Η ατάκα της ζωής της ήταν «προτίμησα να είμαι θεατής». Κι αυτό την χαρακτήρισε όσον αφορά τη δουλειά της αρχικά ως κριτικός κινηματογράφου και μετά ως συγγραφέας. Α, και ως κριτικός στο πρώτο talent show της ελληνικής τηλεόρασης, όπως θα δούμε πιο κάτω.
Πάνω απ’ όλα η Ροζίτα Σώκου ήταν μια πανέξυπνη γυναίκα με προσωπικότητα, μόρφωση, κουλτούρα, και άκρως επικοινωνιακή. Μπορούσε να μιλάει με τον πιο αβάν γκαρντ δημιουργό, και την επομένη με μια κυρία που την χαιρέτησε στο σουπερμάρκετ.
Κάποιοι θα μπορούσαν να πουν ότι γεννήθηκε από οικογένεια με χρήματα. Και; Ξέρετε πόσοι γόνοι και κόρες κατά πολύ πλουσιότερων βρέθηκαν όχι μόνο να μην κάνουν τίποτα στη ζωή τους, αλλά να χάσουν κι αυτά που είχαν; Η Ροζίτα Σώκου αν και ξεκίνησε ως κριτικός κινηματογράφου, ένα είδος που –μην κοροϊδευόμαστε– δεν ήταν και η πρώτη επιλογή του μέσου Έλληνα αναγνώστη, έγινε πρώτο όνομα και επιβλήθηκε.
Και μετά, όταν ήρθε η τηλεόραση –ένα μέσο που θεωρητικά δεν της ταίριαζε–, έγινε πρώτο όνομα χωρίς να κάνει την παραμικρή υποχώρηση στην προσωπικότητά της. Αυτά μόνο οι ξεχωριστοί άνθρωποι τα καταφέρνουν. Και η Ροζίτα Σώκου ήταν μια από αυτούς.
Στα χρόνια του πολέμου
Σαν σήμερα λοιπόν, το 1923, γεννήθηκε η Ζωή-Μαρία Σώκου. Το Ροζίτα προέκυψε από τη μητέρα της, Τιτίκα, που επέμενε γιατί το είχε υποσχεθεί στη γυναίκα του προξένου του Περού. Ο πατέρας της, Γιώργος Σώκος από το Αιτωλικό, ήταν ένας πανέξυπνος άντρας που από παιδί έγραφε θεατρικά έργα για να παίζονται αλλά και άλλα πολλά που δημοσίευε σε εφημερίδα των Πατρών.
Αργότερα έγινε μόνιμος αξιωματικός του Πεζικού, και ως αντισυνταγματάρχης κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία έγραφε επιθεωρήσεις για να διασκεδάζει το στράτευμα.
Εκεί γνώρισε και ερωτεύτηκε και τη μητέρα της Ροζίτας. Όταν πια εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, τα έργα του άρχισαν να παίζονται από επαγγελματικούς θιάσους με μεγάλη επιτυχία, ενώ παράλληλα ξεκίνησε και την εκδοτική δραστηριότητά του. Όλα αυτά οδήγησαν στο να μεγαλώσει η μικρή Ροζίτα μέσα στα βιβλία, αρχικά στο Χαλάνδρι και αργότερα σε βίλα που έχτισε ο πατέρας της στο Ψυχικό. Εννοείται ότι υπήρχε υπηρετικό προσωπικό και σοφέρ, καθώς ο πατέρας ως οδηγός ήταν δημόσιος κίνδυνος.
Τον πατέρα της τον λάτρεψε, και ένας από τους λόγους ήταν γιατί της απαγόρευε να φέρεται σαν γυναίκα! Η μάνα της έλεγε συχνά με παράπονο: «Κορίτσι γέννησα ή λοχία;». Χάρη σε εκείνον, η Ροζίτα λάτρεψε το διάβασμα.
Δυστυχώς στα 14 χάνει τον πατέρα της, και τρία χρόνια αργότερα, στην Κατοχή, οι Γερμανοί επιτάσσουν το εργοστάσιο του παππού, αλλά τους δίνουν μέρος από την παραγωγή κι έτσι η οικογένεια είχε να φάει. Σειρά είχε το σπίτι τους στο Ψυχικό. Μητέρα και κόρη βρίσκονται σε ένα διαμέρισμα στην πλατεία Βάθης.
Είναι όμως έφηβη, καλλιεργημένη, και έχει άγνοια κινδύνου.
Πολλά βράδια, αγνοώντας την απαγόρευση κυκλοφορίας, πήγαινε με τις παρέες της στα πάρκα και διάβαζαν ποίηση. «Θυμάμαι την Κατοχή ως την ομορφότερη περίοδο της ζωής μου. Την πιο ζωντανή και δημιουργική, τότε που γεννήθηκαν και στέριωσαν οι καλές φιλίες, που αναπτύχθηκαν μυαλό και καρδιά», είχε δηλώσει σε συνέντευξή της.
Η ώρα του Τύπου
Το 1947, χάρη στις εξαιρετικές επιδόσεις της σε εξετάσεις στο Βρετανικό Συμβούλιο, πήρε το διαβατήριο για σπουδές στην Οξφόρδη. «Σε σχέση με τη μεταπολεμική Ελλάδα, η Αγγλία ακόμη ζούσε με πάρα πολλές στερήσεις. Όλα ήταν με δελτίο και γινόταν οικονομία από παντού» θυμάται από εκείνη την περίοδο των σπουδών της στην Οξφόρδη, που δεν της έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, θεωρώντας ότι ήταν τυχερή που ήταν Ελληνίδα και όχι Αγγλίδα.
Όταν επέστρεψε, ανακάλυψε ότι η πατρογονική περιουσία χάθηκε εξαιτίας ενός δικηγόρου που φαίνεται ότι γοήτευσε τη μητέρα της, κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους τα υπόλοιπα χρόνια της κοινής τους ζωής δεν τα βρήκαν ποτέ ξανά.
Από το 1950 αρχίζει να γράφει για κινηματογράφο σε εφημερίδες, ενώ καταφέρνει και μπαίνει στον κόσμο των κινηματογραφικών φεστιβάλ με δικά της έξοδα. Ώσπου την προσλαμβάνει η Ελένη Βλάχου στην Καθημερινή. Λάμψη, χλιδή – αλλά η αλήθεια δεν είναι ακριβώς έτσι.
«Ξέρετε τι σήμαινε να ετοιμάζεις με τη μοδιστρούλα της γειτονιάς δύο βραδινά φορέματα που θα σου επέτρεπαν να μπεις στη μεγάλη αίθουσα, σε εσένα το απένταρο, μετακατοχικό δημοσιογραφάκι, για να καθίσεις πλάι στον Αλί Χαν και να κάνεις κόρτε με τον Ομάρ Σαρίφ!», γράφει στο βιβλίο της η Σώκου. Χάρη πάντω, σε έναν καβγά με τον Σαρίφ ενέδωσε στο φλερτ του ανθρώπου που θα γινόταν σύζυγός της και πατέρας της κόρης της, του Ιταλού κριτικού κινηματογράφου Μάνλιο Μαραντέι.
Φιλίες και κόντρες
Κάπου εκεί ξεκινά η κόντρα της –που έφτασε μέχρι τις μέρες μας– με τη Μελίνα Μερκούρη. Συγκεκριμένα το 1962, σε ειδική προβολή της Φαίδρας στην αίθουσα προβολών της Καθημερινής, ενώ η Σώκου ήταν εκείνη που είχε επιμεληθεί τα πάντα, της ζήτησαν να μην παραστεί. Αλλά και παλαιότερα η Μελίνα την είχε σνομπάρει.
Παρ’ όλα αυτά, οι φιλίες της Σώκου ήταν μυθικές: Γιάννης Τσαρούχης, Ιάννης Ξενάκης, Ρούντολφ Νουρέγιεφ και παραλίγο Μάρλον Μπράντο: το 1964 τον υποδέχτηκε στο αεροδρόμιο μαζί με τον διανομέα Βίκτωρα Μιχαηλίδη, και εκείνος την διεκδίκησε ερωτικά με απροκάλυπτο τρόπο.
Και εδώ έρχεται η αληθινή ζωή. Ναι, η κυρία που ήταν κολλητή με τον Νουρέγιεφ, έπρεπε να ζήσει και αυτή και η κόρη της. Και η Σώκου κάνει σχεδόν τα πάντα στις εκδόσεις για να επιβιώσει.
Αν και είμαστε στην έκρηξη του εγχώριου ελληνικού κινηματογράφου, δεν έκρυψε την προτίμησή της για πρωτοποριακά πράγματα. Και όχι μόνο.
Είχε όμως την ειλικρίνεια να λέει την γνώμη της που αρκετές φορές ερχόταν σε κόντρα με την ελίτ της εποχής. Π.χ. θεωρούσε πάντοτε υπερεκτιμημένο τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, ενώ όσον αφορά τους ηθοποιούς, πίστευε ότι η Αλίκη Βουγιουκλάκη άξιζε πολύ περισσότερα σαν ηθοποιός – αν και πίστευε ότι ήταν και ευθύνη της που δεν έκανε σπουδαιότερα πράγματα.
«Άγριες κριτικές μου είναι μόνον –μόνον και αποκλειστικά– όταν άνθρωποι στους οποίους πίστευα με απογοήτευαν και πήγαιναν να μου πουλήσουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Αυτό μ’ εκνευρίζει πάρα πολύ. Ένας λαϊκός κωμικός που πάω να δω την απλοϊκή του κωμωδία, δεν πρόκειται να του γράψω άσχημα. Ο άνθρωπος πουλάει. Δεν κοροϊδεύει κανέναν» εξηγεί στο βιβλίο της.
Από τις απογοητεύσεις που βίωσε ήταν η συνεργασία της με τον Δημήτρη Ποταμίτη. Τον στήριξε με κάθε τρόπο – μέχρι και τα φαγητά στις επίσημες πρεμιέρες μαγείρευε, γιατί πίστευε στο δύσκολο έργο και στο ταλέντο. Μόνο που η συνεργασία και η φιλία τελείωσαν ύστερα από μια δεκαετία, λόγω κάποιων καλοθελητών.
«Να η ευκαιρία»
«Αν είμαι στο νυχτερινό κέντρο που τραγουδάτε και σταματήσω να τρώω την μπριζόλα μου για να σας απολαύσω, τότε αξίζει να συνεχίσετε» έλεγε η Σώκου στους υποψήφιους του «Να η ευκαιρία», του πρώτου talent show της ελληνικής τηλεόρασης από όπου ξεπήδησαν ονόματα όπως ο Μανώλης Λιδάκης, η Γλυκερία, ο Θέμης Αδαμαντίδης και πολλοί άλλοι.
Η Ροζίτα Σώκου κλέβει την παράσταση από την υπόλοιπη κριτική επιτροπή (Γρηγόρης Γρηγορίου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Σάσα Ντάριο, Γιώργος Κατσαρός) και η επιτυχία της αποδεικνύεται διαχρονική. Στα 50+ έκανε μια δεύτερη καριέρα που συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 2000.
Αλλά και μετά δεν ξεχάστηκε. Το τηλέφωνό της χτυπούσε συνέχεια για συνεντεύξεις, γιατί σε μια εποχή με προκάτ ονόματα, μια φωνή αυθεντική, ειλικρινής, με παιδεία και μόρφωση, ήταν αποδεκτή από τον κόσμο. Ακόμα και τη νεολαία.
Και σχεδόν κάθε Κυριακή διοργάνωνε γεύματα για φίλους χρόνων. Εκείνη έβαζε την τέχνη –καταπληκτική μαγείρισσα γαρ– και οι φίλοι της τα υλικά.
Θυμόταν τα πάντα από το παρελθόν της, αλλά δεν τα νοσταλγούσε. «Και ο Μπέργκμαν ο ίδιος να ζωντάνευε και να έκανε ξανά ταινία, δεν έχω καμία διάθεση να δω ξανά σινεμά» είχε δηλώσει σε συνέντευξή της. Ζούσε στο Παγκράτι μαζί με την κόρη της και τα δύο εγγόνια της. Δυστυχώς, η γυναίκα που όργωσε σχεδόν όλο τον κόσμο, που μπορεί να έκανε πλάκα με τεράστια ονόματα, στις 14 Δεκεμβρίου 2021 έσβησε στα 98 της λόγω Covid-19.
Σαν κινηματογραφική ταινία με λαμπερό σενάριο αλλά θλιβερό φινάλε.
Σπύρος Δευτεραίος