«Επί των ερειπίων, διά των ερειπίων θα ξαναστήσουμε τις εστίες μας»!
Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας
Κωνσταντινούπολη 1955
73 εκκλησίες. 26 σχολεία. 27 φαρμακεία. 11 κλινικές. 3 εφημερίδες. 12 ξενοδοχεία. 21 εργοστάσια. 110 εστιατόρια και ζαχαροπλαστεία. 5 πολιτιστικοί σύλλογοι. 4348 εμπορικά. 1.004 σπίτια. Χρειάστηκαν μόλις εννέα ώρες, κατά την ελληνική «Νύχτα των Κρυστάλλων» που άρχισε στις 6 και ολοκλήρώθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1955, για να γίνουν ερείπια όλες αυτές οι δομές που με κόπο και θυσίες είχαν χτίσει Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη.
Αφορμή για την «τρίτη Άλωση της Πόλης», όπως έχουν χαρακτηρίσει οι ιστορικοί τα Σεπτεμβριανά του 1955, ήταν η προβοκάτσια της Τουρκίας με πρωταγωνιστή τον Οκτάι Εγκίν.
Γιος του μουσουλμάνου βουλευτή Φαΐκ Εγκίν, ο Οκτάι σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης όταν προμηθεύτηκε από τις μυστικές τουρκικές υπηρεσίες τον εκρηκτικό μηχανισμό που τοποθέτησε στο σπίτι του Μουσταφά Κεμάλ.
Οι συνένοχοί του, ο πρόξενος Μ. Μπαλίν, ο υποπρόξενος Μ. Τεκινάλπ, ο κλητήρας Χ. Ουτσάρ, υψηλόβαθμοι Βρετανοί και Τούρκοι αξιωματούχοι είχαν στήσει καλά την προβοκάτσια σε βάρος των Ρωμιών. Όλα ήταν έτοιμα να ξεκινήσει το πογκρόμ…
«Η όλη ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη εναντίον των Ελλήνων, ότι κάτι θα συμβεί. Βρισκόμουν στις 5 το απόγευμα στον Τοπχανά, κοντά στην προκυμαία του Γαλατά. Εκεί, στο δρόμο που ανεβαίνει προς τα Ιταλικά Νοσοκομεία, βλέπω στρατιωτικά αυτοκίνητα και φορτηγά. Βλέπω να βγαίνουν άνθρωποι από μέσα, άλλοι με στρατιωτικά και άλλοι με πολιτικά.
»Ήταν στρατιώτες που βγάζαν τα στρατιωτικά και φορούσαν πολιτικά. Ένα άλλο καμιόνι (στρατιωτικό φορτηγό) ήταν γεμάτο λοστούς, σίδερα καταστροφής, διαρρήξεως κ.λπ. Και στον καθένα έδιναν από ένα και τους έλεγαν: “Θα πάτε στο Ταξίμ και εκεί θα σας πουν τι θα κάνετε”. Βλέπω αυτά τα γεγονότα και πηγαίνω στο Γαλατά. Παίρνω από το γραφείο μου, που ήταν στον πρώτο όροφο, (Madern Han no 6, στο Eski Gümrük sok.), τη φωτογραφική μηχανή και την καμπαρντίνα μου.
»Πηγαίνω στο Ταξίμ, βλέπω πλήθος, χιλιάδες κόσμος εκεί. Κάπου στο άγαλμα του Ατατούρκ έβγαζαν πύρινους λόγους, οι οποίοι κατέληξαν μ’ αυτό το κάλεσμα: “Τώρα που χτυπήσαν και κατέστρεψαν το σπίτι του Πατέρα μας, κι εμείς να τους καταστρέψουμε τα σπίτια τους και τα μαγαζιά τους”. Δόθηκε το σύνθημα και όρμησαν αμέσως επάνω στα καταστήματα», είχε διηγηθεί μεταξύ άλλων, το 2005, ο Δημήτρης Καλούμενος, γνωστός και ως ο «φωτογράφος των Σεπτεμβριανών» στον δημοσιογράφο. και φωτογράφο Νικόλαο Μαγγίνα.
«Πήγα και στο Μοναστήρι του Βαλουκλή που το έκαψαν, πήγα και στα Νοσοκομεία του Βαλουκλή. Έβγαλα φωτογραφίες τον Επίσκοπο Παμφίλου Γεράσιμο και τον ιερέα Επιφάνιο, που ‘θέλαν να του τρυπήσουν τα χέρια… Εκεί, στα Υψωμαθειά, κοντά στο Γιεντίκουλε, ρωτώ ένα στρατιώτη: “Τι γίνεται εδώ;” Κι αυτός μου είπε: “Τι να κάνω εφέντη μ’, κάθομαι και περιμένω. Εχθές με είχανε με ρούχα (πολιτικά) και έσπαγα, σήμερα με βάλανε να περιμένω”… Όλα ήταν προδιαγεγραμμένα στην εντέλεια. Τα γνώριζαν όλα οι Άγγλοι και οι Τούρκοι.
»Την άλλη μέρα, 8 Σεπτεμβρίου, ήλθε ο δημοσιογράφος Γ. Καράγιωργας από την Αθήνα, ως εκπρόσωπος του Έθνους, του οποίου ήμουν ανταποκριτής. Πήγαμε μαζί στο Ζάππειο Λύκειο και στα Κοιμητήρια. Εκεί, στο νεκροταφείο του Σισλί, την ώρα που έβγαζα φωτογραφίες και τα φιλμ τα έδινα στον Γιώργο, με συνέλαβαν αστυνομικοί και στρατιωτικοί και έκαναν έλεγχο σε αυτά που φωτογράφισα. (Την άλλη μέρα οι Αρχές μαζέψαν όλες τις Τουρκικές εφημερίδες, γιατί είχαν φωτογραφίες). Με πήγαν στο Στρατοδικείο, στο Harbiye. Με κράτησαν μία ώρα. Είπα ότι είμαι ανταποκριτής. Με έστειλαν στο 1ο Τμήμα της Διευθύνσεως Ασφαλείας. Εκεί με ανέκριναν για τις φωτογραφίες. Είπα ότι είμαι φωτογράφος του Πατριαρχείου. Ήθελαν να μου κρατήσουν τις μηχανές. Τελικά τις άφησαν. Στις 16 Ιουνίου 1957 που με συνέλαβε η Αστυνομία, με κακοποίησαν επί 56 ώρες», είχε αποκαλύψει ο Δημήτρης Καλούμενος στον Νίκο Μαγγίνα.
Οι Τούρκοι προβοκάτορες παραπέμφθηκαν στη Δικαιοσύνη, ωστόσο στις 20 Σεπτεμβρίου 1956 οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας συμφώνησαν ότι πρέπει να υπάρξει εκτόνωση της έντασης, και ο Οκτάι Εγκίν φυγαδεύτηκε στην Τουρκία. Μάλιστα λένε πως αμείφθηκε αδρά για τις υπηρεσίες του και έπιασε δουλειά ως υπάλληλος του δήμου Κωνσταντινούπολης.