδί.
Η Διαλεκτή στεκόταν ανάμεσα στο αραδιασμένο νοικοκυριό της, αναποφάσιστη. Τι να πάρει και τι να αφήσει πίσω; Ο Αντώνης απόρησε με την επιμονή της: «Το ’χουμε συζητήσει, Διαλεκτή. Μόνο τα απαραίτητα. Τα εντελώς χρειαζούμενα…». Εκεί, πάνω στην πίκρα και την αγωνία της, για πρώτη φορά η Διαλεκτή θύμωσε μαζί του. Σήκωσε στην αγκαλιά της το κάτασπρο, σαν το γάλα, μαρμαρένιο γουδί, και είπε: «Θα το πάρω μαζί μας». Και το πήρε. Ο αργαλειός της δεν είχε την ίδια τύχη. Ούτε οι πιατέλες και τα καλά σερβίτσια της.
Και συνεχίστηκε ο καβγάς για εκείνα τα ταψιά τα χιλιογανωμένα, το μαστραπά, τις καθημερινές πιατέλες… Τα καθημερινά της πράγματα ήθελε εκείνη να έχει. Τα έπιπλά της. Το σπίτι της ολόκληρο.
Κι αν μπορούσε, «θα ’παιρνε και την πόρτα, τα σκαλιά του… θα ’κοβε και τους τοίχους του…».
Αυτά είπε και τράβηξε το παλιό καζάνι μέσα στα πράγματα που θα κουβαλούσανε. «Απαραίτητο κι αυτό!» δήλωσε στον Αντώνη, κι ήταν αγριεμένη. Μετάνιωσε για εκείνη τη σκηνή λίγο αργότερα. Τον είδε στενοχωρημένο κι άρχισε να του λέει: «Δεν πειράζει… Θα αφήσω κι άλλα πίσω, αν πρέπει».
Τότε της τα ξεφούρνισε όλα. Ότι του «πνίξαν» το καράβι του οι τσέτες. Πάει κι ο καπετάνιος και το πλήρωμα. «Για τους ανθρώπους που χαθήκανε σκάω… Τα πράγματα γίνονται ξανά… Οι άνθρωποι όμως… Δεν θα γυρίσουμε ποτέ πίσω, Διαλεκτή… Θέλω να ξέρεις πως φεύγουμε για πάντα!»…
Μετά, στο Λαύριο, να δεις πώς άλλαζε κι ο τόπος και ο χρόνος με τα κουβαλημένα πράγματα απ’ την πατρίδα. Όταν σερβίριζε τις σούπες στις πιατέλες και τρώγανε στο όμορφο τραπέζι… Να δεις αυτά τα σκηνικά τού «πριν»… Έτσι φτιαχνόντουσαν. Με αυτά τα «απαραίτητα» της Διαλεκτής που διάλεξε να πάρει: Με το καζάνι της, που έβραζε το νερό για μπάνιο και για πλύσιμο κι έβαφε και τα ρούχα. Με το μαρμάρινο γουδί της, που έλιωνε τους σπόρους, τους φλοιούς και τα άλλα υλικά για τα μαντζούνια της… Με πράγματα απ’ την πατρίδα.
Σταμάταγε καμιά φορά κι αφαιρούνταν με τούτο το μάρμαρο. Πόσο της θύμιζε τα άσπρα σκαλοπάτια τους! Τα θόλωνε ο ήλιος και μοιάζαν σαν το γάλα.
Τη μέρα που έφευγαν απ’ το νησί τα έτριψε, μέχρι που μάτωσαν τα χέρια της. Κι έλιωσε το σκληρό πανί. Ύστερα μπήκε μέσα και πήγε σε όλα τα δωμάτια. Σκέπασε με υφάσματα τα πράγματα που άφηνε και σφάλισε όλα τα παντζούρια. Μετά τράβηξε δυνατά την εξώπορτα να κλείσει, κι άφησε κάτω το κλειδί. «Να μην την σπάσουνε για να μπουν οι “άλλοι” που θα έρθουν…» είπε στον Αντώνη, που την περίμενε έξω.