Το 2024 πάρα πολλές προσφυγικές πόλεις γιορτάζουν τα 100 χρόνια από την ίδρυσή τους. Είναι μια επέτειος μνήμης που δείχνει και έναν σκληρό μετασχηματισμό με τα συντρίμμια ζωών, μετά τη Γενοκτονία των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής, τη Μικρασιατική Καταστροφή και την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, σε μια Ελλάδα φτωχή και πολιτικά διχασμένη.
Ένας από τους τόπους όπου οι ξεριζωμένοι βρήκαν νέα πατρίδα είναι η Νέα Καρβάλη, «το Ιερό Κέντρο των Καππαδοκών σε όλη την υφήλιο», σύμφωνα με τον δήμαρχο Καβάλας Θεόδωρο Μουριάδη.
Χτισμένη 11 χλμ ανατολικά από την πόλη της Καβάλας, αποτελεί συνέχεια της παλαιάς καππαδοκικής Καρβάλης (Γκέλβερι). Στην περιοχή οι πρόσφυγες έφτασαν τον Αύγουστο του 1924. Αρχικά «στεγάστηκαν» σε σκηνές και μετά από δύο χρόνια 406 οικογένειες μετεγκαταστάθηκαν στη σημερινή πόλη που συνδέεται όχι μόνο με τους Καππαδόκες αλλά και με τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, το σκήνωμα του οποίου έφεραν στην Ελλάδα.
Για αυτή την επέτειο του ενός αιώνα από την εγκατάσταση των Καππαδοκών έχει προγραμματιστεί πλήθος εκδηλώσεων από το Δήμο Καβάλας, την Εφορεία Αρχαιοτήτων Καβάλας-Θάσου, το Ερευνητικό Κέντρο ΜΟΗΑ, το Κέντρο Καππαδοκικών Μελετών και τη Δημοτική Κοινότητα Νέας Καρβάλης.
Την Τετάρτη εγκαινιάστηκε στην Οικία-Μουσείο Μεχμέτ Αλή περιοδική έκθεση, παρουσία μεγάλης αντιπροσωπείας από το Δήμο Ικονίου, με επικεφαλής τον δήμαρχο Αχμέτ Πεκϊατιρματζί και τον πρύτανη του Πανεπιστημίου «Necmettin Erbakan» Τζεμ Ζουρλού. Πρόκειται για ένα ακόμα κεφάλαιο στις σχέσεις των δύο πόλεων, οι οποίες έχουν εκφράσει την επιθυμία τους να υπογράψουν πρωτόκολλο αδελφοποίησης.
Η ίδια έκθεση που έχει τον τίτλο «Οι θησαυροί από το Ικόνιο και τη Σίλλη» πριν από μερικούς μήνες φιλοξενήθηκε και στο Ικόνιο. Περιλαμβάνει εικόνες και σκεύη από εκκλησίες της περιοχής και τα βυζαντινά μοναστήρια της Επισκοπής Ναζιανζού, φιρμάνια και εκκλησιαστικά έγγραφα, καθώς και ενδύματα, χαλιά, κοσμήματα και αντικείμενα καθημερινής χρήσης αποτυπωμένα σε φωτογραφίες.
Τα αντικείμενα που συγκεντρώθηκαν με πολύ κόπο και προσπάθεια εδώ και 50 χρόνια προέρχονται από τις συλλογές των μονών της Καππαδοκίας – τα έφερε στην Ελλάδα με συστηματικό και οργανωμένο τρόπο το Μοναστηριακό Συμβούλιο και τα συλλογικά όργανα των ανταλλάξιμων, το 1924. Συναποτελούν ένα σπάνιο σύνολο κινητών μνημείων, ορισμένα από τα οποία ανάγονται στους βυζαντινούς χρόνους και στους πρώτους αιώνες μετά την Άλωση.
«Πέρα από την αναμφισβήτητη καλλιτεχνική και αισθητική τους αξία», υπογράμμισε ο δήμαρχος Θεόδωρος Μουριάδης, «οι φωτογραφίες αυτές αφηγούνται, κατά τρόπο συμβολικό και συνάμα απόλυτο, τις θρησκευτικές καταβολές, την ιστορική διαδρομή και τις χαρακτηριστικές λεπτομέρειες από την καθημερινή ζωή των δικών μας ανθρώπων. Ο Δήμος Ικονίου επέδειξε πραγματικό ενδιαφέρον για την ανάδειξη αυτών των κειμηλίων, και όχι μόνο σεβάστηκε τον αγώνα μας να γυρίσουμε το χρόνο πίσω, αλλά φρόντισε και για την άρτια προβολή της ιστορίας μας στη γειτονική χώρα».
Στον δικό του χαιρετισμό ο δήμαρχος Ικονίου Αχμέτ Πεκϊατιρματζί αναφέρθηκε εκτενώς στις πολλές και συνεχιζόμενες προσπάθειες που καταβάλει τα τελευταία χρόνια η δημοτική Αρχή για να συνδέσει την σύγχρονη πόλη με το πλούσιο ιστορικό παρελθόν της, αναδεικνύοντας μνημεία και κτήρια.
«Οι δύο λαοί για εκατοντάδες χρόνια έζησαν μαζί. Η κουλτούρα μας ίδια δεν διαφέρει σε τίποτα. Αυτό το βλέπουμε στην κουζίνα, στη μουσική μας, το βλέπουμε και στη Σίλλη. Είναι μια μικρή περιοχή που φιλοξένησε πολλούς και διαφορετικούς πολιτισμούς. Είμαστε πολύ υπερήφανοι γι’ αυτό» τόνισε.
Από τη μεριά του ο πρόεδρος του Κέντρου Καππαδοκικών Μελετών Καπλάνης Ιωσηφίδης αναφέρθηκε στο μνημόνιο συνεργασίας που υπεγράφη τον Ιούλιο με το υπουργείο Πολιτισμού, με σκοπό την ολοκληρωμένη προστασία και ανάδειξη των συλλογών του Κέντρου ως τεκμηρίων και πολιτιστικών αγαθών που σχετίζονται με την παράδοση του καππαδοκικού ελληνισμού.
Πριν από τα εγκαίνια της έκθεσης το χορευτικό τμήμα του Κέντρου Καππαδοκικών Μελετών ταξίδεψε το κοινό με σκοπούς της Ανατολής, παρασύροντας στο χορό ακόμη και τα μέλη της τουρκικής αντιπροσωπείας. Στην εκδήλωση μεταξύ άλλων παραβρέθηκαν ο πρόεδρος του Συλλόγου Ανταλλαγέντων Σαμψούντας Σαλίχ Μερίτζ και η πρόεδρος του Ερευνητικού Κέντρου ΜΟΗΑ Άννα Μισσιριάν.