Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού αίνος». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’. Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Το παρόν κοντάκιο αφιερώνεται στη μνήμη του πατέρα μου Τιμόθεου (15/4/1937-9/8/2024).
ιβ’. Κι αφού τα είπε όλα αυτά, ησύχασε ο Πέτρος· ξαφνιάστηκε και τρόμαξε από τα γεγονότα
και ζαρωμένος κάθισε ‒ δεν είπε τίποτ’ άλλο. Μα ξαφνικά ‒πώς τα ’φερε‒ εκεί που κράταγε σιωπή κι όλα καλά κι ωραία, το στόμα ανοίγει, μίλησε ‒ κακά κι ανάποδα όλα.
Για να ’βγει, έτσι, αληθινός σ’ αυτό που είπε ο Χριστός ‒Αυτός είν’ η Αλήθεια‒
κι όλοι της γης οι ένοικοι να βγει πως είναι ψεύτες.
Και τι να μολογήσουμε, αδέρφια, τι να πούμε; Ότι για να ’βγει αληθινός
ο Πλάστης σ’ ό,τι είπε, Τον απαρνήθηκε ο Κηφάς;
Θεός φυλάξοι! Δεν θα πω ποτέ ένα τέτοιο πράγμα, όταν μιλώ για τον Χριστό.
Είν’ κάτι άλλο που εννοώ: όλα τα προγνωρίζει
κι ενημερώνει από τα πριν, για να ’ναι ετοιμασμένοι κι εκ των προτέρων ασφαλείς στα συμπεράσματά τους όσοι φωνάζουν δυνατά:
«Γρήγορα τρέξε Άγιε, την ποίμνη Σου να σώσεις».
ιγ’. Όπως σας προανάφερα, για ένα διάστημα μικρό σιώπησε τότε ο Πέτρος ‒σταμάτησε για λίγο απ’ την πολλή αγωνία του‒ και στην αυλή καθότανε ανήσυχος και σκυθρωπός, πολύ συννεφιασμένος.
Και μια νεαρή υπηρέτρια που πέρασε μπροστά του, τον κοίταζε καλά-καλά.
Γύρω από τον μαθητή του Κύριου τριγυρνούσε
και τον μετρούσε ενδελεχώς απ’ την κορφή ως τα νύχια με κείνο το ερευνητικό το βλέμμα που σημαίνει «βρε πού σε ξέρω εσένανε – θα σκάσω, πού σε ξέρω;».
Το πρόσωπό της ξαφνικά φωτίστηκε («το βρήκα!») κι αμέσως του απευθύνθηκε και έτσι του φωνάζει:
«Πιο πριν δεν ήσουνα κι εσύ μ’ αυτόν τον Γαλιλαίο; Θυμήθηκα, είμαι σίγουρη! κι εσύ μαζί του ήσουν».
Κι Πέτρος αποκρίθηκε: «Ούτε που ξέρω τι μου λες, δεν σε καταλαβαίνω
»και δεν γνωρίζω αυτόν που λες που τον κηρύσσουν όσοι με δύναμη φωνάζουνε:
»“Γρήγορα τρέξε Άγιε, την ποίμνη Σου να σώσεις”».
ιδ’. Το στήριγμά σου Απόστολε, που σαν το κράταγες καλά ήσουν ορθός κι εδραίος, να το αφήσεις βιάστηκες κι εύκολα κάτω σ’ έριξε μία μικρή κοπέλα.
Μα σήκω πάλι όρθιος, πήδα εμπρός και στάσου, και την παλιά σου δύναμη κοίτα να βρεις και πάλι ωσάν γενναίος αθλητής.
Δεν είναι δα πως πάλεψες με δυνατότερό σου…
Πώς στο καλό σε πάλεψαν μονάχα με το στόμα; με λόγια σε γκρεμίσανε;
Ένα μικρό κορίτσι ήρθε και σε πλησίασε
και είπε ό,τι σου ’πε ‒να φανταστώ‒ ψελλίζοντας με παιδικά λογάκια.
Και συ φαίνεται δείλιασες, κι άκουσες τα τραυλίσματα λες κι ήταν τρίξιμο δοντιών από κάνα θηρίο
κι αυτό είναι που της δήλωσες: «Ούτε που ξέρω τι μου λες, δεν σε καταλαβαίνω».
Για ποιον λόγο σε τρόμαξε ένα μικρό κορίτσι και δεν σου πήγε το μυαλό αμέσως να φωνάξεις:
«Γρήγορα τρέξε Άγιε, την ποίμνη Σου να σώσεις»;
ιε’. Καθώς ο δίκαιος νόμισε πως το κορίτσι ήταν βαλτό, πως κάποιοι το δασκάλεψαν ‒κάποιοι από τους μέσα‒ για να έρθει έτσι να του πει,
είπε να φύγει απ’ την αυλή· μα κι από εκεί όπως έβγαινε, φαίνεται κάπου …σκόνταψε την πύλη σαν περνούσε, και έπεσε κι εκεί ξανά ‒ νά την και πάλι η πτώση!
Γιατί κι έξω που βγήκε, μια άλλη υπηρέτρια ήρθε πάλι κοντά του, όπως το γράφει κι η Γραφή.
Κι εκεί που γύρω απ’ τη φωτιά καθότανε να ζεσταθεί με άλλους γύρω-γύρω, εκεί μπροστά σε όλους η κόρη τον κατέδειξε κι αυτό είναι που τους είπε:
«κι αυτός εδώ που βλέπετε, του Ναζωραίου ήταν
»και κάθε μέρα ήταν μαζί· μα είναι ολοφάνερο, εδώ μπροστά μας στέκεται, δεν κρύβεται καθόλου».
Αυτά σαν άκουσε ο Κηφάς, τον ζώσανε τα φίδια και έτσι αποκρίθηκε:
«Αυτόν τον άνδρα που είπατε, σας λέω δεν τον ξέρω, δεν τον γνωρίζω, τι να πω;
»Μα έχω πλήρη άγνοια γι’ αυτόν εδώ τον άνθρωπο που οι άλλοι τον παρακαλούν και έτσι του φωνάζουν:
»“Γρήγορα τρέξε Άγιε, την ποίμνη Σου να σώσεις”».
ιϛ’. Έτσι είναι όπως το ’πες; Τον άνθρωπο λοιπόν αυτόν, Πέτρο, δεν τον γνωρίζεις; Τον άνθρωπο, μας λες, αυτόν, δεν τον γνωρίζεις… Έτσι;
Μήπως μ’ αυτό θέλεις να πεις με έναν πλάγιο τρόπο πως άνθρωπος δεν είναι απλός ‒κι ως τέτοιον δεν τον ξέρεις‒, γιατί εκτός από άνθρωπος τυγχάνει και Θεός;
Άρα, μήπως αυτό που ήθελες ήτανε να διδάξεις ετούτους τους παράνομους
ότι ο που πάει για τον Σταυρό, Θεός είναι στ’ αλήθεια;
Ώστε κι αν βασανίστηκε στο σώμα, αφού είχε σώμα,
ο Ασώματος που έφερε στον κόσμο η Μαριάμ,
είν’ στην πραγματικότητα ταυτόχρονα Θεός, και δεν πεθαίνει αν τυχόν το σώμα Του πεθάνει.
Σαν Τον θωρούν τα μάτια μας, αιχμάλωτο Τον βλέπουν· μα ό,τι απ’ τα μάτια κρύβεται, το συμπληρώνει η πίστη ‒ απ’ όσα Του δεν φαίνονται θα καταλάβεις τι είναι.
Δεν πρόκειται να ’ρθει κοντά και δεν θα προσεγγίσει, παρά μονάχα σε αυτούς που Του φωνάζουν δυνατά κι απελπισμένοι κράζουν:
«Γρήγορα τρέξε Άγιε, την ποίμνη Σου να σώσεις».
ιζ’. Δέσποτα Σε υμνούμε, γιατί ο ψαλμός είναι καλό, είναι σπουδαίο πράγμα· Κύριε Σε δοξάζουμε,
γιατί τα πάντα υπέφερες, τα πάνδεινα υπέστης· απ’ την άλλη ο Πέτρος Σου ‒ναι, ο δικός Σου ο Πέτρος‒ χωρίς να υποστεί δεινά είπε για Σένα ψέματα πως δήθεν δεν Σε ξέρει.
Εσύ μαστιγωνόσουνα κι ο Πέτρος Σ’ απαρνιόταν.
Να πεις πως αναγκάστηκε; Τίποτα δεν υπέφερε στ’ αλήθεια ο μαθητής Σου.
Μάλιστα, αφού χτυπήθηκε διπλά από τις κορασίδες,
τρίτη φορά ηττήθηκε και από κάτι άλλους ‒ άνδρες ετούτην τη φορά.
Γιατί μετά από λίγο ήρθανε κάτι άλλοι
και του έκαναν επίθεση του Πέτρου φραστική, κι αυτός πανικοβλήθηκε κι αρνιότανε με όρκους.
Και βρέθηκε ένας πετεινός που άμεσα τον δίκασε, τον ντρόπιασε επιτόπου κι αυτός αμέσως φώναξε:
«Γρήγορα τρέξε Άγιε, την ποίμνη Σου να σώσεις».